Σύμφωνα
με στοιχεία που
επεξεργάστηκε η IMS, ο
κορυφαίος φορέας
μεσιτείας πιστώσεων στην
στεγαστική πίστη, τα
οποία παρουσίασε ο κ.
Ηλίας Παπαγεωργιάδης,
στο πλαίσιο της
εκδήλωσης "Ελλάδα 2025.
Επιχειρείν, Ακίνητα,
Επενδύσεις", μόλις το
1/3 των εκταμιεύσεων
δανείων που γίνονται
κάθε έτος, αφορούν
αιτήσεις που έχουν
υποβληθεί το ίδιο έτος.
Αντιθέτως, περίπου το
50% αφορά αιτήσεις του
προηγούμενου έτους και
11% δύο ετών νωρίτερα.
Συγκεκριμένα, κατά το
εννιάμηνο του 2023
υποβλήθηκαν συνολικές
αιτήσεις για στεγαστικά
δάνεια 8,7 δις ευρώ (εξ
αυτών τα 2,17 δις ευρώ
αφορούσαν τον πρώτο
κύκλο του προγράμματος
"Σπίτι Μου"), αλλά οι
εκταμιεύσεις δεν
ξεπέρασαν τα 850 εκατ.
ευρώ, ενώ την ίδια
περίοδο του 2024, οι
εκταμιεύσεις ανήλθαν σε
1,32 δις ευρώ κι εξ
αυτών τα 433 εκατ. ευρώ
αφορούσαν δάνεια για το
"Σπίτι Μου". Ωστόσο, οι
αιτήσεις για νέα
στεγαστικά το
συγκεκριμένο διάστημα
του 2024 υπέστησαν
καθίζηση, καθώς δεν
ξεπέρασαν τα 4,67 δις
ευρώ συνολικά, όντας
46,7% χαμηλότερες από το
2023.
Σύμφωνα
με τον κ. Παπαγεωργιάδη,
η μείωση αυτή θα
αποτυπωθεί το 2025,
ιδίως κατά το πρώτο
εξάμηνο, όταν αναμένεται
σημαντική κάμψη των
εκταμιεύσεων στεγαστικών
δανείων, ακολουθώντας
την σημαντική μείωση της
ζήτησης για νέα δάνεια
που σημειώθηκε το 2024.
"Συνδυάζοντας το
στοιχείο αυτό με το
"μοτίβο" της εκταμίευσης
των μισών δανείων
περίπου έναν χρόνο μετά
την υποβολή του
αιτήματός τους, μπορώ να
πω με σιγουριά πως
λογικά το 2025 θα έχουμε
πτώση στις εκταμιεύσεις
στεγαστικών δανείων στην
Ελλάδα, παρά το ότι όλη
η αγορά ακινήτων
περιμένει το αντίθετο! Η
πτώση αυτή θα έρθει μιας
και θα υπάρξει
συνδυασμός της πτώσης
των αιτήσεων το 2024 με
την πληθώρα αιτημάτων το
2025, ειδικά για το
πρόγραμμα "Το Σπίτι μου,
2", που όμως σε πολλές
περιπτώσεις δεν θα
καταφέρουν να βρουν
ακίνητο και να
ολοκληρώσουν τη
διαδικασία στους
ασφυκτικούς χρόνους που
προβλέπει το
χρονοδιάγραμμα που
ανακοινώθηκε. Έτσι
λοιπόν περιμένω πτώση
των εκταμιεύσεων το 2025
και αν δεν αλλάξει κάτι
δραματικά θα έχουμε
σημαντική αύξησή τους το
2026, όταν και θα
"ωριμάσουν" οι αιτήσεις
της νέας χρονιάς".
Αυτό θα
συμβεί επειδή κατά το
2025, τα προγράμματα
ενεργειακών αναβαθμίσεων
και ασφαλώς ο δεύτερος
κύκλος του προγράμματος
"Σπίτι Μου" θα τονώσουν
και πάλι την ζήτηση για
προϊόντα στεγαστικής
πίστης, καθώς μόνο οι
επιδοτήσεις ανέρχονται
σε περίπου 3 δις ευρώ.
Επομένως, το 2026 θα
σημειωθεί εκ νέου αύξηση
των εκταμιεύσεων.
Ωστόσο, από εκεί και
πέρα, είναι άγνωστο το
τι θα ακολουθήσει, τόσο
σε επίπεδο τιμών, όσο
και σε επίπεδο ζήτησης
στην αγορά κατοικίας,
ιδίως αν δεν έχουν
αυξηθεί σημαντικά τα
εισοδήματα των
νοικοκυριών και συνολικά
η αγοραστική τους
δύναμη.
Άλλωστε,
η επιλεξιμότητα για
δανεισμό παραμένει ένα
από τα μεγαλύτερα
εμπόδια για την απόκτηση
κατοικίας. Με βάση τα
πιστοληπτικά κριτήρια
που εφαρμόζονται σήμερα,
επιβάλλεται πλαφόν στο
ποσοστό του χρέους (κάθε
μορφής χρέους) στο
καθαρό ετήσιο εισόδημα
και το οποίο είναι 50%
για όσους για πρώτη φορά
θα δανειστούν από το
τραπεζικό σύστημα και
40% για όσους ήδη έχουν
λάβει δάνειο παλαιότερα,
πλαφόν στο ποσοστό
χρηματοδότησης σε σχέση
με την αξία του
ακινήτου, στο 90% για
τους νέους δανειολήπτες
και 80% για τους
παλαιότερους. Στόχος
είναι να αποφευχθούν
νέες επισφάλειες, σε μια
περίοδο που το τραπεζικό
σύστημα επιχειρεί να
εξέλθει οριστικά της
κρίσης των προηγούμενων
ετών.
Ωστόσο,
αν ένα νοικοκυριό έχει
π.χ. ετήσιο εισόδημα
25.000–30.000 ευρώ,
αρκεί ένα χρέος σε
πιστωτικές κάρτες, ή
καταναλωτικό δάνειο
(π.χ. αυτοκινήτου), της
τάξης των 10.000–15.000
ευρώ, για να προκαλέσει
αποκλεισμό από την αγορά
στεγαστικής πίστης. Αν
τυχόν υπάρχουν και
προγενέστερες οφειλές,
π.χ. από χρέη του
παρελθόντος σε εφορία,
ασφαλιστικά ταμεία κτλ.,
κάτι που ισχύει για την
πλειοψηφία του ελληνικού
πληθυσμού σήμερα, είναι
προφανές ότι το ευρύ
κοινό δεν μπορεί να
χρηματοδοτηθεί, ακόμα
και μέσω του "Σπίτι
Μου".