Ένα
πλεονέκτημα που ήδη
προσφέρεται είναι τα
μεγαλύτερα αλιεύματα.
Ορισμένα είδη, όπως το
καβούρι και ο βασιλικός
σολομός της Αλάσκας,
δυσκολεύονται σε
θερμότερα, κάπως όξινα
νερά. Παράλληλα, μια
διεθνής συμφωνία έχει
περιορίσει την αλιεία
στην ανοικτή θάλασσα.
Αυτός ο περιορισμός
βέβαια εξισορροπείται
και με το παραπάνω από
το γεγονός ότι είδη από
νότια και εύκρατα ύδατα,
συμπεριλαμβανομένου του
γάδου του Ατλαντικού,
μετακινούνται σε
περιοχές όπως οι
θάλασσες Μπάρεντς και
Μπέρινγκ. Τα πλούσια σε
θρεπτικά συστατικά νερά
θα μπορούσαν επίσης να
βοηθήσουν τους
πληθυσμούς να
αναπτυχθούν ταχύτερα,
ενώ η υποχώρηση των
πάγων ανοίγει νέα πεδία
και επεκτείνει τις
αλιευτικές περιόδους. Το
σκουμπρί έφτασε στα
ανοικτά της Γροιλανδίας
μόλις το 2011. Μέχρι το
2014 το λιπαρό αυτό ψάρι
αντιπροσώπευε το 23% των
συνολικών εσόδων από τις
εξαγωγές του νησιού.
Βέβαια,
αυτά τα οφέλη μπορεί να
ωχριούν μπροστά σε
εκείνα που προσφέρουν οι
νέες ναυτιλιακές
διαδρομές. Για να
αντιληφθείτε πώς η
κλιματική αλλαγή μπορεί
να τις μεταμορφώσει,
δείτε τον παρακάτω
χάρτη. Το λιώσιμο των
πάγων θα μπορούσε να
ανοίξει τρεις διαδρομές.
Η πρώτη, γνωστή ως
Βόρειος Θαλάσσιος Δρόμος
(NSR), αγκαλιάζει τις
ρωσικές ακτές για να
συνδέσει τη Θάλασσα
Μπάρεντς με τον
Βερίγγειο Πορθμό. Η
δεύτερη, το Βορειοδυτικό
Πέρασμα (NWP),
εκτείνεται κατά μήκος
της αρκτικής ακτογραμμής
της Βόρειας Αμερικής,
από τη Θάλασσα Μποφόρ
έως τον Κόλπο Μπάφιν.
Τελευταία έρχεται η
Διαπολική Θαλάσσια
Διαδρομή (Transpolar Sea
Route – TSR), η οποία
διέρχεται πάνω από τον
Βόρειο Πόλο.
Και οι
τρεις αυτές διαδρομές
μπορούν να συντομεύσουν
τα ταξίδια μεταξύ Ασίας,
Βόρειας Αμερικής και
Ευρώπης, που
αντιπροσωπεύουν το
μεγαλύτερο μέρος της
ναυτιλίας,
εξοικονομώντας καύσιμα
και μισθούς. Θα
μπορούσαν επίσης να
βοηθήσουν τα πλοία να
παρακάμψουν σημεία
ασφυξίας, όπως οι
διώρυγες του Παναμά και
του Σουέζ, οι οποίες
είναι πολυσύχναστες,
χρεώνουν τέλη και, στην
περίπτωση του Σουέζ,
συνδέονται με επικίνδυνα
ύδατα.
Το πότε
ακριβώς θα εκπληρωθούν
αυτές οι υποσχέσεις
εξαρτάται από τη
διαδρομή. Το
Βορειοδυτικό Πέρασμα, το
οποίο διέρχεται από το
Αρκτικό Αρχιπέλαγος του
Καναδά, αποτελείται από
στενά, ελικοειδή
κανάλια. Λιώνει πιο αργά
απ’ ό,τι ο Βόρειος
Θαλάσσιος Δρόμος. Αν και
εκτείνεται σε μήκος
1.500 χιλιομέτρων,
διαθέτει μόνο ένα λιμάνι
βαθέων υδάτων και
στερείται εγκαταστάσεων
έκτακτης ανάγκης. Ο
Καναδάς ισχυρίζεται ότι
το Βορειοδυτικό Πέρασμα
βρίσκεται στα ύδατά του
-η Αμερική και η Ευρώπη
το θεωρούν διεθνές
στενό. Η διαδρομή είναι
επίσης ρηχή,
περιορίζοντας το μέγεθος
των πλοίων.
Η
Διαπολική Θαλάσσια
Διαδρομή αποφεύγει πολλά
από αυτά τα προβλήματα.
Διασχίζει τον Κεντρικό
Αρκτικό Ωκεανό, ο οποίος
είναι πολύ βαθύτερος.
Αποφεύγει τα χωρικά
ύδατα και τις εν δυνάμει
πολιτικές συγκρούσεις,
ενώ παρέχει τη
συντομότερη διαδρομή από
τον Βόρειο Ατλαντικό
στον Ειρηνικό. Οι
υποστηρικτές της
προβλέπουν χιλιάδες
πλοία ετησίως να
πηγαινοέρχονται μεταξύ
της Βόρειας Αμερικής και
της Ασίας, σταματώντας
καθ’ οδόν στο Ολλανδικό
Λιμάνι της Αλάσκας.
Όμως, ακόμα και όταν
φύγουν οι πάγοι, η
διαδρομή θα είναι γεμάτη
παγόβουνα, καθιστώντας
την πλεύσιμη μόνο με
παγοθραυστικά. Το όραμα
των χιλιάδων πλοίων ίσως
χρειαστεί να περιμένει
μέχρι το 2050 περίπου.
Κάτω από
αυτές τις συνθήκες ο
Βόρειος Θαλάσσιος Δρόμος
γίνεται η πιο ελπιδοφόρα
διαθέσιμη επιλογή. Η
διαδρομή είναι ανοιχτή
για τα πλοία που
αντέχουν στους πάγους το
καλοκαίρι σχεδόν κάθε
χρόνο από το 2005.
Τμήματα είναι πλωτά όλο
το χρόνο, αν και με τη
βοήθεια συνοδείας
παγοθραυστικών, η οποία
είναι δαπανηρή. Η
κυκλοφορία ωστόσο
αυξάνεται: πέρυσι
διέπλευσαν τον Βόρειο
Θαλάσσιο Δρόμο 92 πλοία,
ένας αριθμός-ρεκόρ αν
τον συγκρίνουμε με τα
μόλις 19 το 2016. Καθώς
οι πάγοι συνεχίζουν να
λιώνουν, ο Βόρειος
Θαλάσσιος Δρόμος θα
μπορούσε να προσελκύσει
δύο τύπους ταξιδιών. Ο
ένας αφορά την κίνηση
που επικεντρώνεται στη
μεταφορά πόρων από τον
μακρινό βορρά της
Ρωσίας. Η χώρα έχει από
καιρό ως στόχο να
εξασφαλίσει εξαγωγές
ενέργειας όλο τον χρόνο,
στέλνοντας υγροποιημένο
φυσικό αέριο στην Ευρώπη
τον χειμώνα (για
θέρμανση) και στην Ασία
το καλοκαίρι (για ψύξη).
Αν και αυτό το μεγάλο
όραμα υποχώρησε μετά την
εισβολή του Vladimir
Putin στην Ουκρανία,
όταν η Ευρώπη διέκοψε
ορισμένους δεσμούς με τη
γείτονά της, ο Βόρειος
Θαλάσσιος Δρόμος θα
μπορούσε ακόμη να
βοηθήσει τη Ρωσία να
μεταφέρει άνθρακα,
φυσικό αέριο και μέταλλα
στην Κίνα και την Ινδία.
Η
διαδρομή μπορεί επίσης
να προσελκύσει μέρος της
κίνησης που συνδέει την
Ασία με την Ευρώπη.
Είναι απίθανο να
χρησιμοποιηθεί πολύ για
τα πλοία μεταφοράς
εμπορευματοκιβωτίων, τα
οποία τείνουν να
μετακινούνται κατά μήκος
των κόμβων στον Κόλπο ή
τη Νοτιοανατολική Ασία,
παρά να διανύουν
ολόκληρη τη διαδρομή
μεταξύ Ευρώπης και
Ασίας, λέει ο Rasmus
Bertelsen του Αρκτικού
Πανεπιστημίου UiT της
Νορβηγίας. Οι
φουρτουνιασμένες
θάλασσες του βορρά
κινδυνεύουν επίσης να
ανατρέψουν την
εφοδιαστική
«just-in-time» του
σύγχρονου εμπορίου
αγαθών. Ωστόσο, θα
μπορούσε να μειώσει την
απόσταση μεταξύ του
Ρότερνταμ και της
Σαγκάης κατά 5.000
χιλιόμετρα ή 25%, και
κατ’ επέκταση το ταξίδι
από 30 σε 14 ημέρες.
Κατά συνέπεια, σύμφωνα
με τον Eddy Bekkers, που
τώρα εργάζεται στον
Παγκόσμιο Οργανισμό
Εμπορίου, και τους
συναδέλφους του, παρά τα
ελαττώματα της, η
διαδρομή θα μπορούσε να
ενισχύσει το συνολικό
εμπόριο μεταξύ Ασίας και
ΕΕ κατά 6%.
Το
τελευταίο τρόπαιο της
Αρκτικής αφορά τα
εμπορεύματα, δηλαδή τους
υδρογονάνθρακες. Η
περιοχή θεωρείται ότι
διαθέτει το 13% του
ανεξερεύνητου πετρελαίου
στον κόσμο και το 30%
του ανεκμετάλλευτου
φυσικού αερίου. Ωστόσο,
τα κοιτάσματά της είναι
από τα πιο δαπανηρά για
εκμετάλλευση -καθόλου
ιδανικό όταν η ζήτηση
για πετρέλαιο είναι
υποτονική και μια
πληθώρα φυσικού αερίου,
που παράγεται φθηνότερα
στην Αμερική και το
Κατάρ, βρίσκεται καθ’
οδόν.
Η κύρια
ελπίδα σχετίζεται κυρίως
με τα «πράσινα» ορυκτά
της Αρκτικής, τα οποία η
υπερθέρμανση του πλανήτη
καθιστά πιο προσιτά. Σε
αυτά περιλαμβάνονται το
κοβάλτιο, ο γραφίτης, το
λίθιο και το νικέλιο,
σημαντικά συστατικά στις
μπαταρίες των ηλεκτρικών
αυτοκινήτων, ο
ψευδάργυρος, που
χρησιμοποιείται στους
ηλιακούς συλλέκτες και
τις ανεμογεννήτριες, ο
χαλκός, που απαιτείται
για κάθε είδους
ηλεκτρικά πράγματα, και
οι σπάνιες γαίες, που
είναι ζωτικής σημασίας
για πολλούς τύπους
πράσινου και
στρατιωτικού εξοπλισμού.
Τα εξειδικευμένα
μέταλλα, όπως το
τιτάνιο, το βολφράμιο
και το βανάδιο, που
χρησιμοποιούνται για την
κατασκευή
«υπερκραμάτων», είναι
επίσης πολύτιμα. Η
Γροιλανδία φαίνεται
ιδιαίτερα προικισμένη
από αυτήν την άποψη. Το
νησί διαθέτει αποθέματα
43 από τα 50 ορυκτά που
θεωρούνται «κρίσιμα» από
την αμερικανική
κυβέρνηση. Οι γνωστές
σπάνιες γαίες της
ανέρχονται σε 42 εκατ.
τόνους, περίπου 120
φορές περισσότερες απ’
ό,τι θα εξορύξει ο
κόσμος το 2023.
Ο Per
Kalvig, ο οποίος
συνέγραψε μια γεωλογική
έρευνα για τη
Γροιλανδία, σημειώνει
ότι τα περισσότερα από
τα ορυκτά της Αρκτικής
δεν έχουν χαρτογραφηθεί
λεπτομερώς. Ως εκ
τούτου, οποιαδήποτε
εκμετάλλευση μπορεί να
χρειαστεί τουλάχιστον
μια δεκαετία. Ωστόσο, ο
Διεθνής Οργανισμός
Ενέργειας εκτιμά ότι, αν
οι χώρες τηρήσουν τις
υπάρχουσες δεσμεύσεις
για το κλίμα, μέχρι το
2040, η παγκόσμια αγορά
τέτοιων ορυκτών θα
διπλασιαστεί σε αξία. Οι
δυτικές χώρες είναι
επίσης πρόθυμες να
ανακαλύψουν νέες πηγές,
ώστε να παρακάμψουν την
Κίνα, η οποία κυριαρχεί
στην προσφορά.
Οι
εταιρείες που
χρησιμοποιούν Τεχνητή
Νοημοσύνη για να
κοσκινίζουν ιστορικά και
επιστημονικά δεδομένα
προκειμένου να
εντοπίζουν κοιτάσματα θα
μπορούσαν να επιταχύνουν
την πρόοδο. Γεωτρύπανα
που μπορούν να αντέξουν
στον πάγο, αυτόνομα
οχήματα εξόρυξης, μη
επανδρωμένα αεροσκάφη
ανύψωσης βαρέων οχημάτων
και άλλες τεχνολογίες
αναπτύσσονται για να
αντέξουν στην Αρκτική.
Οι μεταλλωρύχοι πρέπει
να μάθουν πώς να εξάγουν
και να επεξεργάζονται
μέταλλα που συχνά
βρίσκονται σε χαμηλές
συγκεντρώσεις ή μαζί με
άλλα. Επτά από τα οκτώ
έθνη της Αρκτικής είναι
μέλη του ΝΑΤΟ. Εάν τα
ίδια ή οι εταίροι τους
αποφασίσουν να
περιορίσουν τη συμμετοχή
της σε μελλοντικά έργα,
μπορεί να χρειαστεί να
ανακαλύψουν εκ νέου τις
τεχνικές της Κίνας.
Για να
κινηθούν τα πράγματα,
τρεις κατηγορίες
εμπλεκομένων πρέπει να
πειστούν: οι επενδυτές,
οι εθνικές κυβερνήσεις
και οι ντόπιοι. Η Lumina
Sustainable Materials,
το μοναδικό ορυχείο της
Γροιλανδίας, προσφέρει
μια προεπισκόπηση των
προκλήσεων. Ιδρύθηκε το
2013 και έλαβε για πρώτη
φορά άδεια για την
παραγωγή μιας
εκλεπτυσμένης μορφής
ανορθοσίτη, ενός
ανοιχτόχρωμου πετρώματος
που χρησιμοποιείται στα
υαλονήματα και τα
χρώματα. Ωστόσο, το
ευαίσθητο υλικό ήταν
πολύ δύσκολο να
μεταφερθεί. Μέχρι το
2020 το ορυχείο είχε
εξάγει ελάχιστα
προϊόντα. Χρειάστηκε ένα
νέο λιμάνι βαθέων υδάτων
και συνεχείς πιέσεις από
τη νέα διοίκηση της
εταιρείας -όχι πλέον στο
Βανκούβερ, αλλά στη
Γροιλανδία- για να
επιτραπεί στη Lumina να
εξάγει το πέτρωμα σε πιο
χονδροειδή μορφή. Το
2025 η παραγωγή
πρόκειται να αυξηθεί σε
210.000 τόνους, από
35.000 το 2019, οι
οποίοι θα μεταφερθούν
όλοι στο εξωτερικό. Το
ορυχείο βρίσκεται πάνω
σε ένα κοίτασμα περίπου
4 δισ. τόνων.

Στην
πρόσφατη ιστορία, η
γοητεία της Αρκτικής
βασιζόταν στο γεγονός
ότι ήταν ένα μέρος στο
οποίο μπορούσαν να
τοποθετηθούν φρουρές,
κατασκοπευτικές συσκευές
και πυρηνικά όπλα. Πολλά
μπορούν να εμποδίσουν τη
μετατροπή της σε ένα
σύγχρονο Ελ Ντοράντο. Η
συγκέντρωση κονδυλίων,
τεχνολογίας και καλής
θέλησης που απαιτούνται
για να πυροδοτηθεί η
έκρηξη εκμετάλλευσης θα
απαιτήσει περισσότερο
χρόνο και προσπάθεια από
το να περιμένουμε απλώς
να φύγουν οι πάγοι. Ο
ανταγωνισμός χωρίς
συνεργασία κινδυνεύει να
καθυστερήσει την πρόοδο.
Ωστόσο, το τρόπαιο είναι
τέτοιο που, κατά τις
επόμενες δεκαετίες, η
Αρκτική θα γίνει σίγουρα
ένας οικονομικός, αλλά
και γεωπολιτικός τόπος.
Πηγή:
The Economist
|