Σύμφωνα
με την έρευνα της Danos
BNP Paribas real estate
για το δεύτερο εξάμηνο
του 2024, η αγορά
επαγγελματικών ακινήτων
στην Αθήνα παρουσιάζει
ισχυρά σημάδια ανάπτυξης
και σταθερότητας. Η
συνολική προσφορά χώρων
γραφείων στην πρωτεύουσα
ανέρχεται σε 2.590.000
τετραγωνικά μέτρα, ενώ
στην αγορά αναμένεται να
προστεθούν επιπλέον
58.000 τετραγωνικά μέτρα
νέων χώρων,
αντανακλώντας τη
δυναμική ανάπτυξη του
τομέα.
Ιδιαίτερα χαμηλό είναι
βέβαια το ποσοστό
διαθεσιμότητας γραφείων,
το οποίο κυμαίνεται στο
6%, υποδηλώνοντας υψηλή
ζήτηση και
αποτελεσματική
απορρόφηση των
διαθέσιμων χώρων. Το
επενδυτικό ενδιαφέρον
παραμένει έντονο, με τις
προβλεπόμενες επενδύσεις
για το 2024 να αγγίζουν
τα 243 εκατομμύρια ευρώ.
Το μέγεθος αυτό
καταδεικνύει την
εμπιστοσύνη των
επενδυτών στις
προοπτικές της αγοράς
επαγγελματικών ακινήτων
της Αθήνας, παρά τις
διεθνείς οικονομικές
προκλήσεις.
Σύμφωνα
με τα τελευταία στοιχεία
για τις μέσες τιμές
ενοικίων στις κύριες
αγορές της Αθήνας, το
κέντρο της πόλης
παραμένει η ακριβότερη
περιοχή, με τα ενοίκια
να αγγίζουν τα 33 ευρώ
ανά τετραγωνικό μέτρο.
Ακολουθούν οι λεωφόροι
Κηφισίας και
Βουλιαγμένης, με μέση
τιμή ενοικίου στα 28
ευρώ ανά τετραγωνικό
μέτρο, γεγονός που
αντανακλά τη σταθερή
ζήτηση για
επαγγελματικούς χώρους
κατά μήκος αυτών των
κεντρικών οδικών αξόνων.
Στη
μεσαία κλίμακα τιμών
εντάσσεται η λεωφόρος
Βασιλίσσης Σοφίας, με
μέση τιμή ενοικίου στα
27 ευρώ ανά τετραγωνικό
μέτρο. Χαμηλότερες τιμές
παρατηρούνται στη
λεωφόρο Συγγρού και σε
άλλες περιφερειακές
αγορές, όπου τα ενοίκια
διαμορφώνονται στα 18
ευρώ ανά τετραγωνικό
μέτρο. Η λεωφόρος
Μεσογείων καταγράφει τη
χαμηλότερη μέση τιμή
ενοικίου, στα 16 ευρώ
ανά τετραγωνικό μέτρο.
Η
διαφορά των 17 ευρώ ανά
τετραγωνικό μέτρο μεταξύ
του κέντρου της Αθήνας
και των περιφερειακών
περιοχών αναδεικνύει τη
συνεχιζόμενη προτίμηση
των επιχειρήσεων για
κεντρικές τοποθεσίες,
παρά την αυξανόμενη τάση
για αποκέντρωση.
Παράλληλα,
δημιουργούνται
σημαντικές ευκαιρίες για
επιχειρήσεις που
αναζητούν πιο
οικονομικές λύσεις στις
περιφερειακές αγορές.
Αξιοσημείωτο είναι ότι
οι κύριοι οδικοί άξονες,
όπως οι λεωφόροι
Κηφισίας και
Βουλιαγμένης, διατηρούν
υψηλές τιμές ενοικίων,
γεγονός που επιβεβαιώνει
τη σημασία της
προσβασιμότητας και της
στρατηγικής θέσης στις
επιλογές των
επιχειρήσεων για την
εγκατάσταση των γραφείων
τους.
Η αγορά
γραφείων της Αθήνας
παρουσιάζει έντονες
διαφοροποιήσεις ανάμεσα
στο κέντρο και τις
προαστιακές περιοχές, με
τα ποσοστά
διαθεσιμότητας να
αντικατοπτρίζουν τις
προτιμήσεις των
επιχειρήσεων. Στο κέντρο
της πόλης, οι κορυφαίοι
επαγγελματικοί χώροι
εμφανίζουν χαμηλά
ποσοστά διαθεσιμότητας,
γεγονός που υποδηλώνει
τη σταθερή ζήτηση για
ποιοτικά γραφεία σε
κεντρικές τοποθεσίες.
Αντίθετα, τα παλαιότερα
κτίρια γραφείων στα
προάστια καταγράφουν
αυξημένη διαθεσιμότητα,
καθώς πολλές
επιχειρήσεις στρέφονται
σε σύγχρονους,
ενεργειακά αποδοτικούς
χώρους.
Η
συνολική εικόνα της
αγοράς υποδεικνύει πως η
ζήτηση για ποιοτικά
γραφεία παραμένει
ισχυρή, ενώ η τάση προς
βιώσιμες λύσεις και
ευέλικτες διαρρυθμίσεις
ενισχύεται διαρκώς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι
πάνω από το 70% αυτού
του αποθέματος στοχεύει
στην απόκτηση
πιστοποιήσεων πράσινων
κτιρίων, προκειμένου να
καλύψει τη διαρκώς
αυξανόμενη ζήτηση για
ενεργειακά αποδοτικά
περιβάλλοντα εργασίας.
Οι προτιμήσεις των
ενοικιαστών και οι νέες
τάσεις
Το
προφίλ των ενοικιαστών
στην αγορά γραφείων της
Αθήνας παρουσιάζει
ενδιαφέροντα
χαρακτηριστικά. Οι
μεγάλες εταιρείες
εξακολουθούν να
κυριαρχούν, ωστόσο
παρατηρείται αυξημένο
ενδιαφέρον από μέσα
μαζικής ενημέρωσης,
νεοφυείς επιχειρήσεις
και τεχνολογικές
εταιρείες, οι οποίες
αναζητούν κυρίως
ευέλικτους χώρους
γραφείων. Η στροφή προς
τα υβριδικά και
απομακρυσμένα μοντέλα
εργασίας έχει ενισχύσει
τη ζήτηση για
κοινόχρηστους χώρους και
ευέλικτες διαμορφώσεις,
με αποτέλεσμα την
επέκταση των χώρων
συνεργασίας (coworking)
και των serviced
offices. Οι επιχειρήσεις
πλέον προτιμούν
βραχυπρόθεσμες
μισθώσεις, που
προσφέρουν ευελιξία και
δυνατότητα προσαρμογής
στις μεταβαλλόμενες
ανάγκες.
Παράλληλα, αυξάνεται η
απαίτηση για ενεργειακά
αποδοτικούς και
τεχνολογικά
ολοκληρωμένους χώρους.
Τα κτίρια με πράσινες
πιστοποιήσεις και
προηγμένα συστήματα
διαχείρισης προσελκύουν
ολοένα και περισσότερους
ενοικιαστές, καθώς οι
επιχειρήσεις θέτουν τη
βιωσιμότητα στο
επίκεντρο των επιλογών
τους.
Η εικόνα της
διαθεσιμότητας: Τι
δείχνουν τα δεδομένα
Αναλύοντας τα ποσοστά
διαθεσιμότητας γραφείων
ανά κατηγορία,
παρατηρούμε ξεκάθαρες
τάσεις που επιβεβαιώνουν
τη στροφή των
επιχειρήσεων προς
ποιοτικούς και
σύγχρονους χώρους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία
από το 2015 έως το 2024,
τα γραφεία Κατηγορίας Α,
τα οποία περιλαμβάνουν
νέες ή ανακαινισμένες
εγκαταστάσεις με υψηλές
περιβαλλοντικές
προδιαγραφές, διατηρούν
σταθερά χαμηλά ποσοστά
διαθεσιμότητας — κάτω
από το 10%. Η υψηλή
ζήτηση για αυτούς τους
χώρους επιβεβαιώνει τη
στρατηγική επιλογή των
επιχειρήσεων να
επενδύουν σε ενεργειακά
αποδοτικά και
τεχνολογικά προηγμένα
κτίρια.
Αντίθετα, τα γραφεία
Κατηγορίας B/C, που
αφορούν κυρίως
παλαιότερα ή λιγότερο
εκσυγχρονισμένα κτίρια,
ξεκίνησαν με ποσοστά
διαθεσιμότητας περίπου
25% το 2015,
παρουσιάζοντας
διακυμάνσεις με την
πάροδο των ετών. Ωστόσο,
παρατηρείται γενική τάση
μείωσης της
διαθεσιμότητας και σε
αυτή την κατηγορία,
καθώς πολλές
επιχειρήσεις αναζητούν
πιο οικονομικές λύσεις
εκτός των κεντρικών
περιοχών.
Οι
αναλυτές της αγοράς
εκτιμούν ότι η τάση αυτή
θα συνεχιστεί και τα
επόμενα τρίμηνα, με την
προσθήκη νέων, σύγχρονων
χώρων γραφείων να
αναμένεται να καλύψει
την αυξανόμενη ζήτηση
για ποιοτικούς
επαγγελματικούς χώρους,
ιδιαίτερα από εταιρείες
τεχνολογίας και παροχής
υπηρεσιών.
Πηγή:
The Power Game
|