Οι εγχώριες ενεργειακές
πολιτικές και το
οικονομικό περιβάλλον
της Γερμανίας αναγκάζουν
τους μεγαλύτερους
βιομηχανικούς παίκτες
της να
μεταναστεύσουν,
αναζητώντας ευνοϊκότερες
συνθήκες στην Κίνα (στη
φωτογραφία αρχείου του
Reuters/Thomas Peter,
επάνω, γερμανικές και
κινεζικές σημαίες στην
πλατεία Τιενανμέν του
Πεκίνου).
Η κλιμάκωση του
ενεργειακού κόστους, οι
τεράστιες επιδοτήσεις
για ανανεώσιμες πηγές
ενέργειας και οι
αυστηροί κανονισμοί
διαμορφώνουν ένα
περιβάλλον στη Γερμανία
που είναι όλο και πιο
εχθρικό στη
βιομηχανική ανάπτυξη.
Η βιομηχανική κατανάλωση
ενέργειας στη Γερμανία
μειώθηκε κατά
περισσότερο από 16% σε 2
χρόνια
Ως
αποτέλεσμα, πολλές από
τις πιο καταξιωμένες
γερμανικές εταιρείες
απολύουν το προσωπικό
τους, μειώνοντας κατά
χιλιάδες τις θέσεις
εργασίας, ενώ επενδύουν
σε μεγάλο βαθμό στην
Κίνα.
Αυτή η
αλλαγή υπογραμμίζει τη
βαθιά επίδραση των
τρεχουσών πολιτικών στο
βιομηχανικό τοπίο της
Γερμανίας, με
μακροπρόθεσμες
επιπτώσεις για την
τοπική οικονομία και την
απασχόληση.
Εξετάζουνται εδώ οι
βασικοί παράγοντες και
οι εταιρείες που
αναδιαμορφώνουν τις
δραστηριότητές τους στο
εξωτερικό, γράφει σε
ανάλυσή του ο
γερμανός
οικονομολόγος diego
faßnacht.
Υψηλό ενεργειακό κόστος
Οι
ενεργειακές πολιτικές
της Γερμανίας οδήγησαν
τις τιμές βιομηχανικής
ηλεκτρικής ενέργειας σε
επίπεδα που είναι από τα
υψηλότερα στον κόσμο,
δεύτερη μετά το Ηνωμένο
Βασίλειο.
Στη
διάρκεια του 2023, η
μέση τιμή για τους
βιομηχανικούς χρήστες
άγγιξε σχεδόν τα 250
δολάρια ΗΠΑ ανά MWh.
Ακόμη και αυτό το
επίπεδο κόστους είναι μη
βιώσιμο χωρίς σημαντικές
κρατικές επιδοτήσεις, οι
οποίες έχουν φτάσει
πλέον σε πρωτοφανή
επίπεδα.
Η
εξάρτηση της Γερμανίας
από ανανεώσιμες πηγές
ενέργειας όπως η αιολική
και η ηλιακή, σε
συνδυασμό με τη σταδιακή
κατάργηση της πυρηνικής,
αύξησε την εξάρτηση της
χώρας από τις εισαγωγές
και προκάλεσε σοβαρή
αστάθεια των τιμών,
ασκώντας τελικά πίεση
τόσο στη βιομηχανία όσο
και στους
φορολογούμενους.
Αυτές οι
υψηλές τιμές ανάγκασαν
πολλές εταιρείες να
εξετάσουν το ενδεχόμενο
περιορισμού των εργασιών
τους στη Γερμανία υπέρ
της επέκτασης στο
εξωτερικό, ιδιαίτερα
στην Κίνα.
Σημαντική μείωση
Το 2023,
η κατανάλωση ενέργειας
στον βιομηχανικό τομέα
της Γερμανίας μειώθηκε
στα 3.282 PJ, μείωση
7,8% σε σύγκριση με το
2022.
Αυτή η
πτώση ακολούθησε μια ήδη
σημαντική μείωση το
2022, όταν η χρήση
βιομηχανικής ενέργειας
μειώθηκε κατά 9,1%
συγκριτικά με την
προηγούμενη χρονιά σε
3.558 PJ.
Συνολικά, αυτές οι τιμές
αντιπροσωπεύουν σε
γενικές γραμμές τη
μείωση της βιομηχανικής
χρήσης ενέργειας κατά
περίπου 16,3% στη
διετία.
Εισαγωγές ενέργειας
Η
εγχώρια παραγωγή
ενέργειας έχει επίσης
διαφοροποιηθεί, με τις
ανανεώσιμες πηγές ν’
αγγίζουν το ρεκόρ του
61,5% της συνολικής
παραγωγής στις αρχές του
2024.
Δεύτερη η Γερμανία, μετά
το Ηνωμένο Βασίλειο,
στις τιμές βιομηχανικής
ηλεκτρικής ενέργειας
(γράφημα Asia Times)
Ωστόσο,
αυτή η στροφή οδήγησε σε
αύξηση 23% στις
εισαγωγές ηλεκτρικής
ενέργειας το πρώτο
εξάμηνο του τρέχοντος
έτους, υπογραμμίζοντας
την εξάρτηση της χώρας
από ξένες πηγές για την
κάλυψη της παραγωγής
εξαιτίας της
μεταβλητότητας στην
απόδοση των ανανεώσιμων
πηγών.
Η
αστάθεια στον εφοδιασμό,
σε συνδυασμό με τις
υψηλές εγχώριες τιμές,
εγκυμονεί κινδύνους για
τις επιχειρήσεις που
απαιτούν σταθερή και
οικονομικά προσιτή
ηλεκτρική ενέργεια.
Η
συνεχιζόμενη εξάρτηση
από ανανεώσιμες πηγές
αναμένεται ν’ αυξήσει
την εξάρτηση από τις
εισαγωγές,
αποθαρρύνοντας περαιτέρω
τις εταιρείες να
επεκταθούν στο
εσωτερικό.
Τεράστιες επιδοτήσεις
Μόνο το
2024, η Γερμανία θα
καταβάλει 20
δισεκατομμύρια ευρώ σε
επιδοτήσεις στους
παραγωγούς ανανεώσιμων
πηγών ενέργειας. Αυτές
οι πληρωμές διασφαλίζουν
τις ελάχιστες εγγυημένες
τιμές για τους
προμηθευτές, παρά την
απότομη πτώση των τιμών
της αγοράς.
Αυτό το
κεντρικά σχεδιασμένο
σύστημα, στο οποίο η
κυβέρνηση παρεμβαίνει
για να πληρώσει τους
παραγωγούς ανανεώσιμων
πηγών όταν πέφτουν οι
τιμές χονδρικής, έχει
επιβαρύνει σοβαρά τον
κρατικό προϋπολογισμό,
αφήνοντας λιγότερο
οικονομικό περιθώριο για
άλλες κρίσιμες
επενδύσεις.
Στην
πραγματικότητα, ο
αρχικός προϋπολογισμός
για επιδοτήσεις το 2024
ήταν 10,6 δισεκατομμύρια
ευρώ (11,1
δισεκατομμύρια δολάρια
ΗΠΑ), αλλά καθώς οι
τιμές της ενέργειας
μειώθηκαν, η
προβλεπόμενη ανάγκη έχει
διπλασιαστεί.
Αυτό το
αυξανόμενο κόστος των
επιδοτήσεων προστίθεται
στη δημοσιονομική πίεση
και περιπλέκει τις
διαπραγματεύσεις για τον
προϋπολογισμό, δεδομένης
ιδιαίτερα της δέσμευσης
της κυβέρνησης να
τηρήσει το φρένο χρέους.
Ο ρόλος του ρωσικού
φυσικού αερίου
Η παύση
των εισαγωγών ρωσικού
φυσικού αερίου είχε
ριζικό αντίκτυπο στο
ενεργειακό τοπίο της
Γερμανίας,
διαταράσσοντας τη
βιομηχανική της βάση και
αυξάνοντας το ενεργειακό
κόστος.
Το
ρωσικό φυσικό αέριο ήταν
ο ακρογωνιαίος λίθος του
ενεργειακού εφοδιασμού
της, παρέχοντας
αξιόπιστη και οικονομικά
προσιτή ενέργεια για
δεκαετίες.
Ωστόσο,
οι γεωπολιτικές
συνέπειες από τον πόλεμο
στην Ουκρανία και το
σαμποτάζ των αγωγών Nord
Stream τον Σεπτέμβριο
του 2022 διέκοψαν αυτήν
την κρίσιμη ενεργειακή
σχέση.
Οι
επιθέσεις κατέστησαν τον
Nord Stream 1 εντελώς
ανενεργό ενώ ο ένας από
τους δύο αγωγούς του
Nord Stream 2 υπέστη
επίσης ζημιά. Μόνο ένα
τμήμα του τελευταίου
είναι λειτουργικό αλλά
παραμένει
αχρησιμοποίητο.
Το «πάτημα ενός
κουμπιού»
Ο
πρόεδρος της Ρωσίας
Βλαντιμίρ Πούτιν
επανέλαβε πρόσφατα ότι
αυτός ο λειτουργικός
αγωγός θα μπορούσε να
επαναλάβει τις
παραδόσεις αμέσως εάν η
Γερμανία ήταν πρόθυμη να
συνεργαστεί με τη Ρωσία
πολιτικά και οικονομικά.
Σε μια
πρόσφατη τηλεφωνική
επικοινωνία με τον
γερμανό καγκελάριο Ολαφ
Σολτς – την πρώτη τους
μετά από δύο χρόνια – ο
Πούτιν τόνισε ότι η
επανεκκίνηση των ροών
φυσικού αερίου μέσω του
Nord Stream 2 ήταν «θέμα
πατήματος ενός
κουμπιού»,
σηματοδοτώντας την
ετοιμότητα της Ρωσίας να
προμηθεύσει φυσικό αέριο
εάν η Γερμανία
συνεργαστεί.
Η
απότομη απώλεια ρωσικού
φυσικού αερίου ανάγκασε
το Βερολίνο να το
αντικαταστήσει με πολύ
ακριβότερες εισαγωγές
υγροποιημένου φυσικού
αερίου (LNG), κυρίως από
τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτά τα διογκωμένα κόστη
έχουν υπονομεύσει την
παγκόσμια βιομηχανική
ανταγωνιστικότητά της.
Η
πρόταση του Πούτιν για
επανενεργοποίηση του
εναπομείναντος αγωγού
Nord Stream 2
υπογραμμίζει το
στρατηγικό πλεονέκτημα
που εξακολουθεί να
διατηρεί η Ρωσία στον
ενεργειακό εφοδιασμό της
Ευρώπης.
Προσφέροντας μια
δυνητική σανίδα σωτηρίας
στην προβληματική
οικονομία της Γερμανίας,
ο Πούτιν στοχεύει να
επηρεάσει την πολιτική
στάση της στη σύγκρουση
με την Ουκρανία.
Παρά τα
πιθανά οικονομικά οφέλη
από την επανέναρξη των
εισαγωγών φυσικού
αερίου, η Γερμανία
απέφυγε ν’ απαντήσει
στην πρόταση.
Πτώση εγχώριων
επενδύσεων
Το
αυξανόμενο κόστος
ενέργειας και οι
ρυθμιστικές προκλήσεις
έχουν οδηγήσει σε
σημαντική μείωση των
εγχώριων επενδύσεων. Ο
ακαθάριστος σχηματισμός
πάγιου κεφαλαίου του
ιδιωτικού τομέα είναι
περίπου 10% χαμηλότερος
από τα προ της Covid
επίπεδα.
Η
κατάσταση είναι ακόμη
χειρότερη για τη
βιομηχανική παραγωγή:
Από το 2021, το επίπεδο
παραγωγής της Γερμανίας
έχει μειωθεί περισσότερο
από 9%. Η πτώση ήταν
ακόμη πιο έντονη στις
ενεργοβόρες βιομηχανίες.
Εκεί, τα
επίπεδα παραγωγής
μειώθηκαν κατά
περισσότερο από 18% σε
λιγότερο από δύο χρόνια,
αναδεικνύοντας σημαντικά
προβλήματα σε τομείς που
εξαρτώνται σε μεγάλο
βαθμό από οικονομικά
προσιτή ενέργεια.
Αυτή η
μείωση συμπίπτει με το
αυξημένο ενεργειακό
κόστος και τη
συνεχιζόμενη στροφή προς
τις ανανεώσιμες πηγές
ενέργειας, που μπορεί να
έχουν επηρεάσει τη
διάρθρωση κόστους αυτών
των βιομηχανιών.
Η τάση
δείχνει πιθανές πιέσεις
αποβιομηχάνισης,
ιδιαίτερα για τομείς που
δεν είναι σε θέση να
προσαρμοστούν στα
αυξανόμενα λειτουργικά
έξοδα.
Επέκταση στην Κίνα
Το μη
βιώσιμο περιβάλλον
κόστους στη Γερμανία
οδηγεί πολλές εταιρείες
να περικόψουν θέσεις
εργασίας εγχώρια και να
επεκταθούν στην Κίνα.
Volkswagen: Αντιμετωπίζοντας
πιθανές περικοπές θέσεων
εργασίας έως και 30.000
στη Γερμανία, η
Volkswagen έχει
πραγματοποιήσει
σημαντικές επενδύσεις
στην Κίνα,
συμπεριλαμβανομένων 2,5
δισεκατομμυρίων ευρώ
(2,6 δισεκατομμύρια
δολάρια) για να
επεκτείνει την παραγωγή
EV (ηλεκτρικά
αυτοκίνητα) στη Χεφέι
και επιπλέον 700
εκατομμύρια ευρώ για
συνεργασία με την Xpeng
σε τεχνολογία EV.
Δείκτες συνολικής
βιομηχανικής παραγωγής
(μπλε χρώμα) και
παραγωγής ηλεκτροβόρων
βιομηχανιών (καφέ χρώμα)
στη Γερμανία (γράφημα
Asia Times)
BASF: Ο
χημικός κολοσσός
περικόπτει 2.600 θέσεις
εργασίας, κυρίως στη
Γερμανία, ενώ επενδύει
10 δισ. ευρώ σ’ ένα νέο
χημικό συγκρότημα στο
Γκουανγκντόνγκ της
Κίνας.
Bosch: Ανακοίνωσε
σχέδια για περικοπή
7.000 θέσεων εργασίας
στη Γερμανία, καθώς
αυξάνει τις επενδύσεις
στους τομείς
ηλεκτροκίνησης και
αυτοματοποιημένης
οδήγησης της Κίνας.
BMW: Διεύρυνση
της παραγωγής στη
Σενγιάνγκ της Κίνας, με
επένδυση 2,5 δισ. ευρώ,
επιτρέποντας στην
εταιρεία να μετακινήσει
την παραγωγή πιο κοντά
στις αγορές-στόχους της.
SAP: Σχεδιάζει
να περικόψει 9.000 έως
10.000 θέσεις εργασίας
στη Γερμανία ενώ
ανακατανέμει πόρους σε
αγορές υψηλής ανάπτυξης
στο εξωτερικό.
Αυξανόμενες πιέσεις
Αυτές οι
περικοπές αποτελούν
μέρος μιας ευρύτερης
τάσης, καθώς οι
βιομηχανίες στη Γερμανία
αντιμετωπίζουν
αυξανόμενες οικονομικές
πιέσεις και ρυθμιστικά
βάρη.
Η
Βιομηχανική Ενωση της
Βαυαρίας (VBW) εκτιμά
ότι μόνο ο κλάδος της
αυτοκινητοβιομηχανίας σ’
αυτό το κρατίδιο θα
μπορούσε να χάσει
106.000 θέσεις εργασίας
έως το 2040,
υπογραμμίζοντας τις
εκτεταμένες συνέπειες
των βιομηχανικών
προκλήσεων στη χώρα.
Η
Χίλντεγκαρντ Μιούλε,
πρόεδρος της Γερμανικής
Ενωσης
Αυτοκινητοβιομηχανίας
(VDA), αναφέρει ότι έως
το 2035 ενδέχεται να
κινδυνεύσουν έως και
190.000 θέσεις εργασίας
σ’ ολόκληρο τον κλάδο,
προειδοποιώντας για τους
κινδύνους που συνδέονται
με την αποβιομηχάνιση
της Γερμανίας.
Ως
απάντηση σ’ αυτές τις
εξελίξεις, η κυβέρνηση
του Σολτς έχει ξεκινήσει
επείγουσες συνομιλίες με
τους ηγέτες του κλάδου.
Ωστόσο,
οι ειδικοί υποστηρίζουν
ότι αυτές οι συζητήσεις
στερούνται του
μακροπρόθεσμου
στρατηγικού οράματος που
απαιτείται για την
αντιμετώπιση θεμελιωδών
ζητημάτων όπως οι υψηλές
τιμές, οι ρυθμιστικές
πιέσεις και το κόστος
εργασίας.
Χωρίς
σημαντικές διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις, ο
γερμανικός τομέας της
αυτοκινητοβιομηχανίας
κινδυνεύει με περαιτέρω
πτώση της παγκόσμιας
ανταγωνιστικότητας.
Ρεκόρ επενδύσεων
Παρά τις
εκκλήσεις από τους
γερμανικούς φορείς
χάραξης πολιτικής και
την ΕΕ για μείωση της
εξάρτησης από την Κίνα,
οι γερμανικές εταιρείες
συνεχίζουν να σημειώνουν
ρεκόρ επενδύσεων στην
ασιατική χώρα.
Οι
γερμανικές επενδύσεις
εκεί έχουν φθάσει σε
πρωτοφανή επίπεδα τα
τελευταία χρόνια, κυρίως
στους τομείς της
αυτοκινητοβιομηχανίας
και των χημικών.
Μόνο το
πρώτο εξάμηνο του 2024,
οι γερμανικές άμεσες
ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ)
στην Κίνα άγγιξαν τα 7,3
δισ. ευρώ, ξεπερνώντας
το σύνολο των 6,5 δισ.
ευρώ για ολόκληρο το
2023.
Οι
επενδύσεις της ΕΕ στην
Κίνα καθοδηγούνται όλο
και περισσότερο από τη
Γερμανία και τις
αυτοκινητοβιομηχανίες
της, με τις γερμανικές
ΑΞΕ να αντιπροσωπεύουν
το 57% των συνολικών
επενδύσεων της Ενωσης
στον ασιατικό γίγαντα
κατά το πρώτο εξάμηνο
του 2024, το 62% το 2023
και το ρεκόρ του 71% το
2022.
Αγορά ζωτικής σημασίας
Βασικά
επενδυτικά έργα:
Volkswagen: Εκτός
από την επένδυση των 2,5
δισεκατομμυρίων ευρώ στη
Χεφέι, η εταιρεία αύξησε
το μερίδιο της
κοινοπραξίας στην JAC
Motor από 50% σε 75%.
Αυτή η
κίνηση υπογραμμίζει τη
μακροπρόθεσμη δέσμευσή
της για την παραγωγή
οχημάτων στην Κίνα, μια
αγορά ζωτικής σημασίας
για την ανάπτυξή της στα
ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
BMW: Η
επένδυση της BMW στη
Σενγιάνγκ όχι μόνο
επεκτείνει την παραγωγή
της, αλλά και τις
δυνατότητες έρευνας και
ανάπτυξης,
ευθυγραμμιζόμενη με την
τοπική ζήτηση και
αποφεύγοντας το υψηλό
ενεργειακό κόστος στη
Γερμανία.
BASF: Το
εργοστάσιο των 10
δισεκατομμυρίων ευρώ της
χημικής εταιρείας στην
Γκουανγκντόνγκ είναι ένα
άλλο παράδειγμα τοπικής
εγκατάστασης μεγάλης
κλίμακας.
Η BASF
ελαχιστοποιεί έτσι το
ρυθμιστικό και
ενεργειακό κόστος της
Γερμανίας, ενώ
ικανοποιεί τη ζήτηση της
Κίνας για προηγμένα
χημικά προϊόντα,
ιδιαίτερα στον τομέα της
αυτοκινητοβιομηχανίας.
Αυτά τα
έργα αντικατοπτρίζουν
μια στρατηγική τοπικής
παραγωγής που βοηθά τις
εταιρείες να
διαχειρίζονται το κόστος
και ν’ ανταποκρίνονται
στις απαιτήσεις της
κινεζικής αγοράς χωρίς
την πολυπλοκότητα και το
κόστος των εξαγωγών από
τη Γερμανία.
«Πράσινη» επέκταση
(Greenfield)
Οι
πράσινες επενδύσεις της
ΕΕ στην Κίνα έφτασαν το
ρεκόρ των 3,6
δισεκατομμυρίων ευρώ το
δεύτερο τρίμηνο του
2024, το υψηλότερο
τριμηνιαίο επίπεδο μέχρι
σήμερα.
Οι
γερμανικές
αυτοκινητοβιομηχανίες
αντιπροσωπεύουν μεγάλο
μέρος αυτής της
ανάπτυξης, καλύπτοντας
περίπου το ήμισυ του
συνόλου των επενδύσεων
της ΕΕ στην Κίνα από το
2022.
Ενώ η
μέση τριμηνιαία
δραστηριότητα
συγχωνεύσεων και
εξαγορών μειώνεται κατά
30% μεταξύ του 2022 και
του πρώτου εξαμήνου του
2024, οι πράσινες
επενδύσεις από εταιρείες
της ΕΕ αυξάνονται
σταθερά, με τους τομείς
της
αυτοκινητοβιομηχανίας
και των χημικών της
Γερμανίας να ηγούνται
αυτής της τάσης.
Από το
2022 έως το πρώτο
εξάμηνο του 2024, το 65%
όλων των ΑΞΕ της ΕΕ στην
Κίνα θα προέλθει από τη
Γερμανία, από 48% μεταξύ
2019 και 2021.
Οι πέντε
κορυφαίοι ευρωπαίοι
επενδυτές στην Κίνα το
2023 ήταν γερμανικές
εταιρείες,
υπογραμμίζοντας τον
κεντρικό ρόλο της
Γερμανίας στις
επενδύσεις της
Ευρωπαϊκής Ενωσης στην
Κίνα.
Αντίθετα, χώρες όπως η
Γαλλία, η Ολλανδία και η
Δανία θα συνεισφέρουν
μόνο το 7-8% των ΑΞΕ της
ΕΕ κατά τη διάρκεια
αυτής της περιόδου, ενώ
τα υπόλοιπα 23 κράτη
μέλη της ΕΕ μαζί θ’
αντιπροσωπεύουν μόνο το
12%.
Μετριασμός γεωπολιτικών
κινδύνων
Εν μέσω
των αυξανόμενων τιμών
της ενέργειας και των
κανονιστικών
αβεβαιοτήτων, οι
γερμανικές εταιρείες
αναδιαρθρώνουν επίσης
τις αλυσίδες εφοδιασμού
τους για να μετριάσουν
τους κινδύνους.
Γεγονότα
όπως η πανδημία Covid-19
και η διαταραχή της
Διώρυγας του Σουέζ έχουν
αναδείξει την ευπάθεια
των παγκόσμιων αλυσίδων
εφοδιασμού, ωθώντας τις
εταιρείες να αναπτύσσουν
τις δραστηριότητές τους
σε βασικές τοπικές
αγορές.
«Σε περιφερειακή βάση»
Οι
γερμανικές εταιρείες
ανταποκρίνονται
αυξάνοντας την άμεση
παραγωγή στην Κίνα, η
οποία προσφέρει τόσο
πλεονεκτήματα κόστους
όσο και μειωμένη έκθεση
σε διακοπές της
παγκόσμιας αλυσίδας
εφοδιασμού.
Ο
Friedolin Strack της
Ομοσπονδίας Γερμανικών
Βιομηχανιών (BDI)
σημειώνει ότι οι
εταιρείες
«αναδιοργανώνουν όλο και
περισσότερο τις αλυσίδες
εφοδιασμού τους σε
περιφερειακή βάση» στην
Κίνα.
Γερμανικές
αυτοκινητοβιομηχανίες
όπως η Volkswagen και η
BMW μεταφέρουν τις EV
αλυσίδες εφοδιασμού τους
για να παραμείνουν
ανταγωνιστικές σ’ ένα
περιβάλλον στο οποίο οι
κινέζοι κατασκευαστές
ηλεκτρικών οχημάτων
κερδίζουν μερίδιο
αγοράς.
Επενδύοντας στην τοπική
παραγωγή, οι γερμανικές
εταιρείες όχι μόνο
διαχειρίζονται το κόστος
αλλά και απομακρύνονται
από τις παγκόσμιες
αβεβαιότητες.
Μείωση των εξαγωγών
Η στροφή
προς την τοπική παραγωγή
οδήγησε σε μείωση 5,7%
του διμερούς εμπορίου
μεταξύ Γερμανίας και
Κίνας τους πρώτους επτά
μήνες του 2024.
Οι
γερμανικές εξαγωγές στην
Κίνα μειώθηκαν κατά
11,7% σε ετήσια βάση,
καθώς οι εταιρείες
εξυπηρετούν όλο και
περισσότερο τους
κινέζους καταναλωτές
απευθείας μέσω της
τοπικής παραγωγής.
Αυτή η
μείωση των εξαγωγών
γίνεται ιδιαίτερα
αισθητή στον τομέα της
αυτοκινητοβιομηχανίας,
καθώς οι γερμανικές
εταιρείες κατασκευάζουν
οχήματα στην Κίνα αντί
να τα εξάγουν.
Η τάση
θα μπορούσε να επηρεάσει
το εμπορικό ισοζύγιο της
Γερμανίας, αφού λιγότερα
προϊόντα γερμανικής
κατασκευής αποστέλλονται
στο εξωτερικό, ενώ η
τοπική παραγωγή στην
Κίνα συνεχίζει να
αυξάνεται.
Τα μοναδικά
πλεονεκτήματα
Ενώ η
γερμανική κυβέρνηση και
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
υποστηρίζουν τη
διαφοροποίηση από την
Κίνα, οι εναλλακτικές
αγορές δεν διαθέτουν την
υποδομή της, την κλίμακα
της αγοράς της και την
αποδοτικότητα του
κόστους.
Χώρες
όπως το Βιετνάμ και η
Ταϊλάνδη, ενώ θεωρούνται
επιλογές διαφοροποίησης,
δεν μπορούν ν’
ανταγωνιστούν τα
βιομηχανικά δίκτυα, το
εξειδικευμένο εργατικό
δυναμικό και το μέγεθος
της κινεζικής αγοράς.
Από το
2022, περισσότερο από το
50% του συνόλου των
επενδύσεων της ΕΕ στην
Κίνα προέρχεται από
γερμανικές εταιρείες,
κυρίως στον τομέα της
αυτοκινητοβιομηχανίας
και των χημικών.
Μεγάλα
έργα, όπως η συνεργασία
της Volkswagen με την
Xpeng και οι
εγκαταστάσεις παραγωγής
της BASF, υπογραμμίζουν
τη στρατηγική εστίαση
της Γερμανίας στην Κίνα
ως βασικής αγοράς για
μακροπρόθεσμη ανάπτυξη
και ανταγωνιστικότητα.
Στρατηγικός
αναπροσανατολισμός
Η
απόφαση των γερμανικών
εταιρειών να περιορίσουν
τις επενδύσεις στο
εσωτερικό και να
επεκταθούν στην Κίνα
αντανακλά τον βαθύ
αντίκτυπο της τρέχουσας
γερμανικής ενεργειακής
πολιτικής και των
ρυθμιστικών πιέσεων.
Το υψηλό
κόστος, ο ασταθής
ενεργειακός εφοδιασμός
και οι ρυθμιστικές
προκλήσεις έχουν
καταστήσει τη Γερμανία
ένα δύσκολο περιβάλλον
για μεγάλης κλίμακας
βιομηχανικές επενδύσεις,
ενώ η Κίνα προσφέρει
σταθερότητα,
αποδοτικότητα κόστους
και δυνατότητες
ανάπτυξης της αγοράς.
Καθώς η
Γερμανία επιδιώκει να
διατηρήσει τη
βιομηχανική της βάση,
αυτές οι τάσεις
υποδηλώνουν την ανάγκη
αντιμετώπισης εγχώριων
διαρθρωτικών ζητημάτων.
Χωρίς
μεταρρυθμίσεις για τη
μείωση του ενεργειακού
κόστους και των
ρυθμιστικών βαρών, η
μετατόπιση των
γερμανικών επενδύσεων
στην Κίνα είναι πιθανό
να συνεχιστεί, με
μακροπρόθεσμες
επιπτώσεις στο εμπορικό
ισοζύγιο, τη βιομηχανική
παραγωγή και την
ανθεκτικότητα της
ευρωπαϊκής οικονομικής
ατμομηχανής. Ούτε καν οι
δασμοί της ΕΕ δεν θα
παίξουν σημαντικό ρόλο.
Πηγή: in.gr
|