Στην
τελευταία έκθεση Μεταπρογραμματικής Εποπτείας γίνονται
μια σειρά επισημάνσεις
που δείχνουν ότι η
πρόοδος σε ότι αφορά την
ταχύτητα απονομής της
δικαιοσύνης δεν είναι
αυτή που θα έπρεπε. Αυτό
επιβεβαιώνεται και από
την Ετήσια Εκθεση του
Εθνικού Συμβουλίου
Παραγωγικότητας της
Ελλάδας για το 2024 (ΚΕΠΕ)
που σημειώνει ότι «το
δικαστικό σύστημα
αντιμετωπίζει σοβαρές
καθυστερήσεις,
αποθαρρύνοντας την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Εργαλεία όπως η τεχνητή
νοημοσύνη και η
ηλεκτρονική κατανομή
υποθέσεων μπορούν να
ενισχύσουν σημαντικά την
αποτελεσματικότητα».
Όπως
γράφει η Αρτεμις
Σπηλιώτη στην Ημερησία,
σύμφωνα με τα στοιχεία
της Εκθεσης του ΚΕΠΕ ο εκτιμώμενος χρόνος που
απαιτείται για την
επίλυση επίδικων
αστικών, εμπορικών και
διοικητικών υποθέσεων
στο Πρωτοδικείο έχει
καταστεί μεγαλύτερος,
στις 750 ημέρες το 2022,
από 480 ημέρες το 2012.
Πρόκειται για μια από
τις χειρότερες επιδόσεις
στην ΕΕ27.
Ένα άλλο παράδειγμα
αδικαιολόγητης
καθυστέρησης είναι ότι η
μέση διάρκεια των
διαδικασιών ενώπιον των
εθνικών αρχών
ανταγωνισμού στην Ελλάδα
για την περίοδο
2020-2022 είναι 2.100
ημέρες, ενώ ο μέσος όρος
της ΕΕ των 27 είναι
μικρότερος από 1.500.
Η
σημασία της Δικαιοσύνης
Οι δύο
εκθέσεις αναδεικνύουν,
τον καθοριστικό ρόλο που
έχει η δικαιοσύνη στην
οικονομική ανάπτυξη με
δεδομένο ότι η χώρα μας
θα πρέπει να εντείνει
τις προσπάθειες για
μείωση του ιδιωτικού
χρέους ώστε χιλιάδες
νοικοκυριά και
επιχειρήσεις να
επιστρέψουν στην
οικονομική κανονικότητα
και ταυτόχρονα να
καλυφθεί το επενδυτικό
κενό, με βιώσιμες
επενδύσεις. Σημειώνεται
ότι η Ελλάδα θα πρέπει
να πετύχει ετήσια
πραγματική αύξηση των
επενδύσεων κατά 8% μέχρι
το 2030 για να
προσεγγίσει το μερίδιο
των επενδύσεων στο ΑΕΠ
της Ευρωζώνης (περίπου
22% )
Ειδικότερα σε ότι αφορά
τα «κόκκινα» δάνεια που
κατά κύριο λόγο
βρίσκονται στους
servicers (περί τα 70
δισεκ. ευρώ στο τέλος
του β’ 6μήνου 2024) η
Επιτροπή επισημαίνει –
και δεν είναι η πρώτη
φορά – τις καθυστερήσεις
και στα εμπόδια
διεξαγωγής των
πλειστηριασμών που
σχετίζονται με την
υπερβολικά μεγάλη
διάρκεια επίλυσης
διαφορών μετά τον
πλειστηριασμό (συνήθως
ορίζονται ημερομηνίες
ακροάσεων πέραν το 2033)
αλλά και οι σημαντικές καθυστερήσεις στην
εγγραφή των συναλλαγών
στο κτηματολόγιο.
«Αυτά τα
ΜΕΔ περιορίζουν την
πρόσβαση σε πιστώσεις,
εμποδίζουν την
οικονομική ανάπτυξη και
περιπλέκουν περαιτέρω
αναβαθμίσεις της
αξιολόγησης του κράτους»
τονίζεται στην Εκθεση Μεταπρογραμματικής Εποπτείας.
Βέβαια
αναγνωρίζεται οι
πρόσφατες αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με
τις οποίες αυξάνονται οι
πληροφορίες που είναι
διαθέσιμες μέσω της
πλατφόρμας
πλειστηριασμών, τους
απλήρωτους λογαριασμούς
κοινής ωφέλεια που δεν
θα επιβαρύνουν τον νέο
ιδιοκτήτη καθώς και οι
αλλαγές – βελτιώσεις που
θα ακολουθήσουν, θα
μπορούσαν να αυξήσουν το
ενδιαφέρον των αγοραστών
και να αντιμετωπίσουν
τις καθυστερήσεις.
Οι τροπολογίες που
εγκρίθηκαν πρόσφατα
αποσκοπούν στη
διευκόλυνση της
διεξαγωγής των
πλειστηριασμών και στην
αύξηση του αριθμού των
επιτυχημένων
πλειστηριασμών
αντιμετωπίζοντας τις
ανεπάρκειες του σταδίου
πριν από τη δημοπρασία.
Ο αριθμός των
προγραμματισμένων
δημοπρασιών μεταξύ
Απριλίου 2024 και
Σεπτεμβρίου 2024 (τον
Αύγουστο δεν γίνονται
πλειστηριασμοί)
αυξήθηκε κατά 7% σε
σύγκριση με το
προηγούμενο εξάμηνο
Επιπλέον, το ποσοστό
των αναστολών μειώθηκε
σημαντικά, από 50% σε
25,6%. Ωστόσο, περίπου
το 75% των
πλειστηριασμών δεν είναι
επιτυχείς (άγονοι
πλειστηριασμοί), ενώ σε
επιτυχείς
πλειστηριασμούς τρίτοι
απέκτησαν μόνο το 50%
περίπου των ακινήτων.
Ο
«Ηρακλής»
To υψηλό
ποσοστό ανεπιτυχών
πλειστηριασμών, η μη
ρευστοποιήσιμη
δευτερογενής αγοράς και
οι καθυστερήσεις στις
δικαστικές διαδικασίες
επηρεάζουν και τις τιτλοποιήσεις του
«Ηρακλή» .
Σε
σύγκριση με τα αρχικά
επιχειρηματικά σχέδια,
διάφορα χαρτοφυλάκια που
τιτλοποιήθηκαν στο
πλαίσιο του αρχικού
σχήματος «Ηρακλή»
συνέχισαν να
παρουσιάζουν χαμηλή απόδοση,
λόγω χαμηλότερων
ανακτήσεων από
ρευστοποιήσεις
εξασφαλίσεων λόγω της
αναστολής των
διαδικασιών εκτέλεσης
κατά τη διάρκεια της
πανδημίας COVID-19
Σημειώνεται ότι η
κυβέρνηση σχεδιάζει τη επέκταση του προγράμματος με
αύξηση των κρατικών
εγγυήσεων κατά 1 δις
ευρώ στα 3 δις ευρώ και
παράταση μέχρι τον
Ιούνιο του 2025, υπό την
επιφύλαξη έγκρισης από
την Ε.Ε (σ.σ αναμένεται
εντός του Δεκεμβρίου.)
Συνολικά, εννέα
τιτλοποιήσεις
προγραμματίζονται στο διευρυμένο καθεστώς (τρεις
ζητήθηκαν στο
προηγούμενο καθεστώς και
έξι νέες,
συμπεριλαμβανομένων δύο
από Αttica – Παγκρήτια).
Η ακαθάριστη λογιστική
αξία αυτών των εννέα
τιτλοποιήσεων ανέρχεται
σε 9.526 εκατ. ευρώ,
χρησιμοποιώντας συνολικά
κρατικές εγγυήσεις 3.015
εκατ. ευρώ. Οι
προγραμματισμένες
τιτλοποιήσεις θα
μειώσουν σημαντικά το
δείκτης ΜΕΔ στον τομέα
των μη συστημικών ενώ ο
αντίκτυπος στις
συστημικές τράπεζες έχει
ήδη καταγραφεί, καθώς οι
τράπεζες ταξινόμησαν τις
περισσότερες από τις
προγραμματισμένες
τιτλοποιήσεις τους ως
κρατούμενες προς πώληση
έως τον Ιούνιο του 2024.
Το
επενδυτικό περιβάλλον
Αρνητική
μεταβολή της βαθμολογίας
της ελληνικής δικαιοσύνης (το
2023 σε σχέση με το
2022) είχε ως
αποτελέσματα την πτώση
της χώρας στην κατά 3
θέσεις στην παγκόσμια
κατάταξη, καταγράφοντας
τη μεγαλύτερη πτώση
μεταξύ των 27 της Ε.Ε
(25η θέση) σύμφωνα το
World Justice Project
(WJP) που «βαθμολογεί»
κάθε χρόνο τα συστήματα
δικαιοσύνης σε 142
χώρες, με Δανία,
Νορβηγία, Φιλανδία και
Σουηδία να έχουν το
υψηλότερο σκορ. Αξίζει
να σημειωθεί ότι 13 από
τα 27 κράτη μέλη είχαν
αρνητική μεταβολή στη
βαθμολογία μεταξύ 2022
και 2023.
Σύμφωνα
με το WJP (2023),
ο δείκτης αποτελείται
από οκτώ κύριους
παράγοντες, και
συγκεκριμένα: 1)
Περιορισμούς στις
κυβερνητικές εξουσίες,
2) Απουσία διαφθοράς, 3)
Ανοιχτή κυβέρνηση, 4)
Θεμελιώδη δικαιώματα, 5)
Τάξη και ασφάλεια, 6)
Κανονιστική επιβολή, 7)
Αστική δικαιοσύνη και 8)
Ποινική δικαιοσύνη.
Όπως
αναφέρει η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή τα
αποτελεσματικά συστήματα δικαιοσύνης είναι
απαραίτητα για την
ενίσχυση της
εμπιστοσύνης και τη
βελτίωση του επενδυτικού
κλίματος και τη
βιωσιμότητα της
μακροπρόθεσμης
ανάπτυξης. Και
υπογραμμίζεται ότι τα
συστήματα δικαιοσύνης
υψηλής ποιότητας
ενθαρρύνουν τις
επενδύσεις και την
καινοτομία και
συμβάλλουν στην
παραγωγικότητα και την
ανταγωνιστικότητα.
Η
ελληνική δικαιοσύνη
υποφέρει ιδιαίτερα από χρονοβόρες διαδικασίες (το
2022 η επίλυση αστικών,
εμπορικών και
διοικητικών υποθέσεων
απαιτούσε περί τις 750
μέρες) και ταυτόχρονα, ο
αριθμός των δικαστών ανά
100.000 κατοίκους είναι
σχετικά υψηλός στην
Ελλάδα, 37 το 2022, από
23 το 2012, ενώ ο μέσος
όρος της ΕΕ είναι
περίπου 25, όπως
αναφέρεται στην έκθεση
του ΚΕΠΕ. Ομοίως, ο
αριθμός των δικηγόρων
στην Ελλάδα το 2022
ξεπερνά τους 440
δικηγόροι ανά 100.000
κατοίκους, από περίπου
380 το 2012, ενώ ο μέσος
όρος της ΕΕ είναι
μικρότερος από 250. Ο
μεγάλος αριθμός δικαστών
και δικηγόρων, σε
συνδυασμό με τις
χρονοβόρες διαδικασίες,
δείχνουν ότι το ελληνικό
δικαστικό σύστημα
στερείται σημαντικά
αποτελεσματικότητας.
Ένας
σημαντικός λόγος πίσω
από αυτή την έλλειψη
είναι η χαμηλή χρήση
της ψηφιοποίησης ενώ
η Ελλάδα έχει τη
χαμηλότερη μεταξύ των 27
της ΕΕ χρήση ψηφιακής
τεχνολογίας από τα
δικαστήρια και τις
εισαγγελικές υπηρεσίες.
Επίσης, τα εργαλεία
επικοινωνίας των
δικαστηρίων είναι ως επί
το πλείστον μη διαθέσιμα
των ελληνικό δικαστικό
σύστημα (τελευταίο
μεταξύ των 27 της ΕΕ).
|