Το
σκεπτικό της αναβάθμισης
Η
αναβάθμιση σε BBB
αντανακλά την προσδοκία
της Scope για
συνεχιζόμενη μείωση του
δείκτη χρέους της
γενικής κυβέρνησης της
Ελλάδας τα επόμενα
χρόνια. Αυτή η πτώση
φαίνεται να οφείλεται
στην ευνοϊκή δυναμική
του χρέους, παράλληλα με
τα ισχυρότερα από τα
αναμενόμενα πρωτογενή
δημοσιονομικά
πλεονάσματα και τη
σχετιζόμενη περαιτέρω
μείωση του κεφαλαίου
δημοσιονομικού
ελλείμματος. Η
ανθεκτικότητα του
τραπεζικού συστήματος
ενισχύεται από την
πρόοδο στη μείωση των μη
εξυπηρετούμενων δανείων
(ΜΕΔ), τις
ιδιωτικοποιήσεις
συστημικών τραπεζών και
τη σταδιακή απόσβεση των
αναβαλλόμενων
φορολογικών πιστώσεων
(DTC) στους τραπεζικούς
ισολογισμούς. Επιπλέον,
η υιοθέτηση διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων και
επενδύσεων, η μείωση των
μακροοικονομικών
ανισορροπιών και η πιο
διαρκής υποστήριξη από
τα ευρωπαϊκά θεσμικά
όργανα ενισχύουν τη
μακροοικονομική
βιωσιμότητα και την
ανάπτυξη των τάσεων.
Οι δύο περιορισμοί στην
αξιολόγηση
Πρώτον,
το δημόσιο χρέος της
Ελλάδας παραμένει μεταξύ
των υψηλότερων μεταξύ
των 40 κρατών με δημόσια
αξιολόγηση του Scope,
δεύτερο μόνο μετά από
αυτό της Ιαπωνίας
(αξιολόγηση A και Stable
Outlook). Αυτό το υψηλό
απόθεμα χρέους εκθέτει
την Ελλάδα σε
επανεκτιμήσεις της
αγοράς του κινδύνου που
σχετίζεται με χρεωμένους
κρατικούς δανειολήπτες.
Καθώς η Ελλάδα βασίζεται
ολοένα και περισσότερο
στις κεφαλαιαγορές και
επιταχύνει την πρόωρη
αποπληρωμή των δανείων
διάσωσης και η ΕΚΤ
σφίγγει ποσοτικά, η δομή
του ελληνικού χρέους
σταδιακά αποδυναμώνεται.
Οι
πολιτικοί κίνδυνοι και
οι κίνδυνοι που
σχετίζονται με την
πολιτική είναι μέτριοι
τα επόμενα χρόνια, αλλά
ενδέχεται να αυξηθούν
πιο μακροπρόθεσμα, ιδίως
μετά τις μελλοντικές
εκλογές. Οι διαρθρωτικές
οικονομικές αδυναμίες
και οι δημογραφικές
προκλήσεις, όπως η
καθαρή μετανάστευση,
περιορίζουν τη
μακροπρόθεσμη τάση
ανάπτυξης και τα επίπεδα
πλούτου.
«Η
ελληνική οικονομία
πλησιάζει τις προηγμένες
οικονομίες»
Σχολιάζοντας ο υπουργός
Εθνικής Οικονομίας και
Οικονομικών Κωστής
Χατζηδάκης, ανέφερε ότι
η εξέλιξη αυτή
έχει ιδιαίτερη σημασία
για τρεις λόγους:
Πρώτον,
είναι η πρώτη αναβάθμιση
της χώρας εντός της
επενδυτικής βαθμίδας,
μετά την οικονομική
κρίση. Η ελληνική
οικονομία ανεβαίνει
ψηλότερα και πλησιάζει
τις προηγμένες
οικονομίες.
Δεύτερον,
πραγματοποιείται σε
περίοδο διεθνούς
αναταραχής και ενώ
ισχυρές χώρες βρίσκονται
αντιμέτωπες με την
υποβάθμιση του αξιόχρεού
τους.
Τρίτον,
επιβεβαιώνει την
ορθότητα της
δημοσιονομικής και
γενικότερα οικονομικής
πολιτικής της
κυβέρνησης, λίγες ημέρες
πριν από τη συζήτηση του
προϋπολογισμού για το
2025.
«Η
επιστροφή της ελληνικής
οικονομίας στην
κανονικότητα σηματοδοτεί
καλύτερες συνθήκες
χρηματοδότησης για το
Δημόσιο και τον Ιδιωτικό
τομέα, τόνωση των
επενδύσεων, νέες θέσεις
εργασίας και καλύτερες
αμοιβές. Αυτός είναι ο
δρόμος που ακολουθεί και
θα συνεχίσει να
ακολουθεί η κυβέρνηση,
μακριά από τις σειρήνες
του λαϊκισμού. Και αυτή
η επιτυχία είναι
επιτυχία όλων των
Ελλήνων, αναφέρει»
Με την
απόφαση αυτή κλείνουν οι
αξιολογήσει για φέτος…
Ο νέος
στόχος
Η Αθήνα
πλέον για τη νέα χρόνια
έχει ένα διπλό στόχο:
αφενός να κερδίσει την
επενδυτική βαθμίδα και
από την «αυστηρή»
Moody’s στις αρχές του
έτους, και αφετέρου να
ανέβει σε υψηλότερες
βαθμίδες από τους άλλους
οίκους.
Οι
εκτιμήσεις του
επιτελείου είναι ότι το
2025 θα είναι έτος
σημαντικών και αρκετών
αναβαθμίσεων.
Το
«χαρτί» του χρέους
Η
κυβέρνηση σε μια
προσπάθεια να πετύχει
καλύτερη βαθμολογία από
τους διεθνείς οίκους
παίζει το χαρτί της
ταχύτερης μείωσης του
δημόσιου χρέους.
Σύμφωνα
με πηγές του ΟΔΔΗΧ, το
ελληνικό δημόσιο έχει
συμφωνήσει με τον EFSF
και τον ESM ότι θα
χρησιμοποιήσει περίπου
το 1/3 του «μαξιλαριού»
(40-45 δισ. ευρώ αυτό το
διάστημα), ούτως ώστε
κάθε χρόνο να
πραγματοποιείται
αποπληρωμή του χρέους
του επίσημου τομέα, ήτοι
των διμερών δανείων.
Αυτό θα
συμβεί φέτος για πρώτη
φορά. Θα χρησιμοποιηθούν
5 δισ. ευρώ από αυτόν
τον λογαριασμό ταμειακού
αποθέματος ασφαλείας.
Από εκεί και πέρα, η
εκτίμηση είναι ότι κάτι
τέτοιο θα συνεχιστεί και
από το 2027 και μετά,
αναλόγως και των
συνθηκών που θα
επικρατούν.
Οι
κινήσεις του Δεκεμβρίου
που θα «ελαφρύνουν» το
Δημόσιο Χρέος
Αναφορικά με την
τρέχουσα πρόωρη
αποπληρωμή, αφορά μια
τριπλή δόση ύψους 8 δισ.
ευρώ (7,93 δισ. ευρώ)
από το δάνειο που πήρε η
Ελλάδα κατά την έναρξη
του πρώτου Μνημονίου
απευθείας από τις χώρες
της ευρωζώνης.
Η
εκτίμηση του ΟΔΔΗΧ είναι
ότι στις 13 Δεκεμβρίου
θα υπάρξουν όλες οι
τυπικές εγκρίσεις για
την πρόωρη αποπληρωμή
της δόσης αυτής αλλά και
η ταυτόχρονη χρήση του
«σκληρού μαξιλαριού» των
15,7 δισ. ευρώ από τον
ESM, ο
οποίος έδωσε αυτές τις
ημέρες και το «πράσινο
φως». Η κυβέρνηση
στοχεύει στην
εξοικονόμηση περίπου 300
εκατ. ευρώ κατ’ έτος από
τόκους μέχρι το 2028, με
ταυτόχρονη βελτίωση του
προφίλ του ελληνικού
δημοσίου χρέους.
Για την
αποπληρωμή των 8 δισ.
ευρώ, ένα ποσό ύψους 5
δισ. ευρώ από αυτά τα
κεφάλαια θα
χρησιμοποιηθεί τον
Δεκέμβριο για τη νέα
πρόωρη αποπληρωμή
διμερών δανείων του
πρώτου μνημονίου, μαζί
με επιπλέον 3 δισ. ευρώ
από τα ταμειακά
διαθέσιμα του ελληνικού
δημοσίου.
Τα
ελληνικά ομόλογα
Από το
οικονομικό επιτελείο
διαμηνύουν ότι σε
περίπτωση αναβάθμισης
από την Moody’s θα
επέλθει ακόμα υψηλότερη
ζήτηση για ελληνικά
κρατικά ομόλογα
Μάλιστα,
ο επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ,
Δημήτρης Τσάκωνας
ποσοτικοποιεί την
πρόσθετη ζήτηση από
επενδυτές στα 3-5 δισ.
ευρώ, η οποία εκτιμάται
ότι θα προέλθει σταδιακά
από passive funds λόγω
της ένταξης των
ελληνικών ομολόγων σε
νέους δείκτες που
ακολουθούν μεγάλοι ξένοι
διαχειριστές.
Μια
θετική ετυμηγορία από τη
Moody’s θα σημάνει
περαιτέρω αποκλιμάκωση
του spread κατά 10-30
μονάδες βάσης ή και
περισσότερο.
Σύμφωνα
με τον κ. Τσάκωνα, η
ανάκτηση της επενδυτικής
βαθμίδας από τους οίκους
Fitch και Standard &
Poor’s είχε επίσης
σημαντικά αποτελέσματα
καθώς διευρύνθηκε η
επενδυτική βάση κατά 30%
και το spread
περιορίστηκε κατά 80
μονάδες βάσης έναντι του
swap rate.
Στον
προϋπολογισμό
Στο
προσχέδιο του
προϋπολογισμού που
κατατέθηκε στη Βουλή
αναφέρεται
χαρακτηριστικά ότι η
αξιοπιστία του αξιόχρεου
της χώρας ενισχύεται
σημαντικά από την
επίτευξη των ανωτέρω
δημοσιονομικών στόχων,
γεγονός που αποτυπώνεται
και στην εξέλιξη των
πιστοληπτικών
αξιολογήσεων.
Επισημαίνεται ότι το
έτος 2023 επιβεβαιώθηκε
η διεθνής εμπιστοσύνη
στην οικονομία της χώρας
με την ανάκτηση της
επενδυτικής βαθμίδας από
τους τρεις σε σύνολο
τεσσάρων επενδυτικών
οίκων που αναγνωρίζει η
ΕΚΤ. Η θετική αυτή στάση
των επενδυτικών οίκων
συνεχίστηκε και το 2024,
καθώς τον Απρίλιο 2024 ο
οίκος S&P Global Ratings
και τον Σεπτέμβριο 2024
οι οίκοι DBRS
Morningstar και Moody’s
αναβάθμισαν τις
προοπτικές της ελληνικής
οικονομίας από σταθερές
σε θετικές .
Οι
αναβαθμίσεις αυτές σε
συνδυασμό με τις θετικές
προοπτικές καταδεικνύουν
την ανθεκτικότητα της
οικονομίας σε συνθήκες
αυξημένης αβεβαιότητας
και την εδραίωση της
εμπιστοσύνης των διεθνών
επενδυτών σε σχέση με
την ασκούμενη
δημοσιονομική και
γενικότερη οικονομική
πολιτική.
Πηγή:
Οικονομικός Ταχυδρόμος
|