Ετσι οι
τιμές των ενοικίων
αυξάνονται συνεχώς, η
προσφορά παραμένει
περιορισμένη, ενώ την
ίδια στιγμή οι
μισθολογικές απολαβές
και γενικότερα η
αγοραστική δύναμη των
νοικοκυριών δεν έχει
ανακάμψει με τον
επιθυμητό ρυθμό, ώστε αν
όχι να συμβαδίζει με τις
αυξήσεις στο κόστος
στέγης, τουλάχιστον να
υπολείπεται ελαφρώς.
Είναι αποκαλυπτικά τα
στοιχεία της τελευταίας
ετήσιας έκθεσης της
ΓΣΕΕ, όπου επισημαίνεται
ότι η Ελλάδα είναι η
χώρα με το υψηλότερο
κόστος στέγασης στην
Ε.Ε. Σύμφωνα με τη
Εurostat, πληρώνουμε
κατά μέσον όρο το 35,2%
του διαθέσιμου
εισοδήματός μας για
έξοδα στέγασης, όταν ο
μέσος όρος στην Ε.Ε.
είναι 19,7%.
Στο
σύνολο της χώρας, το
28,5% των νοικοκυριών
δαπανά πάνω από το 40%
του διαθέσιμου
εισοδήματός του για την
κάλυψη εξόδων στέγασης.
Ωστόσο, όταν πρόκειται
για ενοικιαστές, το
ποσοστό αυτό
εκτινάσσεται στο 80%,
δηλαδή οκτώ στους δέκα,
κάτι που εξηγεί και το
μέγεθος της κρίσης,
δεδομένου ότι ο αριθμός
των ενοικιαστών συνεχώς
αυξάνεται.
Παράλληλα, λαμβάνοντας
ως έτος βάσης το 2008,
το κατά κεφαλήν
διαθέσιμο εισόδημα στην
Ελλάδα βρίσκεται στο
81,6% (2023), έναντι
111,1% στην υπόλοιπη
Ε.Ε. Στην πράξη, δηλαδή,
προκύπτει ότι τα
ελληνικά νοικοκυριά
έχουν «φτωχύνει» κατά
σχεδόν 20% σε σχέση με
την περίοδο πριν από την
οικονομική κρίση, ενώ το
ίδιο διάστημα στην
Ευρώπη τα εισοδήματα
καταγράφουν αύξηση άνω
του 11%.
Με βάση
τα στοιχεία της ΓΣΕΕ, το
2023 το ύψος του μέσου
ετήσιου προσαρμοσμένου
μισθού πλήρους
απασχόλησης στην Ελλάδα
ήταν 17.013 ευρώ,
επίδοση που αποτελεί την
τρίτη χαμηλότερη μεταξύ
των 26 κρατών-μελών της
Ε.Ε., ενώ η χώρα μας
είναι και η μόνη όπου
καταγράφεται μείωση του
συγκεκριμένου μεγέθους
σε σχέση με το 2009.
Το κόστος στέγασης
Εν τω
μεταξύ, το κόστος
στέγασης συνεχίζει την
ανοδική πορεία του.
Σύμφωνα με τα στοιχεία
της ψηφιακής πλατφόρμας
αγγελιών Spitogatos,
κατά την εξαετία
2019-2024 και παρά τη
μεσολάβηση της
πανδημίας, που ανέκοψε
για περίπου 18 μήνες την
αύξηση των ενοικίων,
καταγράφονται αυξήσεις
έως 49% (ανατολικά
προάστια της Αττικής).
Στο κέντρο της Αθήνας η
αύξηση της μέσης
ζητούμενης τιμής
ενοικίασης διαμορφώνεται
σε 16,8%, ποσοστό που
δεν φαντάζει μεγάλο,
αλλά αυτό οφείλεται στο
ότι οι μεγάλες αυξήσεις
πραγματοποιήθηκαν ήδη
από τη διετία 2017-2018.
Ακόμη κι έτσι,
απαιτούνται πλέον περί
τα 1.000 ευρώ για τη
μίσθωση 100-110 τ.μ. στο
κέντρο ή περίπου 700-800
ευρώ για ένα σπίτι 80
τ.μ. Μεγάλες αυξήσεις
καταγράφονται επίσης στα
δυτικά προάστια με 38%,
από τα 6 ευρώ/τ.μ. σε
8,37 ευρώ/τ.μ., ενώ στα
βόρεια προάστια η αύξηση
της περιόδου 2019-2024
διαμορφώνεται σε 33,2%,
από τα 8,33 ευρώ/τ.μ.
στα 11,1 ευρώ/τ.μ.

Τα
παραπάνω αποτελούν τον
μέσο όρο της κάθε ζώνης,
αλλά σε επιμέρους
περιοχές η εικόνα είναι
ακόμη χειρότερη. Σύμφωνα
με την ανάλυση του
Spitogatos. gr για το
τέταρτο τρίμηνο του
2024, τη μεγαλύτερη
αύξηση των ζητούμενων
ενοικίων καταγράφει το
Μοσχάτο με 28,5%, ενώ
ακολουθούν περιοχές όπως
ο Μαραθώνας με αύξηση
28,2%, η Δραπετσώνα με
23,2% και ο Ταύρος με
22,1%. Πάντως, σε
πανελλαδικό επίπεδο οι
μέσες ζητούμενες τιμές
ενοικίασης παρουσίασαν
αύξηση 5,8% σε σύγκριση
με το τέταρτο τρίμηνο
του 2023, ενώ κινήθηκαν
περίπου στα ίδια επίπεδα
σε σχέση με το τρίτο
τρίμηνο του 2024. Με
βάση και τον δείκτη
τιμών καταναλωτή για τον
μήνα Δεκέμβριο του 2024,
που επιμελείται η
ΕΛΣΤΑΤ, επίσης
καταγράφηκε ετήσια
αύξηση (πανελλαδικά) των
τιμών των ενοικίων κατά
8,5%, αλλά και κατά 1,1%
συγκριτικά με τον
Νοέμβριο.
Βασικός
παράγοντας της ανόδου
των ενοικίων, πέραν της
όλο και μεγαλύτερης
ζήτησης, είναι ασφαλώς
και η αντίστροφη πορεία
που έχει ακολουθήσει η
προσφορά τα τελευταία
χρόνια. Με βάση την
τελευταία απογραφή του
2021, η ΕΛΣΤΑΤ
καταγράφει 793.000
κλειστές κατοικίες
πανελλαδικά. Εξ αυτών,
255.300 εντοπίζονται στο
λεκανοπέδιο της Αττικής.
Κάπως έτσι, μια πρόχειρη
αναζήτηση στο Διαδίκτυο
καταδεικνύει το μεγάλο
έλλειμμα διαθέσιμων προς
ενοικίαση κατοικιών. Στο
σύνολο της Αττικής, τα
διαθέσιμα διαμερίσματα
με μηνιαίο ενοίκιο έως
1.000 ευρώ δεν ξεπερνούν
τα 11.367. Πρόκειται για
ένα μέγεθος που προφανώς
κρίνεται αμελητέο σε
σχέση με τη ζήτηση κι
ακόμη περισσότερο σε
σχέση με τα κενά σπίτια,
καθώς ουσιαστικά τα
ακίνητα που
αξιοποιούνται είναι
μόλις το 4,45% των
κλειστών ακινήτων.
Η
κυβέρνηση έχει
υιοθετήσει διάφορα
μέτρα, με πιο πρόσφατη
την παροχή φορολογικών
κινήτρων (τριετής
φοροαπαλλαγή) για όσα
κλειστά ακίνητα, ή
καταλύματα βραχυχρόνιας
μίσθωσης, αξιοποιηθούν
μέσω μακροχρόνιας
μίσθωσης. Ωστόσο μένει
να αποδειχθεί η
αποτελεσματικότητα αυτού
του μέτρου, καθώς
σύμφωνα με φορείς της
αγοράς ο τρόπος
υλοποίησης αφήνει
έκθετους όσους τελικά
επιλέξουν να το
αξιοποιήσουν. Αν, για
παράδειγμα, ο
ενοικιαστής αποχωρήσει
για οποιονδήποτε λόγο,
ακόμη και μετά από 1-2
μήνες, χάνεται το
δικαίωμα της
φοροαπαλλαγής για το
υπόλοιπο της τριετίας.
|