Και όπως
σημειώνει ρεπορτάζ της
Καθημερινής, αυτό
συμβαίνει διότι –με βάση
τα επίσημα στοιχεία– το
60% των Ι.Χ. σε
κυκλοφορία έχει
ταξινομηθεί στην Αθήνα
και στους γύρω δήμους.
Συνέπειες του
«υδροκεφαλισμού» της
οικονομικής
δραστηριότητας της
Ελλάδας, δηλαδή της
υπερσυγκέντρωσης «εντός
των τειχών» της Αττικής.
Αυτό δεν είναι
καινούργιο, καθώς
αποτελούσε και αποτελεί
διαρκές πρόβλημα για τη
χώρα. Το ανησυχητικό
είναι όμως ότι η
προσπάθεια ανάκαμψης της
οικονομίας μετά την
πολυετή ύφεση στηρίζεται
ολοένα και περισσότερο
στο «κέντρο» και ολοένα
και λιγότερο στην
«περιφέρεια». Τα
στοιχεία δείχνουν
αυξημένο βαθμό
συγκέντρωσης και του
διαθέσιμου εισοδήματος
και της καταναλωτικής
δαπάνης στην Αττική, ενώ
στις «καλές δουλειές»
(διευθυντικές θέσεις
κ.λπ.) το μερίδιο της
πρωτεύουσας μπορεί να
φτάνει πλέον ακόμη και
στο 70%.
Η
συζήτηση για την ανάγκη
κατάρτισης περιφερειακών
αναπτυξιακών
προγραμμάτων με τελικό
στόχο την αποκέντρωση,
τη συγκράτηση ή ακόμη
και τη μεταφορά
πληθυσμού εκτός Αττικής
έχει ήδη ανοίξει και σε
κυβερνητικό επίπεδο,
όμως η ταχύτητα
επιδείνωσης βασικών
οικονομικών δεικτών
δείχνει την αναγκαιότητα
άμεσης λήψης αποφάσεων.
Ο βαθμός πίεσης γίνεται
μάλιστα ακόμη
μεγαλύτερος αν
αναλογιστεί κανείς ότι
αυτές οι πολιτικές
χρειάζονται χρόνια για
να αποδώσουν. Πώς
αποτυπώνεται το
πρόβλημα;
1. Το
βασικότερο στοιχείο του
κόστους διαβίωσης μιας
οικογένειας είναι το
στεγαστικό. Και σε αυτό,
η αύξηση στην Αττική
είναι πολύ μεγαλύτερη
από ό,τι στην υπόλοιπη
Ελλάδα. Αρκεί η
καταγραφή του δείκτη
τιμών ακινήτων της
Τράπεζας της Ελλάδος.
Σήμερα, ο δείκτης για
την Αττική διαμορφώνεται
στις 106,7 μονάδες
(στοιχεία γ΄ τριμήνου
2024), που σημαίνει ότι
οι τιμές πώλησης των
ακινήτων είναι κατά 6,7%
υψηλότερες σε σχέση με
τις αντίστοιχες του
2007, όταν καταγραφόταν
το προηγούμενο ιστορικό
υψηλό στη χώρα. Ο
αντίστοιχος δείκτης για
τις υπόλοιπες μεγάλες
πόλεις της χώρας είναι
στις 93,2 μονάδες, που
σημαίνει ότι η ψαλίδα
ξεπερνάει τις 13
ποσοστιαίες μονάδες. Ή,
πιο απλά, οι τιμές των
ακινήτων στην Αττική
«έτρεξαν» πολύ ταχύτερα
συγκριτικά με τις
υπόλοιπες περιοχές της
χώρας. Αντίστοιχη η
εικόνα και στα ενοίκια,
καθώς αυτά ακολουθούν
τις τιμές πώλησης των
ακινήτων.
2. Μια
πιθανή λύση για την
αντιμετώπιση του
στεγαστικού μπορεί να
είναι η αξιοποίηση των
κενών ακινήτων, για τα
οποία μάλιστα ήδη
ενεργοποιούνται το 2025
μια σειρά από πολιτικές.
Και πάλι όμως, η Αττική
εντοπίζεται να έχει
αναλογικά μικρό αριθμό
τέτοιων ακινήτων. Από το
σύνολο των δηλωμένων ως
κενών κατοικιών στις
στατιστικές της ΕΛΣΤΑΤ
(ανέρχονται σε περίπου
2,277 εκατ., αλλά σε
αυτόν τον αριθμό
συμπεριλαμβάνονται και
τα εξοχικά και οι
δευτερεύουσες
κατοικίες), μόνο το 23%
ανήκει στην Αττική. Αν
απομονωθούν οι κενές
κατοικίες που είναι
διαθέσιμες για μίσθωση ή
πώληση, τότε στο
λεκανοπέδιο εντοπίζεται
ένας μικρός αριθμός της
τάξεως των 152.000, ο
οποίος είναι πολύ μικρός
για να καλύψει την
αυξημένη ζήτηση.
3. Για
το 2024, η Ελληνική
Στατιστική Αρχή θα
ανακοινώσει νέο ιστορικό
ρεκόρ όσον αφορά τον
αριθμό των επιβατικών
αυτοκινήτων ιδιωτικής
χρήσης σε κυκλοφορία,
καθώς αυτός θα
προσεγγίσει τα έξι
εκατομμύρια. Το 2023
έκλεισε με 5,844 εκατ.
Ι.Χ. –αριθμός υψηλότερος
από κάθε άλλη χρονιά–
και από αυτά τα 3,479
εκατ. (δηλαδή το 60% του
συνόλου) ανήκουν σε
κατοίκους της Αττικής.
Μπορεί λοιπόν στο άλλοτε
κλεινόν άστυ να ζει το
40% του πληθυσμού της
χώρας, όμως εδώ
κυκλοφορεί το 60% των
οχημάτων, με ό,τι αυτό
συνεπάγεται για τις
συνθήκες διαβίωσης.
Η
κατάσταση δείχνει να
επιδεινώνεται αντί να
βελτιώνεται. Στην Αττική
κατανέμεται σταθερά τα
τελευταία χρόνια περίπου
το 38%-39% του συνολικού
αριθμού των
απασχολουμένων.
Παράγεται πάνω από το
40% του διαθέσιμου
εισοδήματος (με το
ποσοστό να αυξάνεται τα
τελευταία χρόνια), ενώ η
συνολική καταναλωτική
δαπάνη που
πραγματοποιείται εντός
των ορίων του νομού έχει
φτάσει πλέον πάνω από το
49%, όταν πριν από την
οικονομική κρίση (π.χ.
το 2008 και το 2009)
ήταν στο 42%. Στην
Αττική απασχολείται το
69% των διοικητικών και
εμπορικών διευθυντών της
χώρας, το 70% των
σχεδιαστών και αναλυτών
λογισμικού, το 71% των
διευθυντών πωλήσεων, το
54% των υπαλλήλων
γραφείου και το 47% των
επαγγελματιών. Μικρά
ποσοστά απασχόλησης έχει
η Αττική μόνο στους
ανειδίκευτους εργάτες
(33% του συνόλου της
χώρας) και στους
απασχολουμένους στον
πρωτογενή τομέα, όπου το
ποσοστό πέφτει και κάτω
από το 5%.
Πηγή:
Money Review
|