Πάνω από
έναν αιώνα αργότερα, ο
κ.
Trump
ελπίζει να
χρησιμοποιήσει το ίδιο
κόλπο. Στα εκτελεστικά
διατάγματά του την πρώτη
ημέρα δεν θέσπισε νέους
δασμούς, αλλά εστίασε
στα βουνά, την έκτακτη
ανάγκη στα σύνορα, τις
γεωτρήσεις για πετρέλαιο
και τη διακοπή των
προγραμμάτων
DEI.
Ωστόσο, ο πρόεδρος βρήκε
τον χρόνο να απειλήσει
την Κίνα με δασμούς 10%,
αλλά και τον Καναδά και
το Μεξικό με δασμούς
25%, που θα εισαχθούν
ήδη από την 1η
Φεβρουαρίου. Επίσης,
έφερε στο προσκήνιο έναν
«παγκόσμιο
συμπληρωματικό δασμό», ο
οποίος θα ισχύει για
κάθε αγαθό που εισάγεται
από το εξωτερικό,
ανεξάρτητα από τη χώρα
προέλευσής του.
Οι
υψηλότεροι δασμοί, λένε
ο κ.
Trump
και οι υποστηρικτές του,
θα δώσουν ώθηση στην
αμερικανική παραγωγή και
θα χρηματοδοτήσουν
φοροαπαλλαγές με μικρό
κόστος για τον πολίτη,
αφού οι ξένοι θα
πληρώνουν τον
λογαριασμό. Αυτά τα
επιχειρήματα είναι
αδύναμα, όπως και στην
εποχή του
McKinley.
Κατ’ αρχάς, οι
επιχειρήσεις συνήθως
μετακυλίουν τους
δασμούς, αυξάνοντας τις
τιμές. Το 2018-19, κατά
τη διάρκεια της
τελευταίας επίθεσης του
κ.
Trump
στην κινεζική
μεταποίηση, οι τιμές των
επηρεαζόμενων ειδών
αυξήθηκαν περίπου ένα
προς ένα με τους
υψηλότερους δασμούς.
Οι πιο
στοχαστικοί σύμβουλοι
του κ.
Trump,
όπως ο
Scott
Bessent,
υποψήφιος υπουργός
Οικονομικών, και ο
Stephen
Miran,
υποψήφιος πρόεδρος του
Συμβουλίου Οικονομικών
Συμβούλων, αποδέχονται
αυτήν τη δυναμική,
τονίζουν όμως ότι οι
δασμοί ενισχύουν το
δολάριο, ωθώντας τους
Αμερικανούς να αγοράζουν
λιγότερα από το
εξωτερικό. Με αυτόν τον
τρόπο η αγοραστική τους
δύναμη αυξάνεται και
κατ’ επέκταση
εξουδετερώνονται οι
υψηλότερες τιμές. Οι
συναλλαγματικές
ισοτιμίες εξαρτώνται από
πολύ περισσότερα από το
εμπόριο αγαθών, οπότε η
επίδραση των δασμών κατά
την πρώτη θητεία του κ.
Trump
ήταν μικρή. Σύμφωνα με
τους
Olivier
Jeanne
και
Jeongwon
Son
του Πανεπιστημίου
Johns
Hopkins,
το 2018-19, για
παράδειγμα, εξηγούν το
πολύ το ένα πέμπτο της
κίνησης του δολαρίου
κατά την περίοδο αυτήν.
Μεγαλύτεροι δασμοί θα
είχαν μεγαλύτερα
αποτελέσματα.
Ωστόσο,
ακόμα και αν το δολάριο
αυξηθεί, η πίεση απλώς
μεταφέρεται στους
εξαγωγείς, των οποίων τα
προϊόντα γίνονται
ακριβότερα για τους
διεθνείς αγοραστές (γι’
αυτό και ο κ.
Trump
συνήθως ευνοεί ένα
ασθενέστερο δολάριο).
Από την πλευρά του, ο κ.
Miran
υποστήριξε σε πρόσφατο
άρθρο του ότι η
δημοτικότητα του
δολαρίου επιβάλλει
«εξωτερικές επιδράσεις»
στην αμερικανική
οικονομία, καθώς η
ζήτηση για περιουσιακά
στοιχεία τραβάει το
δολάριο πάνω από την
εύλογη αξία του,
δυσχεραίνοντας τους
εξαγωγείς στη
διαδικασία. Αυτή η
θεωρία είναι
αμφισβητήσιμη. Τα μεγάλα
ελλείμματα των πρόσφατων
κυβερνήσεων δεν θα
μπορούσαν να
χρηματοδοτηθούν τόσο
φτηνά χωρίς την πληθώρα
των ξένων που αγόραζαν
κρατικά ομόλογα.
Επιπλέον, αν ο κ.
Miran
ακολουθήσει αυτήν την
τακτική, οποιαδήποτε
ώθηση στο δολάριο από
τους δασμούς θα ήταν
βραχύβια: μια υποτίμηση
του δολαρίου θα άφηνε
και πάλι τα νοικοκυριά
αντιμέτωπα με υψηλότερες
τιμές.
Οι
υποστηρικτές της αύξησης
των δασμών υποβαθμίζουν
παράλληλα τις
πιθανότητες ότι άλλες
χώρες θα ανταποκριθούν
με τον ίδιο τρόπο, και η
υπομονή, ακόμα και
μεταξύ των συμμάχων,
έχει ήδη εξαντληθεί. «Ο
ένας δασμός θα ακολουθεί
τον άλλον»,
προειδοποίησε τον
Νοέμβριο η
Claudia
Sheinbaum,
πρόεδρος του Μεξικού. Ο
Justin
Trudeau,
πρωθυπουργός του Καναδά,
έχει υποσχεθεί
«δυναμικά, γρήγορα»
αντίποινα. Τέτοιες
κινήσεις θα τραβούσαν το
δολάριο προς αντίθετες
κατευθύνσεις: Η
αμερικανική ζήτηση για
εισαγωγές από το
εξωτερικό θα μειωνόταν,
αλλά το ίδιο θα
συνέβαινε και με την
ξένη ζήτηση για
αμερικανικές εξαγωγές.
Με άλλα λόγια, τα
αμερικανικά νοικοκυριά
θα έμεναν απροστάτευτα
απέναντι στους δασμούς.
Έτσι, οι
δασμοί αυξάνουν τις
τιμές. Αυτό σημαίνει ότι
προκαλούν οδυνηρό
πληθωρισμό; Όχι
απαραίτητα. Μια εφάπαξ
αύξηση των τιμών μπορεί
να δημιουργήσει μόνο
βραχυπρόθεσμη αύξηση του
πληθωρισμού, όχι διαρκή.
Οι δασμοί μειώνουν τη
συνολική αγοραστική
δύναμη των καταναλωτών,
ενώ η μείωση της
κατανάλωσης των
προϊόντων που παράγονται
στο εσωτερικό
δημιουργεί, με την
πάροδο του χρόνου,
αντισταθμιστικό
αποπληθωρισμό. Ωστόσο,
υπάρχει τουλάχιστον ο
κίνδυνος ένα εφάπαξ σοκ
να πυροδοτήσει ένα
ανοδικό σπιράλ τιμών και
μισθών. Έπειτα από
αρκετά χρόνια υψηλού
πληθωρισμού, ο κίνδυνος
αυτός είναι τώρα πιο
έντονος.
Ακόμα
χειρότερα, οι δασμοί
συμπιέζουν την
οικονομική ανάπτυξη,
δημιουργώντας «απώλεια
της κοινωνικής
οικονομικής ευημερίας»,
καθώς η ζήτηση στρέφεται
προς τις εγχώριες
εταιρείες, ακόμα και αν
αυτές είναι λιγότερο
αποτελεσματικές. Κατά
συνέπεια, σπαταλούνται
πόροι για παραγωγή που
είναι ακριβότερη απ’
ό,τι σε κάθε άλλη
περίπτωση. Το αποτέλεσμα
είναι μια τεράστια
οικονομική στρέβλωση και
χαμηλότερα εισοδήματα σε
ολόκληρη την οικονομία.
Το
αποτέλεσμα αυτό
επιδεινώνεται από το
γεγονός ότι οι δασμοί
ωθούν τις επιχειρήσεις
να καινοτομούν λιγότερο
και να παρεκτρέπονται
περισσότερο.
Προστατευμένες από τους
καλύτερα διοικούμενους
ξένους ανταγωνιστές, οι
επιχειρήσεις έχουν
λιγότερα κίνητρα να
παράγουν ανώτερα και
φθηνότερα προϊόντα. Η
Alla
Lileeva
του Πανεπιστημίου
York
και ο
Daniel
Trefler
του Πανεπιστημίου του
Τορόντο διαπίστωσαν ότι
οι μειώσεις των
αμερικανικών δασμών στα
τέλη της δεκαετίας του
1980 και τη δεκαετία του
1990 ώθησαν τα
προηγουμένως λιγότερο
παραγωγικά εργοστάσια
στον Καναδά να
καινοτομήσουν
περισσότερο, να
υιοθετήσουν προηγμένη
τεχνολογία και, ως
αποτέλεσμα, να αυξήσουν
την παραγωγικότητα των
εργαζομένων τους. Τα
δασμολογικά καθεστώτα
τείνουν επίσης να είναι
γεμάτα εξαιρέσεις, τις
οποίες οι πιο έξυπνες
επιχειρήσεις μαθαίνουν
να εκμεταλλεύονται, την
ίδια στιγμή που οι
λομπίστες τους αναζητούν
περισσότερες εξαιρέσεις.
Από αυτήν την άποψη, η
αγάπη του κ.
Trump
στις χάρες θα μπορούσε
να προκαλέσει ιδιαίτερο
πρόβλημα.
Κατά τη
διάρκεια της πολιτικής
του σταδιοδρομίας, ο
ενθουσιασμός του ίδιου
του
McKinley
για τον προστατευτισμό
αμβλύνθηκε. Παρ’ όλο που
ο 25ος πρόεδρος της
Αμερικής δεν
μεταμορφώθηκε ποτέ σε
υπέρμαχο του ελεύθερου
εμπορίου όπως το
αντιλαμβάνεται ο
Economist,
άρχισε να εκτιμά τα
οφέλη των αμοιβαία
επωφελών εμπορικών
συμφωνιών με φιλικές
χώρες. «Δεν πρέπει να
επαναπαυόμαστε σε μια
φανταστική ασφάλεια ότι
μπορούμε για πάντα να
πουλάμε τα πάντα και να
αγοράζουμε ελάχιστα ή
τίποτα», δήλωσε στο
Μπάφαλο της Νέας Υόρκης
το 1901, πριν προσθέσει
ότι «οι εμπορικοί
πόλεμοι είναι
αντιοικονομικοί». Ο 45ος
και 47ος πρόεδρος της
Αμερικής δεν πήρε ίσως
τα σωστά μαθήματα από
τον προκάτοχό του.
Πηγή:
The Economist
|