Υψηλές
προμήθειες στις
τραπεζικές συναλλαγές,
χαμηλά
επιτόκια στις
καταθέσεις,
στεγαστικά δάνεια τα
οποία δεν δίνονται με
τον κατάλληλο ρυθμό, με
κυβερνητικούς
αξιωματούχους να
προσθέτουν και τις
χαμηλές χρηματοδοτήσεις
προς μικρές και μεσαίες
επιχειρήσεις,
ακίνητα
τα οποία διαθέτουν οι
τράπεζες, τα οποία δεν
έχουν ακόμα εκποιήσει
προκειμένου να αυξηθεί η
προσφορά στην αγορά
κατοικίας.
«Για
όλα αυτά τα ζητήματα
έχουμε ζητήσει από τις
τράπεζες να αντιδράσουν.
Η αντίδραση τους μέχρι
στιγμής δεν μας
ικανοποιεί. Κατά
συνέπεια, να αναμένετε
πολύ σύντομα παρεμβάσεις
από την κυβέρνηση που θα
αντιμετωπίσουν την ουσία
αυτών των προβλημάτων»,
σημείωσε ο πρωθυπουργός
στη Βουλή,
αποκλείοντας ταυτόχρονα
την επιβολή έκτακτου
φόρου που έχει προτείνει
το ΠΑΣΟΚ.
Αναμφίβολα, τα ζητήματα
που θέτει ο πρωθυπουργός
είναι υπαρκτά και
αναδεικνύουν
προβληματικές πτυχές της
λειτουργίας των τραπεζών
που προβληματίζουν την
κοινωνία.
Ωστόσο
το ερώτημα είναι
κατά πόσο αυτές οι δημόσιες
επιπλήξεις για
την ανεπάρκεια των
τραπεζών στοχεύουν
πραγματικά στην επίλυση
των δυσλειτουργιών στην
τραπεζική αγορά ή
επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν
πολιτικά τη μεγάλη
δεξαμενή των
δυσαρεστημένων πολιτών
με τις τράπεζες.
Δυσαρέσκεια που με
επιμέλεια υποδαυλίζει το
πολιτικό προσωπικό.
Ακόμα
περισσότερα ερωτηματικά
δημιουργεί το γεγονός
ότι πολλές από τις
δυσλειτουργίες που
επισήμανε ο πρωθυπουργός συνδέονται
κυρίως με δομικά
προβλήματα της
οικονομίας και τα
τεράστια εμπόδια της
κρατικής γραφειοκρατίας
και όχι τόσο με τις
τράπεζες.
Περιττό
να σημειώσουμε ότι
δουλειά μιας κυβέρνησης
δεν είναι να υπαγορεύει
ούτε το ύψος των
επιτοκίων, ούτε το ύψος
των προμηθειών αλλά να
θέτει τους γενικούς
κανόνες και να φροντίζει
για την αποτελεσματική
λειτουργία των αγορών.
Πολιτική
εκμετάλλευση
Τρία είναι τα βασικά
σημεία που συνηγορούν
ότι και οι κυβερνήσεις
Μητσοτάκη δεν
έχουν αντισταθεί στον
πειρασμό της πολιτικής
εκμετάλλευσης του
θέματος ή έστω της
βολικής σύμπλευσης
με το κοινό αίσθημα περί
τραπεζών:
Το αφήγημα «κακές
τράπεζες που δεν κάνουν
τη δουλειά τους» κρατά
πολλά χρόνια. Από
την έφοδο της Επιτροπής
Ανταγωνισμού στα γραφεία
διοίκησης των μεγάλων
τραπεζών το 2019, λίγους
μήνες μετά την έλευση
του Κ. Μητσοτάκη στην
εξουσία, μέχρι
τη σύγκρουση του
πρωθυπουργού με τις
τράπεζες τον Δεκέμβριο
του 2022 και τα…
μπινελίκια του κ.
Σταϊκούρα, τότε υπουργού
Οικονομικών, λέγονται
πολλά και δεν αλλάζει
τίποτα. Που σημαίνει ότι
είτε δεν υπάρχουν πολλά
να αλλάξουν, καθώς η
λειτουργία των τραπεζών
εξαρτάται από τους
περιορισμούς της
οικονομίας, ή η
κυβέρνηση είναι εντελώς
ανήμπορη να
μετασχηματίσει σε
πράξεις τις διακηρύξεις
της. Σημειώνεται ότι τα
ευρήματα της τόσο
διαφημισμένης εφόδου της
Επιτροπής Ανταγωνισμού
στις τράπεζες το 2019
ήταν φτωχά και η υπόθεση
έληξε με
έναν συμβιβασμό και με
πικρά πρόστιμα στις
τράπεζες. Επίσης και τον
Δεκέμβριο του 2022 ο κ.
Μητσοτάκης επαναλάμβανε
λίγο πολύ τα ίδια με
αυτά που είπε την
προηγούμενη εβδομάδα στη
Βουλή.
Το timing της νέας
σύγκρουσης. Τους
τελευταίους μήνες δεν
είχαμε δυσμενείς αλλαγές
επιτοκίων ή προμηθειών ή
περιορισμό
δανειοδοτήσεων ώστε να
προκληθεί η σχετική
συζήτηση, πολύ
περισσότερο μια κρατική
παρέμβαση. Το αντίθετο
μάλλον, γιατί και οι
προμήθειες έχουν μειωθεί
αισθητά σε σχέση με ένα
χρόνο πριν, μέσω
μηνιαίων πακέτων
συναλλαγών που
προσφέρουν οι τράπεζες,
και τα στεγαστικά είναι
λίγο καλύτερα (αν και
παραμένουν χαμηλά).
Οι αιτιάσεις του
πρωθυπουργού στη Βουλή
για τις τράπεζες και η
προαναγγελία μέτρων
έγινε δυο ημέρες μετά
την κατάθεση πρότασης
του ΠΑΣΟΚ για την
επιβολή έκτακτου φόρου
στις τράπεζες. Ακριβώς
όπως είχε γίνει και το
2022, με τη διαφορά ότι
τότε την πρόταση
επιβολής έκτακτου φόρου
στις τράπεζες είχε
καταθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το
μοτίβο είναι σαφές: οι
τράπεζες εμφανίζουν
(μετά από 14 χρόνια
ζημιών) υψηλή
κερδοφορία, η
αντιπολίτευση ζητά
έκτακτο φόρο και η
κυβέρνηση επιτίθεται
στις τράπεζες
προκειμένου να
απονευρώσει την
αντιπολίτευση.
Πληροφορίες αναφέρουν
ότι αυτή τη φορά η
κυβέρνηση φλέρταρε με
την ιδέα επιβολής ενός
έκτακτου φόρου στις
τράπεζες, σίγουρα
υπήρξαν σχετικές
εισηγήσεις προς τον
πρωθυπουργό, ωστόσο
τελικώς απορρίφθηκε υπό
το βάρος της ανησυχίας
για τις επιπτώσεις στο
Χρηματιστήριο και το
επενδυτικό κλίμα ενώ θα
δυσκόλευε και
την προσπάθεια ταχύτερης
μείωσης του
αναβαλλόμενου φόρου κάτι
που επισήμανε και η
Τράπεζα της Ελλάδος.
Καλλιέργεια επαφής με τη
δεξαμενή των
δυσαρεστημένων, με τις
τράπεζες, πολιτών. Με
το 50% των πολιτών να
βρέθηκαν κάποια στιγμή
στην κρίση στον Τειρεσία
για δάνειο που δεν
εξυπηρετούσαν, με ένα
τεράστιο αριθμό μικρών
επιχειρήσεων και
ελεύθερων επαγγελματιών
να λειτουργούν στα όρια
της μαύρης οικονομίας,
να μην δηλώνουν
εισοδήματα και κατ’
επέκταση να είναι
αποκλεισμένοι από το
τραπεζικό σύστημα, με
τους καταθέτες να
γκρινιάζουν για τα
χαμηλά επιτόκια, τους
ηλικιωμένους εν πολλοίς
αποκλεισμένους από τις
τράπεζες και την
εξυπηρέτηση πελατείας σε
κακό επίπεδο (αναμονή 30
λεπτών στα τηλεφωνικά
κέντρα, δυνατότητα
ραντεβού μόνο πολλές
ημέρες ή και εβδομάδες
μετά) δεν είναι πολλοί
αυτοί που έχουν καλή
εικόνα – άποψη για τις
τράπεζες. Επιπλέον, γύρω
από τα «κόκκινα» δάνεια
αναπτύχθηκε και
ευδοκίμησε ένα
οικοσύστημα δικηγόρων
που ζουν από τη
διευθέτηση των
«κόκκινων» δανείων, το
οποίο έχει ισχυρή
πρόσβαση στα κόμματα και
την κυβέρνηση. Δεν είναι
τυχαίο ότι η πρώτη
ισχυρή εσωκομματική
αντίδραση κατά της
κυβέρνησης, την στιγμή
που ο ΣΥΡΙΖΑ διαλυόταν –
κόμμα που όταν
κυριαρχούσε πολιτικά
υποσχόταν Σεισάχθειες
και κουρέματα οφειλών-
ήταν από ερώτηση 11
βουλευτών της ΝΔ για τα
«κόκκινα» δάνεια και την
προστασία των
δανειοληπτών. Τουτέστιν,
το αντιτραπεζικό ρεύμα
είναι τόσο ισχυρό που
μόνο θα χάσουν όποια
κυβέρνηση, όποια
κόμματα, όποιοι
πολιτικοί, δείξουν –όχι
υποστήριξη- αλλά έστω
και κάποια κατανόηση για
τα επιχειρήματα των
τραπεζών.
Και
είναι γεγονός ότι αυτό
το τελευταίο σημείο
διαμορφώνει μια
πραγματικότητα που
ουδείς πολιτικός μπορεί
να αγνοήσει. Έτσι και η
κυβέρνηση συμπλέει με το
ρεύμα των πολιτών και
αντιδρά στις
αντιπολιτευτικές
πρωτοβουλίες που
προσπαθούν να
εκμεταλλευτούν τα
αισθήματα των πολιτών,
με παρόμοια όπλα.
Δομικά
προβλήματα και λαϊκισμός
Και
μπορεί οι παραπάνω
πολιτικές πτυχές να
εξηγούν την αντίδραση
της κυβέρνησης και
γενικότερα τη στάση του
πολιτικού προσωπικού,
ωστόσο αυτή η απλοϊκή
διαπόμπευση των τραπεζών
έχει σοβαρές επιπτώσεις.
Τα
σοβαρά προβλήματα στη
λειτουργία της
οικονομίας δεν λύνονται
αλλά διαιωνίζονται,
επιβραδύνοντας το ρυθμό
οικονομικής ανάπτυξης,
αποθαρρύνοντας
επενδύσεις και
αφαιρώντας τελικά
δυνητικό πλούτο από τη
χώρα και τους πολίτες.
Τα
προβλήματα που επισήμανε
ο πρωθυπουργός ως προς
τη λειτουργία των
τραπεζών, είναι
προβλήματα υπαρκτά,
ωστόσο σύνθετα:
Χαμηλά επιτόκια. Τα
στοιχεία της ΕΚΤ
δείχνουν μια μεγάλη
απόκλιση μεταξύ των
επιτοκίων των
προθεσμιακών καταθέσεων
στην ΕΕ και στην Ελλάδα
ενώ τα ταμιευτηρίου
είναι σχεδόν μηδενικά.
Σημειώνεται ότι οι
τράπεζες προσφέρουν
επιτόκιο προκειμένου να
«αγοράσουν» καταθέσεις
από νοικοκυριά και
επιχειρήσεις,
προκειμένου να
τις μετασχηματίσουν σε
δάνεια (με υψηλότερα
επιτόκια) και να
αποκομίσουν κέρδος από
τη διαφορά επιτοκίων. Το
πρόβλημα αυτή τη στιγμή
στην Ελλάδα είναι ότι οι
τράπεζες δεν μπορούν να
μετασχηματίσουν τις
καταθέσεις σε δάνεια.
Στο τέλος Οκτωβρίου το
υπόλοιπο καταθέσεων είχε
διαμορφωθεί στα 195 δις.
ευρώ ενώ το υπόλοιπο
δανείων ήταν 121 εκατ.
Υπάρχει δηλαδή ένα
πλεόνασμα καταθέσεων 74
δισ. ευρώ που
«λιμνάζουν» στις
τράπεζες. Με λίγα λόγια,
οι τράπεζες δεν έχουν
κανένα λόγο να πληρώνουν
υψηλότερο επιτόκιο για
τις καταθέσεις, αντίθετα
επιδιώκουν να στρέψουν
τη ρευστότητα των
πολιτών σε άλλα
προϊόντα, όπως είναι τα
αμοιβαία κεφάλαια.
Αντίθετα, στην Ευρώπη
πολλές χώρες πληρώνουν
υψηλότερα επιτόκια διότι
τις καταθέσεις που
συγκεντρώνουν τις
διοχετεύουν σε δάνεια.
Σημειώνεται ότι το
επιτόκιο προθεσμιακών
καταθέσεων που προσφέρει
το κρατικό Ταμείο
Παρακαταθηκών και
Δανείων είναι μικρότερο
του αντίστοιχου
επιτοκίου που προσφέρουν
οι εμπορικές τράπεζες.
Περιορισμένες
δανειοδοτήσεις. Γιατί,
όμως, οι τράπεζες δεν
δανείζουν επιχειρήσεις
και νοικοκυριά; Πολιτικό
προσωπικό και κυρίως η
κυβέρνηση αποφεύγουν να
δουν το πραγματικό
πρόβλημα: ότι
περισσότεροι από τον
μισό πληθυσμό της χώρας
είναι αποκλεισμένοι από
το τραπεζικό σύστημα
λόγω παλαιότερων οφειλών
και Τειρεσία. Με τα μη
εξυπηρετούμενα δάνεια να
έχουν φτάσει στο 50%
στην κορύφωση της
κρίσης, είναι προφανές
ότι ο μισός πληθυσμός
βρέθηκε στο «κόκκινο».
Στην πραγματικότητα ο
αριθμός είναι
μεγαλύτερος γιατί σε
πολλές περιπτώσεις οι
επιπτώσεις ενός
«κόκκινου» δανείου
χτυπούν και τους
εγγυητές. Έχοντας βρεθεί
στις λίστες του Τειρεσία
με οφειλή, ο μισός
πληθυσμός παραμένει
αποκλεισμένος από το
τραπεζικό σύστημα και
δεν μπορούν να εκδώσουν
ούτε πιστωτική κάρτα. Η
κυβέρνηση δεν φαίνεται
να ασχολείται με το θέμα
και δεν υπάρχουν ακόμα
πρωτοβουλίες για το πως
θα μπορέσει να
επανενταχθεί στην
κανονικότητα τουλάχιστον
το κομμάτι των πολιτών
που έχουν ρυθμίσει τις
υποχρεώσεις του
παρελθόντος και
εξυπηρετούν με συνέπεια
τις υποχρεώσεις τους.
Επιπρόσθετα ένας πολύ
μεγάλος αριθμός μικρών
επιχειρήσεων και
ελεύθερων επαγγελματιών
επιμένουν να λειτουργούν
στα όρια της «μαύρης»
οικονομίας,
αποκρύπτοντας
εισοδήματα. Σύμφωνα με
τα στοιχεία της ΑΑΔΕ δύο
στους τρεις, ή ποσοστό
64,2% των ελεύθερων
επαγγελματιών, δήλωσαν
εισοδήματα το 2023 έως
10.000 ευρώ εκ των
οποίων σχεδόν οι μισοί
-το 45%- δήλωσαν
λιγότερα από 5.000 ευρώ.
Από τα 427.810 φυσικά
πρόσωπα που δήλωσαν
εισόδημα από
επιχειρηματική
δραστηριότητα, τα
193.407 ή το 45,2%
δήλωσαν φορολογητέα
καθαρά κέρδη έως 5.000
ευρώ για το φορολογικό
έτος 2022. Επίσης,
72.322 εξ αυτών δήλωσαν
εισόδημα έως 1.000 ευρώ
και συνολικά 30,7 εκατ.
ευρώ. Πώς θα μπορούσαν
να χορηγήσουν δάνεια οι
τράπεζες σε άτομα και
επιχειρήσεις χωρίς
εισοδήματα; Σημειώνεται
ότι, σε αντίθεση με τον
προηγούμενο κύκλο
πιστωτικής επέκτασης,
κατά τον οποίο οι
τράπεζες δεν έδιναν
προσοχή στα φορολογικά
στοιχεία για την
αξιολόγηση ενός
δανειολήπτη και ο οποίος
κορυφώθηκε στα μέσα της
δεκαετίας του 2007,
σήμερα εποπτεύονται από
την ΕΚΤ και υπόκεινται
σε ένα αυστηρό πλαίσιο
κανόνων και απαιτήσεων,
ενώ οι εποπτικοί έλεγχοι
είναι συνεχείς και
συστηματικοί.
Στεγαστικά δάνεια. Ειδικότερα
σε ό,τι αφορά τη χαμηλή
πτήση
των στεγαστικών δανείων
και την απροθυμία των
τραπεζών να αναλάβουν
μεγαλύτερο ρίσκο, όπως
σημείωσε ο πρωθυπουργός,
υπάρχει η διάσταση του
εξαιρετικά βεβαρημένου
ιστορικού των
στεγαστικών, για το
οποίο μεγάλες ευθύνες
έχει το πολιτικό
σύστημα. Οι
καθυστερήσεις στη
στεγαστική πίστη στην
κρίση έφτασαν μέχρι το
45%, με τα πολιτικά
κόμματα να
διαγκωνίζονται για την
προστασία των
δανειοληπτών και τον
νόμο Κατσέλη να
μετατρέπεται σε
καταφύγιο στρατηγικών
κακοπληρωτών. Ακόμα και
σήμερα, η ανάκτηση
οφειλής στεγαστικού
δανείου είναι εξαιρετικά
χρονοβόρα, με υψηλό
κόστος και αβέβαιο
αποτέλεσμα. Επιπλέον
μπορεί να τροφοδοτήσει
εξαιρετικά αρνητική
δημοσιότητα για μια
τράπεζα. Οπότε οι
τράπεζες, εν πολλοίς,
δεν έχουν ιδιαίτερη
όρεξη να χορηγούν
στεγαστικά δάνεια. Ή
διαφορετικά επιλέγουν να
δίνουν στεγαστικά δάνεια
με εξαιρετικά αυστηρά
κριτήρια, τουτέστιν σε
νοικοκυριά πολύ υψηλού
εισοδήματος
ελαχιστοποιώντας τον
κίνδυνο αθέτησης και
ενεργοποίησης της
οδύσσειας που απαιτεί η
ανάκτηση μιας οφειλής.
Ακίνητα που διαθέτουν οι
τράπεζες τα οποία δεν
εκποιούν προκειμένου να
αυξηθεί η προσφορά τους
στην αγορά κατοικίας. Σύμφωνα
με κυβερνητικές
εκτιμήσεις τα ακίνητα
αυτά, που βρίσκονται σε
τράπεζες ή servicers,
μπορεί να ξεπερνούν τα
20.000 ακίνητα και
πράγματι η προσφορά τους
στην αγορά θα μπορούσε
να αποσυμφορήσει σε
κάποιο βαθμό τις
πιέσεις. Ωστόσο τα
ακίνητα αυτά δεν
βγαίνουν στην αγορά,
καθώς τα περισσότερα
αντιμετωπίζουν
πολεοδομικά προβλήματα
που θα πρέπει να
τακτοποιηθούν με τις
πολεοδομίες. Η
τακτοποίηση των
προβλημάτων αυτών με την
εγχώρια γραφειοκρατία
είναι εξαιρετικά
χρονοβόρα και δύσκολη
και σε ορισμένες
περιπτώσεις μοιάζει
αδύνατη. Εκτός των
εξαιρετικά πολύπλοκων
γραφειοκρατικών
διαδικασιών για την
τακτοποίηση των ακινήτων
που έχουν αποκτήσει οι
τράπεζες από
πλειστηριασμούς, ακόμα
και για τα ακίνητα που
έχουν τακτοποιηθεί
πολλές φορές οι
συμβολαιογράφοι
αρνούνται να προχωρήσουν
σε συμβόλαια
επικαλούμενοι νομικές
αβεβαιότητες. Όσο και αν
ακούγεται παράδοξο, την
κατάσταση έχει
περιπλέξει η Ηλεκτρονική
Ταυτότητα Ακινήτου όπου
δημιουργεί πρόσθετες
καθυστερήσεις. Η
κυβέρνηση εγκαλεί τις
τράπεζες για τα ακίνητα,
τη στιγμή που η
γραφειοκρατία έχει
μετατρέψει σε Γολγοθά τη
μεταβίβαση ενός ακινήτου
ακόμα και χωρίς να
υπάρχουν πολεοδομικά
προβλήματα.
Υψηλές προμήθειες στις
τραπεζικές συναλλαγές. Δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι
υπάρχουν προμήθειες που
προκαλούν εκνευρισμό.
Για παράδειγμα, το
έμβασμα μεταφοράς
χρημάτων σε διαφορετική
τράπεζα μπορεί να φτάσει
τα 4 ευρώ, ένα έμβασμα
σε χώρα εκτός Ευρώπης τα
20 ευρώ, η επανέκδοση
μιας κάρτας τα 6 ευρώ,
υπερβολική προμήθεια για
τη χρήση καρτών εκτός
ευρωζώνης κ.α. Ωστόσο, η
συζήτηση γίνεται στη
βάση εντυπώσεων και η
κυβέρνηση δεν έχει
παρουσιάσει συγκεκριμένα
στοιχεία, ενώ οι
τράπεζες υποστηρίζουν
ότι οι χρεώσεις
προμηθειών στην Ελλάδα
είναι χαμηλότερες των
ευρωπαϊκών. Παρά τις
όποιες υπερβολές, στην
πράξη με ένα μικρό
μηνιαίο κόστος 1 - 3
ευρώ, μέσω των πακέτων
συναλλαγών που
προσφέρουν οι τράπεζες,
οι πολίτες μπορούν να
διεκπεραιώνουν πλήθος
τραπεζικών συναλλαγών
κάθε μήνα. Παρόλα αυτά,
αποτελεί ερώτημα γιατί
οι τράπεζες δεν μειώνουν
κάποιες από τις
υπερβολικά υψηλές
προμήθειες. Κριτική
ασκείται στις τράπεζες
στα έξοδα φακέλου και
νομικού ελέγχου που
φτάνουν τα 700 ευρώ για
κάθε στεγαστικό δάνειο.
Και ενώ η κυβέρνηση
φαίνεται πως επιδιώκει
τη μείωση των
προμηθειών, την ίδια
στιγμή δεν κάνει τίποτα
για να αποσυμφορήσει τις
τραπεζικές συναλλαγές
από τα πρόσθετα κόστη
που επιβάλλει η ίδια. Η
περιβόητη εισφορά του
νόμου 128 του 1975
επιβαρύνει με πρόσθετο
επιτόκιο υπέρ του
Δημοσίου 0,12% για
στεγαστικά δάνεια και
0,60% για επιχειρηματικά
ή στεγαστικά δάνεια που
έχουν επενδυτικό σκοπό
και τα οποία
καταβάλλονται κάθε μήνα
για όλη τη διάρκεια ζωής
του δανείου. Στα
καταναλωτικά δάνεια
υπάρχει εισφορά 0,6%,
στα πινάκια επιταγών 3
τις χιλίοις χαρτόσημο,
ενέγγυες πιστώσεις
επιβαρύνονται με 1,2%,
τα ασφαλιστικά με
διάρκεια μικρότερη των
10 ετών έχουν χαρτόσημο
2,4% κ.α.
Ο
αυτισμός των τραπεζών...
Απέναντι
στην δημαγωγική
προσέγγιση του πολιτικού
προσωπικού και οι
τράπεζες φαίνονται υπερβολικά
προσηλωμένες στη
λογιστική αντιμετώπιση
του θέματος εντελώς
αποκομμένες από τις
πολιτικές δυναμικές και
την κοινωνία.
Με
δεδομένη όλη αυτή τη
γκρίνια και τα παράπονα,
είναι παράδοξο πως δεν
έχουν προχωρήσει στη
δραστική μείωση
ορισμένων προμηθειών που
είναι εντελώς
υπερβολικές και
αποκομμένες από τη
σύγχρονη πραγματικότητα
(ακριβώς όπως η εισφορά
του ν. 128/75). Χρεώσεις
όπως τα εμβάσματα εκτός
ευρωζώνης, τα εμβάσματα
για μεταφορά σε άλλη
τράπεζα, το κόστος
επανέκδοσης κάρτας, το
κόστος μετατροπής
συναλλαγών σε συνάλλαγμα
κ.α.
Αρνούνται να θυσιάσουν
ένα μικρό μέρος των
εσόδων τους
προκειμένου να κάνουν
πιο προσιτές κάποιες
συναλλαγές και να βάλουν
τέλος στην γκρίνια. Πολύ
περισσότερο, τη στιγμή
που οι προμήθειες επί
των συναλλαγών αποτελούν
μόλις το 1/3 των
εσόδων από προμήθειες.
Σημειώνεται ότι το
σύνολο των εσόδων από
προμήθειες αποτελούν
λιγότερο από το 1/3 των
συνολικών εσόδων.
Τουτέστιν οι προμήθειες
συναλλαγών είναι αρκετά
κάτω από το 10% των
συνολικών εσόδων των
τραπεζών.
Επιπλέον
οι τράπεζες δεν
έχουν κάνει πολλά για
την ουσιαστική
αναβάθμιση της
εξυπηρέτησης της
πελατείας τους.
Συχνά η αναμονή για την
τηλεφωνική εξυπηρέτηση
φτάνει ή ξεπερνά τα 30
λεπτά ενώ τα ραντεβού
απαιτούν από αρκετές
ημέρες μέχρι και
εβδομάδες. Για
προβλήματα που χρήζουν
άμεσης αντιμετώπισης η
τραπεζική γραφειοκρατία
συναγωνίζεται αυτή του
κράτους.
Γενικώς,
οι τράπεζες σε μια
προσπάθεια να στρέψουν
τον κόσμο στα
εναλλακτικά ηλεκτρονικά
κανάλια εξυπηρέτησης
κάνουν εξαιρετικά
δύσκολη την επαφή και
εξυπηρέτηση μέσω
καταστημάτων. Για τους
μεγαλύτερης ηλικίας
συμπολίτες μας μια απλή
συναλλαγή με την τράπεζα
αποτελεί Γολγοθά.
Τέλος η
γραφειοκρατία που έχει
αναπτυχθεί για πολλές
τραπεζικές εργασίες, αν
και σε ένα βαθμό
επιβάλλεται ρυθμιστικά,
δοκιμάζει τα όρια
της υπομονής της
πελατείας και αποτελεί
εστία γκρίνιας και
παραπόνων.
...Και
το τίμημα του λαϊκισμού
Η
συζήτηση για έκτακτο
φόρο στις τράπεζες
ξεκίνησε πριν λίγες
ημέρες μετά την επέκταση
σχετικού φόρου στις
ισπανικές τράπεζες. Αυτό
όμως που παραβλέπει
βολικά το εγχώριο
πολιτικό προσωπικό είναι
πως, όταν ξέσπασε η
κρίση στην Ισπανία, οι
πολιτικές δυνάμεις
συνεννοήθηκαν,
συναίνεσαν στην εφαρμογή
των δύσκολων πολιτικών
που απαιτήθηκαν για να
μην μπει η Ισπανία σε
μνημόνια, και το
τραπεζικό σύστημα της
χώρας υπέστη ελάχιστες
απώλειες.
Αντίθετα, στην Ελλάδα στην
κρίση τα κόμματα
διολίσθησαν σε μια τυφλή
σύγκρουση με στόχο να
ανέλθουν στην εξουσία,
παρέσυραν τη χώρα σε μια
χαμένη μάχη με την Ευρώπη,
οδήγησαν σε μια βίαιη
ύφεση την οικονομία που
έχασε το 25% του ΑΕΠ, ενώ
το τραπεζικό σύστημα
κυριολεκτικά διαλύθηκε
και απαιτήθηκαν 3
ανακεφαλαιοποιήσεις.
Η χρεοκοπία των τραπεζών
ήταν κυρίως αποτέλεσμα
του «κουρέματος» των
κρατικών ομολόγων αλλά
και της αφύσικης
διόγκωσης των μη
εξυπηρετούμενων δανείων
που σε κάποιες
περιπτώσεις, όπως τα
στεγαστικά,
τροφοδοτήθηκε από τις
εκτός πραγματικότητας
υποσχέσεις των
κομμάτων.
Οι
ιδιώτες μέτοχοι των
τραπεζών είδαν σχεδόν τρεις
φορές να
μηδενίζεται η αξία των
μετοχών τους, ενώ οι
τράπεζες ήταν ζημιογόνες
για περισσότερα από 10
χρόνια και προχώρησαν
στη διανομή μερίσματος
για τη χρήση του 2023
για πρώτη φορά μετά από
16 χρόνια.
Αυτό εν
πολλοίς ήταν το τίμημα
του λαϊκισμού και της
δημαγωγίας που πλήρωσε
πανάκριβα η χώρα.
Το
χειρότερο όλων, όμως,
είναι ότι και σήμερα το
πολιτικό προσωπικό
εξακολουθεί να
αντιμετωπίζει τα σοβαρά
προβλήματα της
οικονομίας με όρους
λαϊκισμού.
Και
είναι βέβαιο ότι σύνθετα
προβλήματα, όπως γιατί
οι τράπεζες δεν
δανείζουν, γιατί δεν
αξιοποιούν το απόθεμα
ακινήτων, γιατί δεν
προσφέρουν καλύτερα
επιτόκια, προβλήματα που
συνδέονται με
διαρθρωτικές αδυναμίες
της χώρας, δεν
αντιμετωπίζονται με τη
διαπόμπευση των
τραπεζών.
Πηγή:
Business Daily
|