| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Πέμπτη, 00:01 - 07/07/2022

 

Περίληψη: 

 

Η ελληνοαμερικανική στρατηγική σχέση μπορεί να αναπτυχθεί περιμετρικά του τουρκικού προβλήματος, ενισχύοντας την στρατηγική βαρύτητα της Ελλάδος στον αμερικανικό μηχανισμό λήψης αποφάσεων, χωρίς παράλληλα να καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις περί αμερικανικών εγγυήσεων ασφαλείας προς την Ελλάδα σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης ή νέας διμερούς κρίσης.

 

 

--------------------

 

Η απόφαση της κυβέρνησης Trump να επιβάλλει γενικευμένο εμπάργκο όπλων στην τουρκική «Προεδρία Αμυντικής Βιομηχανίας» (Savunma Sanayii Başkanlığı/SSB) στις 14 Δεκεμβρίου 2020, περίπου έναν μήνα πριν από την επεισοδιακή λήξη της θητείας της, αποτελεί σημαντικό ορόσημο για την εξέλιξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, το οποίο μεταβάλλει την δυναμική στο γεωστρατηγικό παίγνιο Ελλάδας-Τουρκίας-ΗΠΑ-Ρωσίας. Η δυναμική αυτή αλλάζει τις μεταψυχροπολεμικές ισορροπίες που έως σήμερα ωφελούσαν σχεδόν μονομερώς την Τουρκία έναντι της Ελλάδος.

 

 

Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, εκφωνεί ομιλία κατά την διάρκεια της τελετής άφιξης των πρώτων μαχητικών Rafale από την Γαλλία, στην Τανάγρα, στις 19 Ιανουαρίου 2022. REUTERS/Alkis Konstantinidis
 

-------------------------------------------------------------

 

Παρά το γεγονός ότι θα ήταν μεγάλη αυταπάτη να ομιλούμε για μετατόπιση της αμερικανικής πολιτικής υπέρ της Ελλάδος στα κρίσιμα ζητήματα εθνικής ασφαλείας που αντιμετωπίζουμε στο Αιγαίο, την Κύπρο, και την Ανατολική Μεσόγειο, η σημασία αυτών των κυρώσεων αλλά και η αυτόνομη δυναμική εμβάθυνσης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Οι κυρώσεις αυτές προκαλούν έμπρακτη ζημία στην τουρκική αμυντική βιομηχανία και το νευραλγικό συντονιστικό της κέντρο, που από τον Δεκέμβριο του 2017 υπάγεται απευθείας στον πρόεδρο Erdogan [1], και σηματοδοτούν το δεύτερο -μετά τον εξοβελισμό της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας (ΤΠΑ) [2] από το πρόγραμμα των F-35- ουσιώδες ρήγμα στις σχέσεις Άγκυρας-Ουάσιγκτον. Το ρήγμα αυτό δεν επαρκεί για να οδηγήσει σε κατάρρευση το οικοδόμημα της αμερικανοτουρκικής συμμαχίας που θα μετέβαλλε ουσιαστικά την ουδετερόφιλη προσέγγιση των ΗΠΑ στα ελληνοτουρκικά, η οποία επιβεβαιώθηκε κατά την πρόσφατη ελληνοτουρκική κρίση του Αυγούστου-Δεκεμβρίου 2020.

 

Η παραδοσιακή γραφειοκρατία του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών και μέρους της υπηρεσιακής ηγεσίας του αμερικανικού Υπουργείου Άμυνας, ιδίως εκείνης που προέρχεται από την ευρωπαϊκή διοίκηση και το ΝΑΤΟ, εξακολουθεί να θεωρεί την Τουρκία υπερπολύτιμη για τις ΗΠΑ, ενώ κρίνει ως καταστρεπτική για τα αμερικανικά συμφέροντα την περαιτέρω εμβάθυνση της τουρκορωσικής συνεργασίας [3], την οποία και θεωρεί ότι μπορεί να ανατρέψει, ιδίως εάν το 2023 φύγει από τη μέση ο Ερντογάν.

 

Αυτό που είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, από ελληνικής πλευράς είναι ότι, πλέον, στο ανωτέρω κυρίαρχο αφήγημα υπάρχει σαφής και οργανωμένος αντίλογος. Η επικρατούσα αντίληψη για το πόσο γεωστρατηγικά «αναντικατάστατη» είναι η Τουρκία αμφισβητείται ευθέως από ένα συνασπισμό παραγόντων ο οποίος βλέπει ολοένα και περισσότερο την Τουρκία ως έναν επωαζόμενο ανταγωνιστή [4], ένα ισλαμο-εθνικιστικό αυταρχικό καθεστώς που βρίσκεται -στην καλύτερη περίπτωση- σε ψυχροπολεμικές σχέσεις με το Ισραήλ και την Αίγυπτο και συναλλάσσεται με επιτήδεια επιδεκτικότητα με την Ρωσία, την διαλυτική επιρροή της οποίας υποτίθεται ότι προτίθεται να ανασχέσει.

 

Ο αντίλογος αυτός καλλιεργείται συστηματικά από στελέχη της Κεντρικής Διοίκησης (CENTCOM) του αμερικανικού Πενταγώνου τα οποία έχουν αντιμετωπίσει την τουρκική αναθεωρητική πολιτική επί του πεδίου στα διάφορα μέτωπα της Μέσης Ανατολής [5], από σημαντική μερίδα, ως επί το πλείστων συντηρητικών, αμερικανικών δεξαμενών σκέψης, από μερίδα Τούρκων πολιτικών αυτοεξορίστων, αλλά και από στελέχη του άτακτου ελληνοαμερικανικού lobby που πρωταγωνίστησαν στην σύνταξη του East Mediterranean Act του 2019.

Ο αντίλογος αυτός φαίνεται να αποτελεί την κυρίαρχη άποψη μεταξύ κορυφαίων Γερουσιαστών και Βουλευτών, όπως οι Bob Menendez, Mark Rubio, Jim Risch, Mike McCaul, και Eliot Engel από αμφότερα τα πολιτικά κόμματα, οι οποίοι έχουν πρωταγωνιστήσει στην επιβολή των κυρώσεων CAATSA στην Τουρκία το 2020, και επέβαλαν ένα «σιωπηλό» εμπάργκο όπλων στην Άγκυρα ήδη από το 2018 [6] αρνούμενοι να απελευθερώσουν κονδύλια και εξαγωγικές άδειες για τη μεταφορά αμερικανικού πολεμικού υλικού στην Τουρκία μετά την απόφαση του Ερντογάν να αγοράσει τους S-400 το 2017.

 

Το κείμενο που ακολουθεί αναλύει την δυναμική των αμερικανοτουρκικών σχέσεων μετά τις κυρώσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2020 ιχνηλατώντας τις επιπτώσεις τους στην διμερή ελληνοτουρκική ισορροπία δυνάμεων. Οι επιπτώσεις αυτές είναι πολύ περισσότερο αισθητές στο στρατιωτικό παρά στο διπλωματικό επίπεδο. Το κείμενο αναδεικνύει το χάσμα στρατηγικής αντίληψης αναφορικά με την αντιμετώπιση του τουρκικού «προβλήματος» μεταξύ της αμερικανικής κυβέρνησης και της αμερικανικής γερουσίας υποστηρίζοντας την άποψη ότι η πληγή που άνοιξε με τους S-400 θα συνεχίζει, με ή χωρίς τον Ερντογάν, να δηλητηριάζει τις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις. Το ρήγμα που άνοιξε με τους S-400 ενισχύει τη δυναμική περαιτέρω απόκλισης που θα καταστήσει την Άγκυρα ανταγωνιστικό «φιλεχθρό» (Frenemy) [7] της Ουάσιγκτον και στρατηγικό συναλλακτικό σύμμαχο (transactional ally) της Μόσχας, χωρίς να θέτει φυσικά την Τουρκία εκτός ΝΑΤΟ.

 

Μια τέτοια επιλογή άλλωστε δεν ωφελεί ούτε την Τουρκία, σε περίπτωση επιδείνωσης των τουρκο-ρωσικών σχέσεων, ούτε άλλωστε και την Ρωσία που θέλει την Τουρκία εντός ΝΑΤΟ ως «δούρειο ίππο» της, όπως την έχει εύστοχα χαρακτηρίσει ο Michael Rubin του American Enterprise Institute [8]. Η Άγκυρα, με την σειρά της, δεν έχει άλλωστε κανένα ενδοιασμό να διαδραματίζει έναν τέτοιο ρόλο ως εξυπηρέτηση στη Μόσχα, κερδίζοντας ανταλλάγματα από την Ρωσία σε άλλα μέτωπα, ιδίως όπου είναι στρατηγικά απούσες οι ΗΠΑ όπως στην Συρία και στην Λιβύη [9].

 

Μέσα σε αυτό το δυναμικό πλαίσιο θα αναλυθούν τα περιθώρια ελιγμών που δημιουργούνται για την ελληνική στρατηγική, τουλάχιστον έως τα τέλη του 2023, όταν υπάρχει η πιθανότητα, αλλά σίγουρα όχι η βεβαιότητα, όπως αφελώς καλλιεργείται από διάφορα ΜΜΕ, ήττας του προέδρου Ερντογάν μετά από 20 έτη αδιάλειπτης παραμονής του στην εξουσία. Ενδεχόμενη ανατροπή του Ερντογάν δεν συνεπάγεται απαραιτήτως ανατροπή του Ερντογανικού αναθεωρητισμού. Η «εναλλακτική» πρόταση που φαίνεται να συγκροτείται από την κεμαλική εθνικιστική αντιπολίτευση του CHP και την υπερεθνικιστική αντιπολίτευση του IYI Parti, εμφορείται από αντίστοιχα οράματα μεγαλοϊδεατισμού και αντισιωνιστικού αντιαμερικανισμού που, όπως έχει αναδείξει ο Svante Cornell του Hudson Institute, θεωρούνται πλέον κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα για σχεδόν το σύνολο του τουρκικού πολιτικού κατεστημένου [10].

 

Μια συγκυβέρνηση CHP-IYI ουδεμία αλλαγή θα επιφέρει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό ακόμη και εάν σε αυτήν την κυβέρνηση συμμετέχουν έκπτωτοι Ερντογανιστές όπως ο Ahmet Davutoglu ή ο Ali Babacan. Ωστόσο, ανάλογα με την ισχύ των παντουρκιστών της Aksener σε μια τέτοια κυβέρνηση, ένας συνασπισμός κεμαλιστών-υπερεθνικιστών είναι πιθανότερο να επικεντρωθεί σε έναν ανταγωνισμό με την ρωσική σφαίρα επιρροής στην ζώνη του «μαλακού υπογαστρίου» της Μόσχας μεταξύ Μαύρης Θάλασσας και Κεντρικής Ασίας, μειώνοντας την εμπλοκή της Άγκυρας στη Μέση Ανατολή και τερματίζοντας την ταύτισή της με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα.

 

Κάτι τέτοιο θα αφαιρέσει σε μεγάλο βαθμό την ψυχροπολεμική αντιπαράθεση της Τουρκίας με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, και τα ΗΑΕ. Είναι αδύνατον να προβλεφθεί με ακρίβεια το κατά πόσο μια κυβέρνηση με κυρίαρχο πυρήνα της τους Κεμαλιστές θα απαγκιστρώσει την Τουρκία από την Συρία, την Λιβύη, και τα υπόλοιπα μέτωπα της Μέσης Ανατολής, αλλά μια τέτοια πολιτική, εάν ακολουθηθεί, θα αποδυναμώσει δραστικά τον πυρήνα εμβάθυνσης των ελληνο-αιγυπτιακών και ελληνο-ισραηλινών σχέσεων, όπως αναπτύχθηκαν μετά το 2011.

 

Αυτό είναι κάτι που πολύ πιθανόν θα επιδιώξει και η ίδια η αμερικανική διπλωματία εάν διαβλέψει ότι υπάρχει ουσιαστικό ενδεχόμενο εξομάλυνσης του τουρκο-ισραηλινών σχέσεων, όπως άλλωστε έκανε την περίοδο 2013-2016. Μια τέτοια αλλαγή θα ενδυναμώσει καταλυτικά την φιλοτουρκική πτέρυγα επιρροής στην Ουάσιγκτον, ακόμη και εάν η νέα τουρκική κυβέρνηση δεν επιστρέψει τους S400 στην Ρωσία, αντιστρέφοντας έτσι την δυναμική εμβάθυνσης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και την δυνητικά παραλυτική επίπτωση του εμπάργκο όπλων που επέβαλλε στην τουρκική πολεμική βιομηχανία το Κογκρέσο.

 

Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ TRUMP ΚΑΙ Η ΔΙΕΛΚΥΣΤΙΝΔΑ ΤΩΝ S-400

 

Η απόφαση επιβολής των κυρώσεων κατά της SSB αποτέλεσε ιστορικό γεγονός για λόγους πέραν του ότι η Τουρκία έχει καταστεί η μοναδική χώρα μέλος του ΝΑΤΟ που υπέστη στρατιωτικές κυρώσεις από την Ουάσιγκτον σε δύο μάλιστα περιπτώσεις (1975-1978, 2020-…) μετά την ένταξήη της στην Ατλαντική Συμμαχία. Η επιβολή των κυρώσεων που απαγόρευσε την εξαγωγή και μεταφορά αμερικανικού πολεμικού υλικού αξίας άνω των $25 εκατομμυρίων στην SSB και την δανειοδότησή της (και των συνεργαζόμενων με αυτή εταιριών) με ποσά άνω των $10 εκατομμυρίων [11] δεν ελήφθη ελαφριά τη καρδία. Οι κυρώσεις ήταν σχεδιασμένες να επιβάλλουν κλιμακούμενο κόστος στο σύνολο της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας, τόσο στον εισαγωγικό όσο και στον εξαγωγικό της βραχίονα.

 

 

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, χαιρετά τον πρόεδρο της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, κατά την διάρκεια μιας κοινής συνέντευξης Τύπου στον Λευκό Οίκο, στην Ουάσιγκτον, στις 13 Νοεμβρίου 2019. REUTERS/Joshua Roberts
 

-----------------------------------------------------------------

 

Παράλληλα οι ΗΠΑ ανέλαβαν την ευθύνη να μπλοκάρουν την έκδοση δανείων τα οποία θα αιτείται η SSB από διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, κάτι που θα μπορούσε να μπλοκάρει θεωρητικά ακόμη και συμβόλαια της SSB ή αμυντικό υλικό που σχετίζεται με την SSB ακόμη και εάν αυτό δεν χρησιμοποιεί πατενταρισμένα αμερικανικά υλικά ή τεχνολογίες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας της SSB περίπου το 35% του συνόλου των τουρκικών αμυντικών εξαγωγών περιλαμβάνουν αμερικανικά υποσυστήματα, εξαρτήματα, λογιστικές και λοιπές τεχνολογικές εφαρμογές και ως εκ τούτου μπορούν να στοχοποιηθούν από την αμερικανική κυβέρνηση ακόμη και εάν η εμπορική συναλλαγή δεν αφορά άμεσα τις ΗΠΑ [12]. Η κυβέρνηση Trump έδωσε πληθώρα ευκαιριών στην Άγκυρα για να αποφύγει τις κυρώσεις. Μεταξύ της επιβολής των κυρώσεων τον Δεκέμβριο του 2020, δυνάμει του νόμου CAATSA (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act) του 2017, και της απόφασης εξοβελισμού της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35 τον Απρίλιο του 2019 πέρασαν σχεδόν είκοσι μήνες.

 

Ήταν τέτοια η διστακτικότητα του προέδρου Trump και της αμερικανικής γραφειοκρατίας να προχωρήσουν σε αυτό που η πλειοψηφία των Αμερικανών Βουλευτών/Γερουσιαστών θεωρούσε αυτονόητο, που το Κογκρέσο υποχρέωσε με μεγάλες διακομματικές πλειοψηφίες την αμερικανική κυβέρνηση να προχωρήσει στην ενεργοποίηση του CAATSA. Το επέβαλε στις 3 Δεκεμβρίου 2019 μετατρέποντας την επιβολή των κυρώσεων κατά της Τουρκίας σε υποχρεωτική εκτελεστική διάταξη του αμερικανικού αμυντικού προϋπολογισμού για το έτος 2020 [13].

 

Αυτό δε είναι αξιοσημείωτο ότι έγινε όχι μετά την αγορά ή μετά την παραλαβή του συστήματος, αλλά μόνο μετά την χρησιμοποίηση των S-400 εναντίον αεροσκαφών F-16 που συμμετείχαν στην διεθνή άσκηση «Ευνομία» η οποία διοργανώθηκε από την Ελλάδα τον Αύγουστο του 2020 [14] και κυρίως μετά την τηλεμετάδοση της πρώτης επιχειρησιακής ενεργοποίησης του συστήματος στις 16 Οκτωβρίου 2020 [15]. Παρά την επικοινωνιακή προσπάθεια της τουρκικής κυβέρνησης να υποβαθμίσει το γεγονός [16] η νομική και πολιτική πραγματικότητα που επέβαλαν οι κυρώσεις οδήγησαν στην απώλεια πολύ περισσότερων συντελεστών ισχύος για τις ΤΕΔ (Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις) από το περίπου $1 δισ./έτος που ήταν η αξία των τουρκικών εισαγωγών πολεμικού υλικού από τις ΗΠΑ μεταξύ 2015-2018 [17]. Το βασικό αμεσότερο πρόβλημα εντοπίστηκε και εντοπίζεται στην ΤΠΑ και αφορά:

 

α) την αδυναμία ολοκλήρωσης της αναβάθμισης 30 F-16 από την κατηγορία Block 30 στην κατηγορία Block 50 που ξεκίνησε το 2017 για να παγώσει το 2018 [18],

 

β) την σταδιακή απώλεια ανταλλακτικών που απαιτούνται για την συντήρηση και λειτουργία του στόλου της ΤΠΑ, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά σε αμερικανικά μέσα, και

 

γ) την άρνηση παροχής εξαγωγικής άδειας για τον κινητήρα LHTEC T800-4A που η ΤΑΙ (Turkish Aerospace Industry) ήθελε να χρησιμοποιήσει βάσει πατέντας από την AgustaWestland για τα επιθετικά ελικόπτερα Τ129 ΑΤΑΚ.

 

Η απαγόρευση έκδοσης της άδειας εξαγωγής επιβλήθηκε καθώς αυτός ο κινητήρας αναπτύχθηκε για την AgustaWestland που είναι μια ιταλο-βρετανική εταιρία, από μια αμερικανο-βρετανική κοινοπραξία στην οποία συμμετείχαν οι Rolls Royce και η αμερικανική Honeywell με αποτέλεσμα να τιμωρείται πέραν της ΤΑΙ και η πακιστανική αεροπορία στρατού η οποία δεν βρίσκεται στο στόχαστρο των ΗΠΑ. Η νομιμότητα αυτής της δευτερογενούς επίπτωσης των αμερικανικών κυρώσεων, ιδίως σε ό,τι αφορά υπό παράδοση αμυντικά συμβόλαια τα οποία είχαν συμφωνηθεί πριν την επιβολή των αμερικανικών κυρώσεων, αμφισβητείται από την Τουρκία και τους συμμάχους της στην Ουάσινγκτον και ίσως να αποτελούν την βάση της εξαίρεσης που φαίνεται να διασφάλισε η ΤΑΙ για την εξαγωγή 6 ελικοπτέρων Τ129 ΑΤΑΚ στις Φιλιππίνες τον Μάιο του 2021 [19].

 

Ωστόσο, αυτός ο πιθανός βαθμός ευελιξίας, δεν αντιμετωπίζει το ουσιαστικό πολιτικό πρόβλημα [20] για την SSB, ακόμη και εάν όλα τα προ της 14/12/2020 εξαγωγικά της συμβόλαια τελικά επιτραπούν να εκτελεστούν από τις ΗΠΑ, κάτι που είναι, παρεμπιπτόντως, εξαιρετικά αμφίβολο. Προς επίρρωση αυτού του επιχειρήματος αρκεί κανείς να υπογραμμίσει την απόφαση του Πακιστάν τον Ιανουάριο του 2022 να ακυρώσει, μετά από δύο αναβολές, την παραγγελία 30 ελικοπτέρων Τ129 ΑΤΑΚ, μιας συμφωνίας αξίας $1,5 δισ. που ανάγεται στο 2018 [21].

 

Στην πραγματικότητα η τουρκική κυβέρνηση δεν αιφνιδιάστηκε από την επιβολή των κυρώσεων καθώς η ΤΠΑ συσσώρευε συστηματικά επιπρόσθετα ανταλλακτικά για να συντηρήσει τον στόλο των F-16 της σε περίπτωση επιβολής εμπάργκο ήδη από το 2018 ή τις αρχές του 2019 [22], ώστε να αποφύγει το προηγούμενο της περιόδου 1975-1978 όταν είχαν επιβληθεί ακόμη πιο δρακόντειες κυρώσεις μετά την εισβολή του τουρκικού στρατού στην Κύπρο.

 

Παρά το γεγονός ότι οι κινητήρες F110 των τουρκικών F-16 παράγονται με σχετική άδεια της GE Aviation στο Eskişehir, η άδεια αυτή πλέον τίθεται υπό αμφισβήτηση και το ίδιο ισχύει για μια σειρά από ανταλλακτικά, συστήματα πλοήγησης και συστήματα αυτοπροστασίας που χρησιμοποιούνται από βασικές μονάδες της ΤΠΑ συμπεριλαμβανομένων των εναερίων ραντάρ έγκαιρης προειδοποίησης E-7T AEW&C Peace Eagle, των μέσων ναυτικής συνεργασίας P-235 Meltem II και των ιπτάμενων tanker KC-135 Stratotanker [23].

 

Η σχετική αυτονόμηση της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας θα μπορούσε να δώσει –ιδίως εάν το Πακιστάν προσφέρει με διακριτικότητα ανταλλακτικά για τα τουρκικά F16- μέρος της λύσης στο πρόβλημα της συντήρησης αλλά δεν μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημα της αναβάθμισης [24] την ώρα που –ακόμη και πριν το εμπάργκο του Pompeo- o τουρκικός στόλος των 270 μαχητικών F-16 ήταν ήδη κατώτερος από άποψη ποιοτικών επιχειρησιακών χαρακτηριστικών του αντίστοιχου ελληνικού [25]. Και αυτό, χωρίς να ληφθεί υπόψιν η περαιτέρω αποδυνάμωση της ΤΠΑ λόγω των μαζικών διωγμών που εξαπέλυσε ο Erdogan εναντίον των στελεχών της λόγω των υπαρκτών ή φανταστικών επαφών μελών της ΤΠΑ με το δίκτυο του Fetullah Gullen.

 

Συνολικά, όπως υπογραμμίζει ο τούρκος αμυντικός αναλυτής Metin Gurcan, «οι κυρώσεις θα επηρεάσουν περίπου το 40% των τουρκικών αμυντικών εισαγωγών από τις ΗΠΑ και θα μπορούσε να έχει μια καταστρεπτική επίπτωση εάν συνεχιζόταν για περίοδο δύο –τριών ετών … ζωτικής σημασίας προγράμματα που θα επηρεασθούν αφορούν τον εκσυγχρονισμό και τη συντήρηση του στόλου των μαχητικών F-16, την ανάπτυξη του εθνικού μαχητικού αεροσκάφους TF-X, των ελικοπτέρων Τ129 ΑΤΑΚ, και των φρεγατών MILGEM … H SSB διαχειρίζεται περίπου 700 διαφορετικά προγράμματα συνολικής αξίας άνω των $9 δισ. εκ των οποίων μεγάλος αριθμός έχει ανάγκη από άδειες εξαγωγής [τρίτων]. Σωρεία εθνικών εξοπλιστικών προγραμμάτων εξαρτώνται από εκατοντάδες αμερικανικά συστήματα και υποσυστήματα. Υπό αυτήν την οπτική, οι κυρώσεις απειλούν να πνίξουν μακροπρόθεσμα την τουρκική αμυντική βιομηχανία» [26].

 

Ένα βασικό ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί επαρκώς, με δεδομένη την προετοιμασία της ΤΠΑ για το ενδεχόμενο επιβολής των αμερικανικών κυρώσεων από το 2018, είναι το γιατί ο Ερντογάν προχώρησε στην προμήθεια και την επιδεικτική ενεργοποίηση των S-400; Παρασύρθηκε από την έπαρση της ειδικής σχέσης που φαίνεται ότι απολάμβανε με τον πρόεδρο Trump; Ή ήταν απολύτως συνειδητή η επιλογή του και απλά έλαβε ένα λελογισμένο ρίσκο;

 

Εάν ισχύει το πρώτο, υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού μέσω της μεταφοράς του συστήματος εκτός Τουρκίας είτε της αποθήκευσής του όπως συχνά προτείνει η φιλοτουρκική ομάδα πίεσης στην Ουάσινγκτον. Εάν η επιλογή ήταν όντως συνειδητή τότε πολύ απλά δεν υπάρχει κανένα περιθώριο συμβιβασμού, τουλάχιστον για όσο καιρό παραμένει ο ίδιος και το ΑΚΡ στην εξουσία, μολονότι και για την ίδια την αντιπολίτευση η εγκατάλειψη των S-400 θα ήταν μια επιλογή εξαιρετικά επιζήμια από πολιτική άποψη, και ιδιαιτέρα παρακινδυνευμένη από γεωπολιτική άποψη.

 

Τόσο το CHP όσο και το IYI Parti έχουν επανειλημμένως και δημοσίως στηρίξει τον Erdogan και την επιλογή των S-400 ακόμη και πριν την επιβολή των αμερικανικών κυρώσεων [27], ενώ η επιστροφή του συστήματος στην Ρωσία ή η μεταπώλησή του θα επιφέρει τη μήνιν της Ρωσίας σε μια σειρά από ανοικτά γεωπολιτικά μέτωπα από την Συρία και την Λιβύη έως το Ναγκόρνο Καραμπάχ όπου η συγκατάθεσή/ανοχή της Μόσχας στην συνέχιση της τουρκικής παρουσίας είναι ίσως σημαντικότερη από την στήριξη των ΗΠΑ που είναι ουσιαστικά απούσες και από τα τρία αυτά μέτωπα άμεσου τουρκικού ενδιαφέροντος.

 

Παράλληλα, η Ρωσία, όπως απέδειξε την περίοδο 2015-2016, διαθέτει οικονομικούς μοχλούς αποτελεσματικής οικονομικής πίεσης έναντι της Τουρκίας εάν θέλει να τους αξιοποιήσει, και πέραν του ενεργειακού τομέα, με έμφαση στις κατασκευές, τις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και τον τουρισμό, τρείς τομείς εμπορικής δραστηριότητας τους οποίους και περιόρισε δραστικά σε απάντηση της κατάρριψης του ρωσικού SU-24 το 2015 [28].

 

Για τον Erdogan, ο βασικός λόγος της επιλογής του S400 ήταν η οικοδόμηση ενός πλέγματος δυνατοτήτων στρατηγικής αεράμυνας ως τον αμυντικό βραχίονα ενός επιθετικού βαλλιστικού συστήματος πυραύλων μεγάλου (Yildirim IV, Bora-2) και μεσαίου (Bora-1, Yildirim II, Yildirim-III) βεληνεκούς που η Άγκυρα αναπτύσσει με βάση τα αντίστοιχα πακιστανικά/κινεζικά τεχνικά πρότυπα εδώ και δύο δεκαετίες. Η Τουρκία δεν διέθετε -έως την ανάπτυξη των S-400- ισοδύναμο αμυντικό σύστημα όπως οι ελληνικοί S300 και το πολύ πιο προηγμένο αμερικανικό σύστημα των Patriot (PAC-3). Η Τουρκία δεν πήρε τους S400 για πολιτικούς ή διπλωματικούς αλλά για αμιγώς στρατηγικούς λόγους μετά την συστηματική άρνηση των κυβερνήσεων Obama να επιτρέψει την συμπαραγωγή των συστημάτων Patriot από την Τουρκία, κάτι που επίσης αρνήθηκε να κάνει και η Μόσχα.

 

Η Τουρκία, με δεδομένο το βεληνεκές των S-400 θα τους αναπτύξει πλησίον των επιθετικών πυραυλικών βάσεων που εγκαθιστά, και των μεγάλων αεροπορικών σχηματισμών της σε θέση αντιμετώπισης της μοναδικής Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ) στην περιοχή, πέραν της ισραηλινής, που θα μπορούσε να της προκαλέσει ανταποδοτικά στρατηγικά πλήγματα ακόμη και σε απάντηση δικού της πρώτου αιφνιδιαστικού χτυπήματος. Το ότι αυτή η Π.Α. καθίσταται ποιοτικά ισχυρότερη μέσα στα επόμενα χρόνια μέσω της ένταξης στο δυναμικό της των Rafale και της αναβάθμισης των F-16 σε Viper, καθιστά απολύτως απαραίτητη την διατήρηση των S-400 στην τουρκική αεράμυνα ώστε να καλύπτουν το μέτωπο του Αιγαίου και τις θαλάσσιες οδεύσεις από/προς την Κύπρο.

 

Το να μεταφερθούν στην αμερικανική βάση στο Incirlik ή την κατεχόμενη Κύπρο ή πολύ περισσότερο στην Λιβύη, το Αζερμπαϊτζάν, ή το Κατάρ [29] δεν εξυπηρετεί τις αμυντικές επιχειρησιακές ανάγκες της Τουρκίας στο Αιγαίο, ενώ, ειδικά εάν μεταφερθούν στην Κύπρο, θα είναι πολύ πιο εύκολο να εντοπισθούν και να εξουδετερωθούν από το πυροβολικό της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ. Το να τεθούν δε υπό διπλό τουρκικό και αμερικανικό έλεγχο στο Incirlik αποτελεί μια απαράδεκτη ταπείνωση για το σύνολο σχεδόν της τουρκικής πολιτικής τάξης, η οποία ομοθυμαδόν στήριξε τον Erdogan στην κόντρα του με τους Αμερικανούς. Για τον Τούρκο πρόεδρο δε μια τέτοια επιλογή θα αποτελούσε πολιτική αυτοκτονία και μεγάλο προεκλογικό δώρο στους αντιπάλους του εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2023 (ή 2022).

 

Μια ενδεχόμενη εθελούσια αποθήκευση και απενεργοποίηση του S400, όπως έκανε για δεκαετίες η Ελλάδα στην Κρήτη με τους S-300, θα προϋπέθετε την αγορά Patriot από την Τουρκία, κάτι που το αμερικανικό Πεντάγωνο θα ήταν απρόθυμο να κάνει όσο το ρωσικό σύστημα θα παρέμενε στην Τουρκία με δυνατότητα άμεσης επανενεργοποίησης οποτεδήποτε θα το επιθυμούσε η Άγκυρα [30].

 

 

Ένα όχημα ραντάρ του πυραυλικού συστήματος εδάφους-αέρος S-400 Triumph σε δρόμο προς την Λευκορωσία για να συμμετάσχει σε στρατιωτικές ασκήσεις, στην περιοχή Khabarovsk της Ρωσίας. Στατική εικόνα από βίντεο που κυκλοφόρησε στις 21 Ιανουαρίου 2022. Russian Defence Ministry/Handout via REUTERS
 

-------------------------------------------------------------------

 

Μόνο εάν η Τουρκία ξεφορτωθεί εντελώς τους S-400 -με ό,τι ρήξη κάτι τέτοιο θα συνεπάγεται με τη Μόσχα- θα μπορούσε να ανακτήσει τα F-35 και αυτό θα προϋπέθετε μια μεγάλη μάχη της κυβέρνησης Biden με την αμερικανική Γερουσία. Σε κάθε περίπτωση, το ίδιο το αμερικανικό Κογκρέσο έχει θέσει ως προϋπόθεση για την αλλαγή της στάσης του στο θέμα το F-35, την επιστροφή των τουρκικών S-400 στην Ρωσία, όχι την αποθήκευση ή απενεργοποίηση τους εντός Τουρκίας, κάτι που εκ των πραγμάτων περιορίζει τα όρια ευελιξίας της αμερικανικής διπλωματίας. Κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει όσο ο Ερντογάν και το ΑΚΡ παραμένουν στην εξουσία.

 

Ένα άλλο σημαντικό ερώτημα που έχει επίσης υποτιμηθεί είναι το γιατί οι ΗΠΑ αρνήθηκαν συστηματικά επί προεδρίας Obama να μοιραστούν την τεχνολογία και τη μερική συμπαραγωγή των PAC-3 με την Τουρκία, όπως έκαναν για τα F-16 και την ίδια περίοδο για τα F-35, αποφεύγοντας την δυνητική ρήξη με τον Erdogan. Ίσως να πίστευαν ότι δεν θα τολμούσε ένα τόσο επισφαλές άνοιγμα με την Ρωσία, κάτι που φάνηκε να επιβεβαιώνεται έως το 2015 αλλά μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Ο Erdogan στράφηκε προς τον Putin σε αντίδραση της άρνησης των ΗΠΑ να παραδώσουν, ως άλλον Ocalan, τον Gullen στην τουρκική «δικαιοσύνη», κάτι που στα μάτια του Erdogan αποδείκνυε και την «συνενοχή» της Ουάσινγκτον στο πραξικόπημα παρωδία του 2016 [31].

 

Επιπρόσθετο σημαντικό παράγοντα αποτέλεσε και η κάθετη άρνηση του αμερικανικού Πενταγώνου να συζητήσει καν το ενδεχόμενο συμπαραγωγής των PAC-3 με δεδομένη την τακτική σύμπλευση της Τουρκίας με το Daesh και την Al-Qaeda, στην προσπάθειά της να ανατρέψει το καθεστώς Assad την περίοδο 2013-2015. Κάτι τέτοιο ήταν μια επιλογή που η προεδρία Obama είχε καταφανώς εγκαταλείψει μετά το 2013 στρεφόμενη, ιδιαίτερα μετά τη μάχη του Kobani, υπέρ των Κούρδων της Συρίας. Η συγκεκριμένη απόφαση της κυβέρνησης Obama αποτέλεσε ανάθεμα για τον Ερντογάν, εμπεδώνοντας την ανάγκη για τον ίδιο να στραφεί με μεγαλύτερη επίταση κατά των αμερικανικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή, σε τακτική σύμπλευση και συμμαχία με την Ρωσία [32].

 

Η ΨΥΧΡΟΤΗΤΑ BIDEN, Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ, ΚΑΙ Η ΜΕΤΑ ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΕΠΟΧΗ

 

Η προδιάθεση της κυβέρνησης Biden έναντι του προέδρου Erdogan ήταν συγκρουσιακή. Εφάρμοσε, υπό την πίεση του Κογκρέσου, τις κυρώσεις Pompeo, και στις 24 Απριλίου 2021 [33] έπραξε κάτι που προφανώς θα σόκαρε την τουρκική διπλωματία σπάζοντας ένα ταμπού δεκαετιών, το οποίο η Άγκυρα ξόδεψε εκατοντάδες εκατομμύρια για να διατηρήσει από την δεκαετία του 1980. Η αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας επιδέχεται πολλές αναγνώσεις. Η πλέον γεωπολιτικά σημαντική, που όμως φαίνεται να αποτελεί τη μειοψηφούσα άποψη εντός των κόλπων του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών και ίσως της αμερικανικής κυβέρνησης γενικότερα, έχει διατυπωθεί γλαφυρά από το επικεφαλής του γραφείου σχεδιασμού πολιτικής του State Department επί προεδρίας Trump, Andrew Doran.

 

Σχολιάζοντας σε άρθρο του στο Foreign Policy την αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας, ο Doran επεσήμανε ότι «ο Biden μπορεί να κάνει το σωστό γιατί η Τουρκία έχει απωλέσει την στρατηγική της σημασία για τις ΗΠΑ» προσθέτοντας ότι «η Τουρκία δεν αποτελεί έναν φυσικό σύμμαχο για τις ΗΠΑ. Από τις τρεις παραδοσιακές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής την τελευταία χιλιετία -τους Τούρκους, τους Πέρσες, και τους Άραβες- είναι η Τουρκία εκείνη που ιστορικά έθετε τη μεγαλύτερη απειλή κατά της Δύσης...Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η ειδικότερα η εκτενής θητεία του Erdogan έχουν αποδείξει την επιβεβαίωση αυτού του ιστορικού κανόνα. Οι ειδικοί συζητούν αδιάκοπα εάν η στρατηγική κατεύθυνση του Erdogan είναι νεοοθωμανική, πανισλαμιστική, ή υπερεθνικιστική αλλά αυτό είναι παντελώς άσχετο. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η Τουρκία είναι ένα ολοένα και πιο κακόβουλο κράτος που μοιράζεται λίγα από τα συμφέροντα ή τις αξίες της Δύσης» [34].

 

O Soner Cagaptay του Washington Institute for Near East Policy, επίσης υπογραμμίζει ότι η απόφαση του Biden στηρίζεται στην κατανόηση του γεγονότος ότι «ο πρόεδρος της Τουρκίας χρειάζεται τις ΗΠΑ περισσότερο απ’ όσο τον χρειάζεται η Ουάσιγκτον. Εκμεταλλεύεται αυτήν την ευκαιρία ελπίζοντας να διορθώσει κάποιες από τις συμπεριφορές του Erdogan, συμπεριλαμβανομένων των αντιδημοκρατικών του ενεργειών, και των στενές του σχέσεων με τον Putin… Το ουσιώδες ζήτημα δεν είναι ότι ο Biden είναι εκνευρισμένος με τον Erdogan αλλά ότι είναι εκνευρισμένη μαζί του σχεδόν όλη η αμερικανική κυβέρνηση. Πολλοί εντός και εκτός της κυβέρνησης [Biden] βλέπουν τον Erdogan ως έναν αυταρχικό ηγέτη που θέτει μια ευθεία απειλή σε περιφερειακά συμφέροντα των ΗΠΑ» [35].

 

Αν η αναγνώριση της Αρμενικής Γενοκτονίας αποτέλεσε το ναδίρ των αμερικανοτουρκικών σχέσεων κατά το πρώτο έτος της προεδρίας Biden από τον Μάιο του 2021 και μετά, η Ουάσινγκτον φαίνεται να ακολουθεί έκτοτε μια «διορθωτική» πορεία στις σχέσεις της με την Άγκυρα παρά το γεγονός ότι η πρώτη συνάντηση μεταξύ των δύο προέδρων στο περιθώριο της συνόδου του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο του 2021 απέτυχε να σημειώσει την οποιαδήποτε πρόοδο στο θέμα των S-400.

 

Αντιθέτως, επιβεβαίωσε το υφιστάμενο χάσμα το οποίο στην συνέχεια ο Τούρκος πρόεδρος φρόντισε να διευρύνει ανακοινώνοντας την πρόθεσή του να προμηθευθεί και δεύτερη συστοιχία του ρωσικού αμυντικού συστήματος [36]. Ωστόσο, παρά το αδιέξοδο αυτό και παρά την σημαντική ενίσχυση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Ελλάδα με τις νέες εγκαταστάσεις των ΗΠΑ στην Σούδα, στο Στεφανοβίκειο, και την Αλεξανδρούπολη, η αμερικανική διπλωματία φαίνεται να επιστρέφει σε ένα γνώριμο μοτίβο ίσων αποστάσεων που, αν μη τι άλλο, δεν μετατοπίζει την Ουάσινγκτον πλησιέστερα των ελληνικών θέσεων.

 

Η ανακοίνωση τον Αύγουστο του 2021 του Alexander Mikeev, του επικεφαλής της ρωσικής κρατικής εταιρίας εξαγωγής οπλικών συστημάτων Rosboronexport, με την οποία αποκάλυψε την ολοκλήρωση των τεχνικο-οικονομικών μελετών για την προμήθεια δεύτερου συντάγματος S400 από την Τουρκία [37] θα έπρεπε να σηματοδοτήσει την αρχή ενός νέου κύκλου αμερικανοτουρκικής ψυχρότητας, αλλά δεν το έκανε.

 

Το γεγονός ότι η Ρωσία προχώρησε σε μια τέτοια κίνηση δεν σηματοδοτεί απλά το δέλεαρ απόκτησης και άλλων ρωσικών οπλικών συστημάτων από την Ρωσία όπως το μαχητικό 5ης γενιάς SU-57. Σηματοδοτεί και μια συστηματική υποεκτίμηση από την πλευρά της Άγκυρας της βούλησης και της ικανότητας τουλάχιστον μέρους του αμερικανικού πολιτικού συστήματος να κάνει αυτό που το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει αποδειχθεί ανίκανο να πράξει: να επιβάλλει δηλαδή κυρώσεις με δόντια, κυρώσεις που έχουν πραγματικό αποτέλεσμα αποδυνάμωσης της τουρκικής παροντικής και εξελικτικής ισχύος. Ίσως ο Τούρκος πρόεδρος να έχει εκτιμήσει ότι οι ΗΠΑ δεν θα προχωρήσουν στην επιβολή και άλλων κυρώσεων, πέραν των κυρώσεων Pompeo. Ίσως θεωρεί ότι η απειλή του να αποκτήσει SU-57 θα αποτρέψει τις ΗΠΑ από την περαιτέρω ενεργοποίηση των κυρώσεων CAATSA, αν και ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Anthony Blinken, έχει ξεκαθαρίσει από τον Απρίλιο του 2021 ότι νέες αγορές ρωσικών οπλικών συστημάτων από την Τουρκία θα επιφέρουν νέες κυρώσεις [38].

 

Είναι ασαφές το πόσο κοντά βρίσκεται ο πρόεδρος Erdogan στην απόφαση απόκτησης ενός δεύτερου συντάγματος S-400 ή κατά πόσο θέλει να χρησιμοποιήσει την απειλή απόκτησης μιας δεύτερης συστοιχίας για να πιέσει τους Αμερικανούς να ικανοποιήσουν, αν όχι την επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35 [39], τουλάχιστον το αίτημα της δομικής αναβάθμισης των δυνατοτήτων του τουρκικού στόλου των F-16. Αυτό, η Τουρκία επιδιώκει να το επιτύχει αφενός αγοράζοντας 40 F-16 Block 70 ή 72 έκδοσης Viper και αφετέρου ανακαινίζοντας άλλα 80 F-16 σε ανώτερες επιχειρησιακές εκδόσεις ανάλογες των ελληνικών F-16 Block 52, Block 52+, και Block 52+ Advanced [40].

 

Στην πραγματικότητα, η Άγκυρα προσκαλεί την αμερικανική κυβέρνηση να καταργήσει τις κυρώσεις Pompeo με αντάλλαγμα την διατήρηση των S-400 στην τουρκική αεράμυνα [41]. Μάλιστα, το κόστος της συγκεκριμένης εξαγοράς θα καλυφθεί -κατά την άποψη της Άγκυρας- από την αποζημίωση που οι ΗΠΑ οφείλουν στην Τουρκία για τον εξοβελισμό τους από το πρόγραμμα των F-35 ωσάν οι ίδιοι οι Αμερικανοί να επέβαλλαν στην Τουρκία στην επιλογή των S-400! Η σιωπή του αμερικανικού ΥΠΕΞ έναντι της προσβλητικής αυτής αξίωσης του Τούρκου προέδρου είναι δηλωτική της εσωτερικής του αμφιθυμίας να μην «χάσει» την Τουρκία και την γεωστρατηγική υπεραξία που συνεχίζει να της αποδίδει. Ίσως η κυρίαρχη τάση της αμερικανικής διπλωματίας είναι να κατευνάζει τακτικά την Τουρκία επιδιώκοντας την μη περαιτέρω επιδείνωση των διμερών σχέσεων Άγκυρας-Ουάσινγκτον μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 2023, ευελπιστώντας στην πτώση του Erdogan μέσω της ψήφου των τούρκων πολιτών.

 

Όπως πολύ σωστά υπογράμμισε τον Οκτώβριο του 2021 και ο Έλληνας ΥΠΕΞ, «υπάρχουν υπηρεσιακά στελέχη της “Administration” που διακατέχονται ακόμα από μια περισσότερο συντηρητική προσέγγιση, η οποία έχει ως πρωταρχικό στόχο “να μην απολεσθεί” η Τουρκία» για την Δύση, έχοντας στον νου τη μετά Ερντογάν εποχή… Η Τουρκία αγοράζει μη νατοϊκά όπλα τελευταίας τεχνολογίας, κατασκευάζει μη Δυτικό πυρηνικό αντιδραστήρα, και έχει βρει ένα modus vivendi με μη συμμαχικές δυνάμεις στην Συρία και την Λιβύη. Η σημερινή Τουρκία δεν έχει καμία σχέση με την χώρα που ήταν πριν από δύο δεκαετίες, και ακόμα περισσότερο με την χώρα που εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ το 1952. Αυτό μένει να το αφομοιώσει η γραφειοκρατία στην Ουάσιγκτον και στο ΝΑΤΟ» [42]. Αυτό που φαίνεται να διαφεύγει του αμερικανικού υπολογισμού είναι ότι η πτώση του Erdogan μόνο δεδομένη δεν μπορεί να θεωρείται, και ότι η κάθε κίνηση κατευνασμού αποθρασύνει τον Τούρκο πρόεδρο. Εάν οι ΗΠΑ δώσουν τα F-16 Viper στην Τουρκία για να ισοσταθμίσουν το ελληνικό πρόγραμμα αναβάθμισης αλλά ο Erdogan κρατήσει και τους S-400, ποια ακριβώς εγγύηση έχουν οι Αμερικανοί ότι αφού πρώτα παραλάβει τα Viper ο Erdogan μετά δεν θα προχωρήσει στην απόκτηση και δεύτερου συντάγματος S-400;

 

Εάν τα F-16 Viper αποτελούν τεχνολογική γέφυρα «μετάβασης» για τα F-35, όπως έχει πολύ σωστά σημειώσει ο απερχόμενος πρέσβης των ΗΠΑ στη Αθήνα, κ. Pyatt, ήδη από το 2019 [43], πόσο επιβλαβής θα είναι για το ΝΑΤΟ και την αμερικανική τεχνολογία η δυνατότητα υποκλοπής αυτών των τεχνολογικών πλεονεκτημάτων από τους S-400; Εάν, όπως υπογραμμίζει η ίδια η Lockheed Martin, το αναβαθμισμένο ραντάρ APG-83 AESA των Viper χρησιμοποιεί τεχνολογία μαχητικού 5ης γενιάς ανάλογης με αυτή των F-35 [44], πώς είναι δυνατόν να είναι συμβατό με το S-400; Πώς είναι δυνατόν εάν το ραντάρ του Viper εγκλωβιστεί από τους S-400 να μην καταστήσει τρωτό, έστω και μερικώς, και το αντίστοιχο ραντάρ του F-35 [45];

 

Μια τέτοια κατευναστική στάση δεν ενισχύει μόνο τον ίδιο τον Erdogan σε πολιτικό επίπεδο εντός της Τουρκίας, αλλά ενδυναμώνει και την διαπραγματευτική του θέση τόσο έναντι των ΗΠΑ όσο και έναντι της Ρωσίας. Δεν περιορίζει τις επιλογές του. Αντιθέτως τις αυξάνει. Μια ξεκάθαρη αρνητική απάντηση του αμερικανικού ΥΠΕΞ στην ανωτέρω απαίτηση του Erdogan, όπως ήδη έκαναν δεκάδες Αμερικανοί βουλευτές και η διακομματική ηγεσία της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας [46], όπως και μια ξεκάθαρη προειδοποίηση ότι εάν προχωρήσει σε νέες αγορές S400 θα του επιβληθούν πολύ αυστηρότερες κυρώσεις από εκείνες που επέβαλε ο Pompeo, θα «ξεμπρόστιαζαν» την μπλόφα του Τούρκου προέδρου την ώρα που η τουρκική λίρα καταρρέει και η τουρκική οικονομία βρίσκεται σε πληθωριστικό τέλμα.

 

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ: ΕΛΛΑΣ-ΓΑΛΛΙΑ-ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ;

 

Η ανωτέρω δομική αμφιθυμία της αμερικανικής διπλωματίας έναντι της Τουρκίας δεν διέλαθε της προσοχής της ελληνικής κυβέρνησης η οποία, αν και κατανόησε τα όρια ελιγμών που δημιουργεί για την Αθήνα αυτή η αμφισημία, έχει επιτύχει να διευθύνει την εμβάθυνση των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων σε στρατηγικό επίπεδο. Η εμβάθυνση αυτή, όπως αναφέρθηκε στον πρόλογο του κειμένου, έχει μεγαλύτερο αποτύπωμα στο επίπεδο της διμερούς στρατιωτικής συνεργασίας και σε ό,τι αφορά στην επέκταση του αποτυπώματος των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων σε διαφορετικά σημεία της ελληνικής επικράτειας που πλέον μπορεί να σχεδιάζεται σε πενταετή βάση [48], και σε ό,τι αφορά στην προμήθεια σημαντικών οπλικών συστημάτων.

 

Τα συστήματα αυτά σε συνδυασμό με τις κυρώσεις Pompeo διευρύνουν σημαντικά το ποιοτικό πλεόνασμα του ελληνικού στόλου των F-16, του οποίου η αναβάθμιση σε επίπεδο Viper πρέπει να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί πολύ πιο γρήγορα από το υφιστάμενο χρονοδιάγραμμα του προγράμματος που λήγει το 2027 [49]. Παράλληλα μια σειρά συστημάτων μικρότερης κλίμακας όπως τα επτά σύγχρονα ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα ΜΗ-60 Romeo [50] αναβαθμίζουν τις ικανότητες των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων τόσο σε ποσοτικό όσο και σε ποιοτικό επίπεδο. Αυξάνουν την αποτρεπτική μας ικανότητα κατά τρόπο ουσιώδη στοχεύοντας τομείς όπου η Τουρκία επιδιώκει να αποκτήσει σημαντικό πλεονέκτημα, δηλαδή τον στόλο υποβρυχίων με την καθέλκυση μεταξύ 2022-2026 έξι τουρκικών U214.

 

Ωστόσο, κανένα από αυτά τα συστήματα δεν είναι τόσο ισχυρό ώστε να αλλάξει πραγματικά τους «όρους του παιχνιδιού» επιφέροντας μια δομική μεταβολή στο αμυντικό ελληνοτουρκικό ισοζύγιο ισχύος την ώρα που ο τουρκικός αναθεωρητισμός έχει φράσει στα 6 ν.μ. έξω από τις ανατολικές ακτές της Κρήτης. Το τραύμα του τουρκο-λιβυκού μνημονίου, που μόνο εν μέρει έχει επουλωθεί από την υπογραφή της ελληνο-αιγυπτιακής συμφωνίας μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ του Αυγούστου 2020, πρέπει να επιφέρει την ολική αφύπνιση του εθνικού συστήματος εθνικής ασφαλείας της χώρας.

 

Το σοκ του Νοεμβρίου του 2019 σε συνδυασμό με την παρατεταμένη ελληνοτουρκική κρίση του Αυγούστου-Δεκεμβρίου 2020, ανέδειξε ξεκάθαρα τα κενά του εξοπλιστικού δυναμικού της χώρας μετά από την δεκαετή συρρίκνωση των αμυντικών προϋπολογισμών της μνημονιακής περιόδου. Τα κενά αυτά έπρεπε και πρέπει να καλυφθούν όχι απλά και μόνο με την ενσωμάτωση συστημάτων που διατηρούν την λογική της ποιοτικής ισορροπίας. Η ελληνική αμυντική ισχύς χρειαζόταν και χρειάζεται να επιτελέσει ποιοτικά αλλά και συστημικά άλματα ώστε να μην βρεθεί ποτέ ξανά στη μειονεκτική θέση που βρέθηκε το καλοκαίρι του 2020.

 

Η τουρκική επεκτατικότητα έχει φτάσει προ πολλού στο μη περαιτέρω, αμφισβητώντας όχι μόνο τα κυριαρχικά μας δικαιώματα εντός της οριοθετημένης ΑΟΖ μας, όπως απέδειξαν οι απόπειρες παρενόχλησης του Nat Geo το φθινόπωρο του 2021 στα ανοικτά της ανατολικής Κρήτης, αλλά και την ίδια την κυριαρχία της χώρας στην πλειοψηφία των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και πέραν αυτού.

 

 

Μοντέλα αεροσκαφών Rafale δίπλα στην ελληνική και την γαλλική σημαία πριν από την υπογραφή συμφωνίας για την αγορά μαχητικών αεροσκαφών Rafale, κατασκευής Dassault, στο ελληνικό Υπουργείο Άμυνας, στην Αθήνα, στις 25 Ιανουαρίου 2021. Louiza Gouliamaki/Pool via REUTERS
 

----------------------------------------------------------------

 

Κατά την διάρκεια αυτής της κρίσιμης περιόδου από το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο τον Νοέμβριο του 2019 έως και τον Σεπτέμβριο του 2020, όταν ανακοινώθηκε το πρώτο ουσιαστικό τμήμα του νέου εξοπλιστικού μας προγράμματος με την απόκτηση των 18 Rafale, η στάση των ΗΠΑ ήταν συμπαθητική προς τα ελληνικά συμφέροντα. Αυτή η συμπάθεια, ωστόσο, δεν μεταφράστηκε σε απτές ενέργειες επί του πεδίου, όπως ήταν π.χ. η παρουσία γαλλικών αεροναυτικών δυνάμεων που συμμετείχαν στις ασκήσεις «Ευνομία» ή στην άσκηση ουσιαστικών πιέσεων προς την Τουρκία οι οποίες θα μπορούσαν να μεταβάλλουν την στάση της. Αντιθέτως, ακόμη και όταν η Ελλάδα προχώρησε με τα Rafale οι ΗΠΑ δεν επεδίωξαν να «ισοσταθμίσουν» την γαλλική προσφορά με την διαθεσιμότητα των F-35, και δεν επιδιώκουν να το κάνουν ακόμη και σήμερα.

 

Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε και με την στάση των ΗΠΑ στη μεγάλη «ναυμαχία» των φρεγατών του Π.Ν. Σε κανένα σημείο της ετήσιας αυτής διαπραγμάτευσης από τον Σεπτέμβριο του 2020 ως τον Σεπτέμβριο του 2021 η αμερικανική πρόταση δεν ήταν ποιοτικά ανώτερη της γαλλικής και σε κανένα της σημείο οι Αμερικανοί δεν δέχθηκαν να αποδεσμεύσουν, ούτε καν στο πλαίσιο της λεγόμενης ενδιάμεσης λύσης, επιλογές πλοίων και συστημάτων (Arleigh Burke, Ticonderoga) που θα μπορούσαν να ανατρέψουν ποιοτικά την παρούσα ναυτική ανισορροπία υπέρ της Ελλάδας, παρά τα σχετικά αιτήματα του ελληνικού Π.Ν. [51].

 

Η γεωπολιτική αμφιθυμία των ΗΠΑ, με δεδομένη την αχαλίνωτη επιθετικότητα της Τουρκίας, δημιούργησε ένα κενό ασφάλειας για την Ελλάδα που ήρθε να καλύψει ως ένα βαθμό η καταλυτική εμβάθυνση της ελληνογαλλικής στρατηγικής σχέσης, το αποκορύφωμα της οποίας ήταν η συμφωνία αμυντικής συνδρομής μεταξύ των δύο χωρών που υπογράφηκε μαζί με την συμφωνία προμήθειας 3+1 Belhara από το Π.Ν. μεταξύ 2025-2026.

 

Προφανώς και δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής του οποιουδήποτε παρατηρητή το γεγονός ότι η συμφωνία αμυντικής συνδρομής ακολούθησε, δεν προηγήθηκε της προμήθειας των Belhara, αλλά ποιος ακριβώς πιστεύει ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να μας δώσουν εγγυήσεις εναντίον της Τουρκίας ανάλογες με αυτές που πήραμε από την Γαλλία, εάν προμηθευόμασταν την αμερικανική φρεγάτα LCS ή εάν προμηθευτούμε αύριο τα F-35; Πόσο πραγματικά πιθανό είναι να προμηθευθούμε καν τα F-35 πριν την Τουρκία εκτός και εάν η ίδια η Τουρκία επιλέξει ένα μη-Δυτικό μαχητικό 5ης γενιάς όπως π.χ. το SU-57;

 

Η ποιοτική διαφορά μεταξύ των ΗΠΑ και της Γαλλίας στον τρόπο της τοποθέτησής τους στα ελληνοτουρκικά είναι ότι η δεύτερη δεν μας προμηθεύει απλά με οπλικά συστήματα που είναι κλάσεις ανώτερα από αυτά που αυτή την στιγμή διαθέτει ή αναπτύσσει η Τουρκία. Η διαφορά είναι ότι μας προμηθεύει με οπλικά συστήματα που είναι κλάσεις ανώτερα των τουρκικών χωρίς να έχει καμία διάθεση να τα προμηθεύσει και στην Τουρκία, όπως ακριβώς κάνουν συστηματικά για προφανείς λόγους ισορροπιών οι Αμερικανοί εδώ και σχεδόν 70 χρόνια. Η απόκτηση των ψηφιακών φρεγατών Belharra (FDI) στην ελληνική τους έκδοση κάνει πολύ περισσότερα από την ένταξη των Rafale F3-R (RF3-R) στην Π.Α. για να ανατρέψει σαφώς την ελληνοτουρκική ισορροπία δυνάμεων υπέρ της χώρας μας για πρώτη φορά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

 

Η απόκτηση 3 + 1 FDI σε συνδυασμό με την επερχόμενη συμφωνία για τέσσερις ή πέντε «ελαφριές» φρεγάτες Gowind [52] δεν δίνουν απλά νέα πλοία επιφανείας στο Π.Ν. Δημιουργούν ένα νέο ψηφιακό και δικτυοκεντρικό Π.Ν. που μπορεί με αυτοπεποίθηση να βγει από το «καβούκι» του Αιγαίου στην Ανατολική Μεσόγειο. Δημιουργεί, με βάση τον πυραυλικό, αντιαεροπορικό/αντιβαλλιστικό και ανθυποβρυχιακό εξοπλισμό που θα φέρει, ένα ελληνικό «blue water navy» με επιχειρησιακές δυνατότητες ανοικτής θάλασσας και πέραν της Μεσογείου. Καμία άλλη χώρα της Ανατολικής Μεσογείου, κι όχι μόνο η Τουρκία, με την εξαίρεση των πυρηνικών υποβρυχίων του Ισραήλ, δεν θα διαθέτει έως το 2025/2026 μια τέτοια δύναμη πυρός ικανή να εντοπίσει αεροπορικούς στόχους στα 250 χλμ. και να καταρρίψει 32 από αυτούς στα 120 χλμ. με βλήματα ASTER15/30 ενώ είναι παράλληλα οπλισμένη με 8 βλήματα αντιπλοϊκών Exocet τρίτης γενιάς

 

Ακόμη και οι εν δυνάμει αναβαθμισμένοι ελληνικοί Exocet (ΜΜ 40 B3) στη νέα έκδοση εμβέλειας 200 χλμ. με ανακατευθυνόμενα βλήματα ακριβείας, ήταν γεωγραφικά στατικοί στην Λήμνο, την Σκύρο, και σε άλλα νησιά του Αιγαίου, και για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά χρειάζονταν αντι-αεροπορική/αντι-βαλλιστική άμυνα περιοχής. Πλέον, όλες αυτές οι δυνατότητες μαζί με τις το αντιαεροπορικό σύστημα RAM 21, τις τορπίλες MU90, τα αμερικανικό ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα Romeo, και τα δύο Sonar των FDI, πηγαίνουν όπου θέλουν και όπου χρειάζεται, όποτε θέλουν.

 

Το ελληνικό Π.Ν., σε στρατηγικό επίπεδο, κάνει άλμα στον 21ο αιώνα και, μαζί με τις νέες τορπίλες για τα υποβρύχια U209/U214 και το ενδεχόμενο αγοράς δύο νέων υποβρυχίων U214 ώστε να εξουδετερωθεί το επιδιωκόμενο τουρκικό πλεονέκτημα των 6 τουρκικών U214, εξισορροπεί απολύτως αριθμητικά και υπερ-ανατρέπει ποιοτικά τα μέσα που η Τουρκία έχτισε επί 15ετίας για να επιβάλλει τη νεο-ιμπεριαλιστική «Γαλάζια Πατρίδα». Από στρατηγικής άποψης, εάν ο στόλος του 2025/26 θα ήταν διαθέσιμος το 2020, η Τουρκία δεν θα είχε τολμήσει να κάνει ό,τι έκανε στην ακαθόριστη ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα μας, η οποία δεν θα είχε κανένα λόγο να παραμένει ακαθόριστη όπως παραμένει σήμερα στα ανατολικά του 25.79 παραλλήλου.

 

Η Ελλάδα δεν αποτελεί αναθεωρητική δύναμη αλλά, εάν δεν θέλει να φινλανδοποιηθεί από τη Mavi Vatan, δεν μπορεί πλέον παρά να διεκδικήσει όλα όσα της επιτρέπει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Η οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση έχει την ιερή υποχρέωση να αξιοποιήσει, υπερασπισθεί, και να ολοκληρώσει την οριοθέτηση των ΑΟΖ της με την Αίγυπτο, την Κύπρο, και την Λιβύη. Το ελληνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα θα επηρεάσει καταλυτικά και την ισορροπία δυνάμεων στην Κύπρο.

 

Το νέο ψηφιακό Π.Ν. σε συνδυασμό με τις εκτενείς επιχειρησιακές ικανότητες των Rafale, δίνουν στην Ελλάδα τα μέσα υλοποίησης της εκτεταμένης αποτροπής που προβλέπονταν για το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, χωρίς την ανάγκη μόνιμων αεροναυτικών βάσεων στη μεγαλόνησο. Αυτό προφανώς δεν σημαίνει ότι η Κύπρος θα πρέπει να παραμείνει αδρανής παρατηρητής. Η Κύπρος θα πρέπει να εξέλθει από την χειμερία νάρκη των ψευδαισθήσεων μιας λύσης όπως την εννοεί η Τουρκία και θα αναβαθμίσει το δικό της αποτρεπτικό δυναμικό με επιπρόσθετες συστοιχίες Εxocet 3 και ένα σοβαρό γαλλικό ή ισραηλινό στρατηγικό σύστημα αεράμυνας.

 

Σε γεωπολιτικό επίπεδο η συνειδητή επιλογή της γαλλικής πρότασης για το ΠΝ ως κύριας και ενδιάμεσης λύσης -περιορίζοντας τον εκσυγχρονισμό των ΜΕΚΟ σε 2 από 4 μονάδες- σηματοδοτεί μια στρατηγική μετατόπιση από το ευρω-ατλαντικό στο ευρωπαϊκό πλαίσιο εξοπλιστικής συνεργασίας. Η συνεργασία των δυο αμυντικών βιομηχανιών θα βοηθήσει ουσιαστικά την στρατηγική αυτονομία της ΕΕ, εντατικοποιώντας το έργο των συνασπισμών των προθύμων που συμμετέχουν στην PESCO αλλά και πέραν αυτής. Η γαλλική επιλογή συνεπάγεται ότι το Π.Ν. αποκτά μέσα που το τουρκικό Π.Ν. δεν δύναται να αποκτήσει και δεν μπορεί να αναπτύξει αυτόνομα σε ίδιο ποιοτικό επίπεδο και στο ίδιο χρονικό διάστημα. Δημιουργεί, εν ολίγοις, τις προϋποθέσεις μόνιμου ποιοτικού πλεονεκτήματος για το ελληνικό Π.Ν. του 2030 και του 2040.

 

Προφανώς και ανάλογες εξοπλιστικές επιλογές θα ήταν διαθέσιμες για την Τουρκία από τις ΗΠΑ αλλά, ακόμη και εάν δεν υπήρχαν οι κυρώσεις Pompeo, η γεωπολιτική τροχιά των αμερικανοτουρκικών σχέσεων μετά το 2010 καθιστά μια τέτοια προοπτική εξαιρετικά περιορισμένη, τουλάχιστον όσο το ΑΚΡ παραμένει στην εξουσία. Η μόνη άμεσα διαθέσιμη επιλογή εξισορρόπησης του νέου Π.Ν. από τουρκικής πλευράς θα είναι η ανάπτυξη τακτικών επίθεσης σμήνους μέσω UAV/USV και κυρίως μια περαιτέρω εμβάθυνση της ρωσο-τουρκικής εξοπλιστικής συνεργασίας που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ανοίξει έναν νέο γύρο αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ και νέες από μέρους τους κυρώσεις.

 

Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι τα πράγματα δεν είναι όλα ρόδινα. Έως το 2025 εάν δεν δοθούν γαλλικές Gowind ως ενοίκιο στο Π.Ν. έως ότου παραδοθούν το 2025 οι ελληνικές κορβέτες και οι FDI, θα παραμείνουμε με την ίδια ανισορροπία στο ναυτικό που μόνο εν μέρει τα Rafale και τα τέσσερα U214 μπορούν να εξισορροπήσουν. Για αυτό ακριβώς, έως το 2025 η ρήτρα αμυντικής συνδρομής με την Γαλλία έχει ιδιαίτερη αποτρεπτική βαρύτητα σε περίπτωση που η Τουρκία επιχειρήσει να τραβήξει ξανά στα άκρα το σκοινί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο μιας κρίσης ανάλογης με εκείνη του Αυγούστου 2020 μέσα στην ερχόμενη τριετία.

 

Η εμβάθυνση της στρατηγικής μας σχέσης με την Γαλλία, ωστόσο, δεν πρέπει να θεωρηθεί ανταγωνιστική με τις ΗΠΑ. Αν μη τι άλλο, ο κορμός της ελληνικής Π.Α. βασίζεται και θα βασίζεται στα αμερικανικά F-16. Αν μη τι άλλο, η επιδιωκόμενη ανατροπή της αεροπορικής ισχύος υπέρ της Ελλάδας που θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί έως το 2026 προϋποθέτει την διατήρηση των κυρώσεων Pompeo. Η Αθήνα πρέπει να «διαφυλάξει» αυτές τις κυρώσεις ως «κόρην οφθαλμού» επενδύοντας επιτέλους στην στρατηγική επικοινωνιακή της παρουσία στην Ουάσιγκτον σε επίπεδο Κογκρέσου, ομάδων πίεσης, και δεξαμενών σκέψης.

 

Σε τελική ανάλυση, η ελληνοαμερικανική στρατηγική σχέση μπορεί να αναπτυχθεί περιμετρικά του τουρκικού προβλήματος, ενισχύοντας την στρατηγική βαρύτητα της Ελλάδος στον αμερικανικό μηχανισμό λήψης αποφάσεων, χωρίς παράλληλα να καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις περί αμερικανικών εγγυήσεων ασφαλείας προς την Ελλάδα σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης ή νέας διμερούς κρίσης. Παράλληλα, η Ελλάδα πρέπει να ενισχύει τις τριμερείς της συνεργασίες με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, κάνοντας ό,τι περνάει από το χέρι της για να παρατείνει το χάσμα που έχει εδραιώσει ο ερντογανικός αναθεωρητισμός μεταξύ Άγκυρας, Καΐρου και Τελ-Αβίβ.

 

Η Αθήνα, τέλος, πρέπει να καταστήσει σαφές ότι η γεωπολιτική τοποθέτηση των κρατών που διεκδικούν τμήματα του εξοπλιστικού μας προγράμματος έναντι της Τουρκίας θα επηρεάσει καταλυτικά τις τύχες των προτάσεών τους και τις πιθανότητές τους να κερδίσουν τμήμα της τεράστιας εξοπλιστικής «πίτας» των €12 δισ. που επιδιώκει να υλοποιήσει 46 προγράμματα μέσα στους επόμενους 30 μήνες [53].

 

Ο Δρ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής & Ενεργειακής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.

 

Foreign Affairs 

 

https://www.foreignaffairs.gr/articles/73742/dr-theodoros-tsakiris/mia-realistiki-apotimisi-ton-amerikanotoyrkikon-sxeseon?page=show

 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2022 Greek Finance Forum