| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Τετάρτη, 00:01 - 06/07/2022

 

Περίληψη: 

 

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να επιλέξουν να αποδοκιμάσουν ρητορικά μια πυρηνική πυροδότηση, αλλά να μην κάνουν τίποτα στρατιωτικά. Θα μπορούσαν να εξαπολύσουν τα δικά τους πυρηνικά όπλα. Ή θα μπορούσαν να απόσχουν από μια πυρηνική αντεπίθεση, αλλά να εισέλθουν απευθείας στον πόλεμο με συμβατικές αεροπορικές επιθέσεις μεγάλης κλίμακας και την κινητοποίηση των επίγειων δυνάμεων τους. Όλες αυτές οι εναλλακτικές είναι κακές.

 

 

------------------

 

Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία μαίνεται, ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έχει επιδοθεί σε πυρηνικούς λεονταρισμούς. «Όποιος προσπαθεί να μας εμποδίσει, πόσω μάλλον να δημιουργήσει απειλές για τη χώρα μας και τον λαό της, πρέπει να γνωρίζει ότι η ρωσική απάντηση θα είναι άμεση και θα οδηγήσει σε συνέπειες που δεν έχετε δει ποτέ στην ιστορία», δήλωσε ο Πούτιν τον Φεβρουάριο, στην πρώτη από τις πολλές δηλώσεις που προειδοποιούσαν για ένα δυνητικό πυρηνικό χτύπημα. Ως επί το πλείστον, οι Δυτικοί παρατηρητές έχουν απορρίψει αυτό τον λόγο ως ανούσιο κομπασμό. Σε τελική ανάλυση, όποια πλευρά εκτόξευε πρώτη πυρηνικά όπλα θα αναλάμβανε ένα πολύ επικίνδυνο στοίχημα: να στοιχηματίσει ότι ο αντίπαλος της δεν θα ανταπέδιδε με τον ίδιο ή πιο επιζήμιο τρόπο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι πολύ μικρές οι πιθανότητες ότι σώφρονες ηγέτες θα ξεκινούσαν πραγματικά μια διαδικασία ανταλλαγής χτυπημάτων, που θα μπορούσε να καταλήξει στην καταστροφή των ίδιων τους των χωρών. Όταν πρόκειται για πυρηνικά όπλα, ωστόσο, οι πολύ μικρές πιθανότητες δεν είναι αρκετά καλές.

 

 

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν στη Μόσχα, τον Ιούνιο του 2022. POOL / Reuters
 

----------------------------------------------

 

Ο σχεδιασμός για το ενδεχόμενο να χρησιμοποιούσε η Ρωσία πυρηνικά όπλα είναι επιτακτικός· ο κίνδυνος θα ήταν μεγαλύτερος εάν ο πόλεμος επρόκειτο να στραφεί αποφασιστικά υπέρ της Ουκρανίας. Αυτή είναι η μόνη κατάσταση στην οποία το κίνητρο των Ρώσων να αναλάβουν αυτό το εντυπωσιακό ρίσκο θα ήταν εύλογο, σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν την ήττα, συγκλονίζοντας την Ουκρανία και τους υποστηρικτές της στο ΝΑΤΟ ώστε να αποσυρθούν. Οι Ρώσοι ίσως το κάνουν πυροδοτώντας ένα ή ελάχιστα τακτικά πυρηνικά όπλα εναντίον ουκρανικών δυνάμεων ή πυροδοτώντας μια συμβολική έκρηξη σε μια άδεια περιοχή.

 

Υπάρχουν τρεις γενικές επιλογές εντός των οποίων οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα έβρισκαν μια παραλλαγή για να απαντήσουν σε μια ρωσική πυρηνική επίθεση εναντίον της Ουκρανίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να επιλέξουν να αποδοκιμάσουν ρητορικά μια πυρηνική πυροδότηση, αλλά να μην κάνουν τίποτα στρατιωτικά. Θα μπορούσαν να εξαπολύσουν τα δικά τους πυρηνικά όπλα. Ή θα μπορούσαν να απόσχουν από μια πυρηνική αντεπίθεση, αλλά να εισέλθουν απευθείας στον πόλεμο με συμβατικές αεροπορικές επιθέσεις μεγάλης κλίμακας και την κινητοποίηση των επίγειων δυνάμεων τους. Όλες αυτές οι εναλλακτικές είναι κακές, διότι δεν υπάρχουν επιλογές χαμηλού ρίσκου για την διαχείριση του τέλους του πυρηνικού ταμπού. Μια συμβατική πολεμική απάντηση είναι η λιγότερο κακή από τις τρεις, διότι αποφεύγει τους υψηλότερους κινδύνους είτε των ασθενέστερων είτε των ισχυρότερων επιλογών.

 

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΡΙΣΚΟ

 

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ έχουν δώσει μηδαμινή προσοχή στην δυνητική δυναμική της πυρηνικής κλιμάκωσης. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αντίθετα, το ζήτημα βρισκόταν στο επίκεντρο της στρατηγικής συζήτησης. Τότε, ήταν το ΝΑΤΟ που βασιζόταν επί της αρχής στην επιλογή της σκόπιμης κλιμάκωσης -ξεκινώντας με την περιορισμένη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων- ως έναν τρόπο για να σταματήσει μια σοβιετική εισβολή. Αυτή η στρατηγική ήταν αμφιλεγόμενη, αλλά υιοθετήθηκε διότι η Δύση πίστευε ότι οι συμβατικές δυνάμεις της ήταν κατώτερες από αυτές του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Σήμερα, με την ισορροπία των δυνάμεων να έχει αντιστραφεί από τον Ψυχρό Πόλεμο και μετά, το τρέχον ρωσικό δόγμα της «κλιμάκωσης για την αποκλιμάκωση» μιμείται την έννοια της ψυχροπολεμικής «ευέλικτης απάντησης» του ΝΑΤΟ.

 

Το ΝΑΤΟ προώθησε ρητορικά την πολιτική της ευέλικτης απάντησης, αλλά η ιδέα υπήρξε πάντα στρατηγικά ασταθής. Τα πραγματικά σχέδια έκτακτης ανάγκης που δημιούργησε δεν κέρδισαν ποτέ την συναίνεση, απλώς και μόνο διότι η έναρξη της χρήσης πυρηνικών όπλων διακινδύνευε τις «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» ανταλλαγές που θα μπορούσαν να καταλήξουν σε έναν αποκαλυπτικό πόλεμο χωρίς όρια. Όπως σημείωσε ο J. Michael Legge, πρώην συμμετέχων στην Ομάδα Πυρηνικού Σχεδιασμού (Nuclear Planning Group) του ΝΑΤΟ, σε μια μελέτη του 1983 για την [δεξαμενή σκέψης] RAND Corporation, η ομάδα δεν μπορούσε να καταλήξει σε συμφωνία για συγκεκριμένες επακόλουθες επιλογές, πέρα από μια αρχική συμβολική «βολή επίδειξης» για ψυχολογική επίδραση, από τον φόβο ότι η Μόσχα θα μπορούσε πάντα να κάνει το ίδιο ή να ανεβάσει την ένταση. Σήμερα, ελπίζεται ότι αυτό το παλιό δίλημμα θα αποτρέψει τη Μόσχα από το να εξαπολύσει εξαρχής το πυρηνικό τζίνι.

 

Αλλά οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής του ΝΑΤΟ δεν πρέπει να βασίζονται στην αυτοσυγκράτηση της Μόσχας. Για τον Πούτιν διακυβεύονται περισσότερα στον πόλεμο από όσα για τους οπλισμένους με πυρηνικά υποστηρικτές της Ουκρανίας [που βρίσκονται] εκτός της χώρας, και ο ίδιος θα μπορούσε να στοιχηματίσει ότι, στην ανάγκη, η Ουάσιγκτον θα ήταν λιγότερο πρόθυμη να παίξει ρωσική ρουλέτα από όσο θα είναι αυτός. Θα μπορούσε να παίξει τον τρελό, και να εφαρμόσει το πυρηνικό σοκ ως ένα αποδεκτό ρίσκο για τον τερματισμό του πολέμου με τους ρωσικούς όρους.

 

ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗΣ

 

Καθώς το ΝΑΤΟ αντιμετωπίζει την πιθανότητα να χρησιμοποιήσει η Ρωσία πυρηνικά όπλα, το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντήσει είναι εάν αυτό το ενδεχόμενο θα πρέπει να αποτελέσει μια πραγματική κόκκινη γραμμή για την Δύση. Με άλλα λόγια, μια ρωσική πυρηνική επίθεση θα πυροδοτούσε τη μετατόπιση του ΝΑΤΟ, από τον απλό εφοδιασμό της Ουκρανίας στην άμεση εμπλοκή του στην ίδια τη μάχη; Μια ρωσική λογική για την χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων θα ήταν τόσο για να τρομάξει το ΝΑΤΟ ώστε να απομακρυνθεί από το να διασχίσει ετούτη την γραμμή όσο και για να καταναγκάσει την Ουκρανία να παραδοθεί. Εάν λίγα ρωσικά πυρηνικά όπλα δεν προκαλέσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε άμεση μάχη, η Μόσχα θα έχει το πράσινο φως να χρησιμοποιήσει ακόμη περισσότερα τέτοια όπλα και να συντρίψει γρήγορα την Ουκρανία.

 

Εάν η πρόκληση που τώρα είναι μόνο υποθετική όντως φτάσει, η είσοδος σε έναν πυρηνικοποιημένο πόλεμο θα μπορούσε εύκολα να δώσει στους Αμερικανούς την εντύπωση ενός πειράματος που δεν θα θέλουν να εκτελέσουν. Για αυτόν τον λόγο, υπάρχει μια πολύ πραγματική πιθανότητα ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα καταλήξουν στην πιο αδύναμη επιλογή: να παραληρούν για την αδιανόητη βαρβαρότητα της ρωσικής δράσης και να εφαρμόσουν όποιες αχρησιμοποίητες οικονομικές κυρώσεις είναι ακόμη διαθέσιμες, αλλά να μην κάνουν τίποτα στρατιωτικά. Αυτό θα σηματοδοτούσε ότι η Μόσχα έχει πλήρη ελευθερία δράσης στρατιωτικά, συμπεριλαμβανομένης της περαιτέρω χρήσης πυρηνικών όπλων για την εξάλειψη της ουκρανικής άμυνας, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά την ρωσική νίκη. Εκ των προτέρων, όσο επαίσχυντη και αν ακούγεται στα γεράκια η υποταγή, αν έρθει όντως αυτή η ώρα, θα έχει έντονη απήχηση στους Αμερικανούς, διότι θα απέφευγε τον απόλυτο κίνδυνο της εθνικής αυτοκτονίας.

 

Αυτή η άμεση απήχηση πρέπει να εξισορροπηθεί από τους πιο μακροπρόθεσμους κινδύνους που θα αυξάνονταν ραγδαία από τον καθορισμό του ιστορικού προηγούμενου ότι η έναρξη μιας πυρηνικής επίθεσης αποδίδει καρπούς. Εάν η Δύση δεν πρόκειται να υποχωρήσει -ή, το πιο σημαντικό, εάν θέλει να αποτρέψει εξαρχής τον Πούτιν από τον πυρηνικό ελιγμό- οι κυβερνήσεις πρέπει να υποδείξουν όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστα ότι η ρωσική πυρηνική χρήση θα προκαλούσε το ΝΑΤΟ, δεν θα το εκφόβιζε.

 

Εάν το ΝΑΤΟ αποφασίσει ότι θα αντεπιτίθετο για λογαριασμό της Ουκρανίας, τότε θα προκύψουν περισσότερα ερωτήματα: εάν θα εκτοξεύσει επίσης πυρηνικά όπλα και, εάν ναι, πώς. Η πιο διαδεδομένη αντίληψη είναι μια πυρηνική αντεπίθεση τύπου «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» που θα καταστρέψει ρωσικούς στόχους, συγκρίσιμους με αυτούς που είχε χτυπήσει η αρχική ρωσική επίθεση. Αυτή είναι η επιλογή που προκύπτει διαισθητικά, αλλά δεν είναι ελκυστική διότι θα προκαλέσει ανταλλαγές σε αργή κίνηση, με τις οποίες καμία από τις δύο πλευρές δεν θα υποχωρήσει και τελικά αμφότερες θα καταλήξουν κατεστραμμένες.

 

Εναλλακτικά, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να απαντήσει με πυρηνικά χτυπήματα σε μεγαλύτερη κλίμακα από αυτά της ρωσικής πρώτης χρήσης, απειλώντας με δυσανάλογες απώλειες τη Μόσχα εάν αυτή επιχειρήσει περαιτέρω περιορισμένες πυρηνικές επιθέσεις. Υπάρχουν πολλά προβλήματα με αυτήν την πιο βαριά επιλογή. Πρώτον, εάν χρησιμοποιηθούν εναντίον των ρωσικών δυνάμεων [που βρίσκονται] εντός της Ουκρανίας, τα πυρηνικά όπλα των ΗΠΑ θα προκαλούσαν παράπλευρες βλάβες στους δικούς τους προστατευόμενους. Αυτό δεν είναι ένα νέο πρόβλημα. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι στρατηγιστές που επέκριναν την επιλογή του να βασίζεται κάποιος σε τακτικά πυρηνικά όπλα για την αντιμετώπιση των σοβιετικών δυνάμεων εισβολής σχολίαζαν: «Στη Γερμανία, οι πόλεις απέχουν μόνο δύο κιλοτόνους μεταξύ τους». Η χρήση, αντίθετα, πυρηνικών όπλων εναντίον στόχων εντός της Ρωσίας θα ενέτεινε τον κίνδυνο πυροδότησης ενός πολέμου χωρίς όρια.

 

Ένα δεύτερο πρόβλημα με τις «μπρος και πίσω» βολές τακτικών πυρηνικών είναι ότι η Ρωσία θα είχε το πλεονέκτημα διότι διαθέτει περισσότερα τακτικά πυρηνικά όπλα από όσα οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η ασυμμετρία θα απαιτούσε από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ να καταφύγουν συντομότερα στις αποκαλούμενες στρατηγικές δυνάμεις (διηπειρωτικούς πυραύλους ή βομβαρδιστικά) για να διατηρήσουν το πάνω χέρι. Αυτό, με την σειρά του, θα διακινδύνευε να εξαπολύσει την ολοκληρωτική αμοιβαία καταστροφή των πατρίδων των μεγάλων δυνάμεων. Έτσι, τόσο οι «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» όσο και οι δυσανάλογες επιλογές αντιποίνων ενέχουν τρομακτικά υψηλούς κινδύνους.

 

Μια λιγότερο επικίνδυνη επιλογή θα ήταν η απάντηση σε μια πυρηνική επίθεση με την έναρξη μιας αεροπορικής εκστρατείας μόνο με συμβατικό οπλισμό εναντίον ρωσικών στρατιωτικών στόχων, και με την κινητοποίηση χερσαίων δυνάμεων για δυνητική ανάπτυξη στη μάχη στην Ουκρανία. Αυτό θα συνδυαζόταν με δύο ισχυρές δημόσιες δηλώσεις. Πρώτον, για να απαλύνουν τις απόψεις ότι αυτή η επιλογή χαμηλού επιπέδου είναι αδύναμη, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής του ΝΑΤΟ θα τόνιζαν ότι η σύγχρονη τεχνολογία ακριβείας καθιστά τα τακτικά πυρηνικά όπλα περιττά για αποτελεσματικά πλήγματα στόχων που θεωρούνταν κάποτε ευάλωτοι μόνο σε τυφλά όπλα μαζικής καταστροφής. Αυτό θα περιέγραφε την καταφυγή της Ρωσίας σε πυρηνικά χτυπήματα ως περαιτέρω απόδειξη όχι μόνο της βαρβαρότητάς της, αλλά και της στρατιωτικής της οπισθοδρόμησης. Η απευθείας είσοδος στον πόλεμο σε συμβατικό επίπεδο δεν θα εξουδετέρωνε τον πανικό στη Δύση. Αλλά αυτό θα σήμαινε ότι η Ρωσία θα βρισκόταν αντιμέτωπη με την προοπτική μάχης εναντίον ενός ΝΑΤΟ που θα ήταν σημαντικά ανώτερο σε μη πυρηνικές δυνάμεις, θα υποστηριζόταν από πυρηνική ικανότητα για αντίποινα, και θα ήταν λιγότερο πιθανό να δείξει αυτοσυγκράτηση εάν η Ρωσία έστρεφε τα πυρηνικά της χτυπήματα εναντίον των [δυνάμεων] των ΗΠΑ αντί των δυνάμεων της Ουκρανίας . Το δεύτερο σημαντικό μήνυμα που πρέπει να τονιστεί θα ήταν ότι οποιαδήποτε επακόλουθη ρωσική πυρηνική χρήση θα πυροδοτούσε αμερικανικά πυρηνικά αντίποινα.

 

Αυτή η συμβατική επιλογή είναι κάθε άλλο παρά ελκυστική. Ο άμεσος πόλεμος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων που ξεκινά σε οποιοδήποτε επίπεδο κινδυνεύει να κλιμακωθεί σε μαζική καταστροφή. Μια τέτοια στρατηγική θα φαινόταν πιο αδύναμη από τα αντίποινα με το ίδιο νόμισμα, και θα επιδείνωνε την απόγνωση των Ρώσων για την ήττα αντί να την ανακουφίσει, αφήνοντας έτσι το αρχικό τους κίνητρο για κλιμάκωση αμετακίνητο, μαζί με την πιθανότητα να πεισμώσουν και να χρησιμοποιήσουν ακόμη περισσότερα πυρηνικά όπλα. Αυτό θα καθιστούσε επιτακτικό τον συνδυασμό της στρατιωτικής απάντησης του ΝΑΤΟ με μια προσφορά όρων διευθέτησης που θα περιλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερες επιφανειακές παραχωρήσεις, ώστε να δοθεί στην Ρωσία κάποιο πρόσχημα έντιμης ειρήνης. Η κύρια αρετή της συμβατικής επιλογής είναι απλώς ότι δεν θα ήταν τόσο επικίνδυνη όσο οι ασθενέστερες επιλογές της απραξίας ή οι ισχυρότερες πυρηνικές επιλογές.

 

ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ

 

Σε περίπτωση ρωσικής πυρηνικής πυροδότησης, το ΝΑΤΟ θα έχει δύο αντικρουόμενους στόχους. Από τη μία πλευρά, η συμμαχία θα θελήσει να ακυρώσει κάθε στρατηγικό όφελος που θα μπορούσε να κερδίσει η Μόσχα από την πυροδότηση· από την άλλη, θα θελήσει να αποφύγει την περαιτέρω κλιμάκωση. Αυτό το δίλημμα υπογραμμίζει την προφανή επιτακτική ανάγκη να μεγιστοποιηθούν τα αντικίνητρα της Μόσχας για ένα πυρηνικό χτύπημα ευθύς εξ’ αρχής.

 

Για τον σκοπό αυτό, το ΝΑΤΟ δεν θα πρέπει να θέτει μόνο αξιόπιστες απειλές αντιποίνων, αλλά και να καλλιεργήσει υποστήριξη από τρίτα μέρη που ο Πούτιν θέλει να εμποδίσει να ενταχθούν στην Δυτική αντίθεση. Μέχρι στιγμής, η Μόσχα έχει στηριχθεί από την άρνηση της Κίνας, της Ινδίας και άλλων χωρών να συμμετάσχουν πλήρως στην εκστρατεία των οικονομικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν από την Δύση. Αυτοί οι αναποφάσιστοι, ωστόσο, έχουν ένα διακύβευμα στην διατήρηση του πυρηνικού ταμπού. Ίσως πεισθούν να δηλώσουν ότι η συνεχιζόμενη οικονομική συνεργασία τους με την Ρωσία θα εξαρτηθεί από την αποχή της από την χρήση πυρηνικών όπλων. Ως μια δήλωση για ένα ακόμη υποθετικό ενδεχόμενο, οι ουδέτερες χώρες θα μπορούσαν να την θεωρήσουν ως μια χειρονομία χαμηλού κόστους, έναν τρόπο να σταματήσουν τις επικρίσεις της Δύσης, αντιμετωπίζοντας μια κατάσταση που δεν αναμένουν να προκύψει.

 

Η Ουάσιγκτον θα διατηρεί πάντα αρκετά ασαφείς τις δεδηλωμένες απειλές και την στρατηγική ώστε να παράσχει ευελιξία και διόδους διαφυγής. Ωστόσο, κάθε περαιτέρω πυρηνικός λεονταρισμός του Πούτιν θα πρέπει να προκαλεί απλές αλλά δυναμικές υπενθυμίσεις από την Ουάσιγκτον για όσα γνωρίζει ο Πούτιν αλλά σε διαφορετική περίπτωση ίσως πείσει τον εαυτό του ότι η Δύση έχει ξεχάσει: ότι η Ρωσία είναι απολύτως ευάλωτη στα πυρηνικά αντίποινα, και ότι, όπως έχουν επαναλάβει γενιές στοχαστών και επαγγελματιών από αμφότερες τις πλευρές, ένας πυρηνικός πόλεμος δεν έχει νικητή.

 

Ο RICHARD K. BETTS είναι καθηγητής στην έδρα μελετών πολέμου και ειρήνης «Leo A. Shifrin» στο Columbia University και επίκουρος ανώτερος συνεργάτης στο Council on Foreign Relations.

 

Foreign Affairs

 

https://www.foreignaffairs.gr/articles/73741/richard-k-betts/analogizomenoi-to-adianoito-stin-oykrania?page=show

 

https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2022-07-04/thinking-about-unthinkable-u

 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2022 Greek Finance Forum