Οσον
αφορά, δε, τις πιθανές
ανατιμήσεις στις πρώτες
ύλες εκτιμά πως η
ανακατανομή αγορών και η
πίεση στις εφοδιαστικές
αλυσίδες λόγω των δασμών
που ήδη επιβλήθηκαν από
τις ΗΠΑ, ή και αυτών που
αναμένεται να επιβληθούν
από την Ε.Ε. σε απάντηση
αυτής της πολιτικής,
μπορεί να οδηγήσει σε
ανατιμήσεις πρώτων υλών
με ευρύτερο αντίκτυπο.
«Ο προστατευτισμός στις
ΗΠΑ και τα πιθανά
εμπορικά αντίμετρα από
την Ε.Ε. ενδέχεται να
δημιουργήσουν
αναταράξεις στις
διεθνείς εφοδιαστικές
αλυσίδες, επηρεάζοντας
ελληνικές επιχειρήσεις
που δραστηριοποιούνται
στο διασυνοριακό
εμπόριο», προειδοποιεί η
Χαρά Στρατή. Η Ε.Ε. έχει
ήδη ανακοινώσει ότι δεν
θα μείνει άπραγη
απέναντι στους δασμούς
των ΗΠΑ και η πρόεδρος
της Επιτροπής Ούρσουλα
φον ντερ Λάιεν έχει
δηλώσει ότι η Ε.Ε. θα
απαντήσει με αναλογικά
αντίμετρα. Ωστόσο
παραμένει ασαφές πότε
και πώς θα εφαρμοστούν
αυτά τα μέτρα. Η
επικεφαλής θεμάτων
έμμεσης φορολογίας και
τελωνειακών της
PwC
θυμίζει όμως ότι στην
Ε.Ε. ισχύει ήδη ο
Μηχανισμός Συνοριακής
Προσαρμογής Ανθρακα (CBAM),
ο οποίος στοχεύει στην
εξίσωση των όρων
ανταγωνισμού μεταξύ των
εισαγόμενων και των
εγχώριων προϊόντων με
βάση περιβαλλοντικά
κριτήρια.
«Ειδικότερα, από το 2026
ο
CBAM
πρόκειται να οδηγήσει σε
οικονομικές επιβαρύνσεις
τις επιχειρήσεις που
εισάγουν προϊόντα όπως
το αλουμίνιο και ο
χάλυβας από τρίτες
χώρες, με γνώμονα τις
εκπομπές αερίων του
θερμοκηπίου που
προέρχονται από την
παραγωγή τους»,
σημειώνει.
Τι
μπορούν να κάνουν λοιπόν
οι ελληνικές
επιχειρήσεις για να
προσαρμοστούν και να
αντιμετωπίσουν αυτά τα
ενδεχόμενα; «Παρόλο που
οι εμπορικοί πόλεμοι και
η επιβολή μέτρων όπως ο
CBAM
δεν είναι στη σφαίρα
ελέγχου των ελληνικών
επιχειρήσεων, υπάρχει η
δυνατότητα αξιοποίησης
στρατηγικών που θα
μετριάσουν τις συνέπειες
τέτοιων μέτρων»,
πιστεύει η Χ. Στρατή.
Ενα από αυτά είναι η
ευρύτερη εξωστρέφεια και
αξιοποίηση ειδικών
διαδικασιών αναστολής
και απαλλαγής από
δασμούς και φόρους στα
εισαγόμενα προϊόντα: «Η
ευρωπαϊκή νομοθεσία
παρέχει μια σειρά
ειδικών καθεστώτων και
διαδικασιών που
επιτρέπουν την αναστολή
ή και την πλήρη απαλλαγή
από δασμούς και φόρους,
ιδίως για εξωστρεφείς
επιχειρήσεις που
εμπλέκονται στο
διασυνοριακό εμπόριο.
Παράλληλα, προτιμησιακές
συμφωνίες και συμφωνίες
ελεύθερου εμπορίου
επιτρέπουν την αποφυγή
δασμών. Η αξιοποίηση των
εργαλείων αυτών μπορεί
να συμβάλει στην
αντιστάθμιση των
επιπτώσεων από τους
νέους δασμούς, μέσω της
μείωσης του κόστους των
πρώτων υλών για τους
Ελληνες εξαγωγείς».
Παράλληλα συνιστάται η
επαναξιολόγηση των
εφοδιαστικών αλυσίδων:
οι επιχειρήσεις πρέπει
να επανεξετάσουν τους
προμηθευτές και τις
στρατηγικές εφοδιασμού
τους για να μειώσουν την
έκθεση σε δασμούς και
διακυμάνσεις τιμών,
σύμφωνα με την
PwC.
Ενα άλλο εργαλείο που
προτείνεται στις
επιχειρήσεις είναι το
πρασίνισμά τους. «Οι
επιχειρήσεις που
εστιάζουν στη μείωση του
αποτυπώματος άνθρακα από
τα προϊόντα που
προμηθεύονται αναμένεται
ότι θα ωφεληθούν από τα
κίνητρα που παρέχει η
Ε.Ε. και θα εξασφαλίσουν
ανταγωνιστικό
πλεονέκτημα στο πλαίσιο
του
CBAM»,
αναφέρει χαρακτηριστικά.
Σε κάθε
περίπτωση, η επικεφαλής
θεμάτων έμμεσης
φορολογίας και
τελωνειακών της
PwC
Χαρά Στρατή πιστεύει πως
η αξιοποίηση εργαλείων
που παρέχονται από την
τελωνειακή νομοθεσία και
η επαναξιολόγηση της
εφοδιαστικής αλυσίδας
γίνονται πιο επίκαιρες
από ποτέ. «Δεξιότητες
χειρισμού θεμάτων όπως
τα τελωνειακά καθεστώτα,
η καταγωγή και η
δασμολογική κατάταξη θα
γίνουν αναπόσπαστα
εργαλεία για τις
ελληνικές επιχειρήσεις
που ασχολούνται με το
διεθνές εμπόριο»,
υπογραμμίζει. Μόνο έτσι
θα μπορέσουν να κινηθούν
στρατηγικά και να
παραμείνουν
ανταγωνιστικές σε ένα
συνεχώς μεταβαλλόμενο
διεθνές περιβάλλον,
προειδοποιεί.
Πηγή:
Money Review
|