Περισσότερες συμμαχίες
θα επεκτείνουν την τάση
ενοποίησης που διαρκεί
κάμποσες δεκαετίες.
Σύμφωνα με την εταιρεία
συμβούλων BCG, τρεις
γίγαντες της πολυτέλειας
-οι γαλλικές LVMH και
Kering και η ελβετική
Richemont-
αντιπροσωπεύαν το 2023
το 31% των παγκόσμιων
πωλήσεων ειδών
προσωπικής πολυτέλειας,
από 19% το 2014, και οι
εξαγορές συνέβαλαν σε
αυτήν την αύξηση. Από το
2000 η BCG μετρά
τουλάχιστον 33 συμφωνίες
από τους τρεις ομίλους.
Πολλές ανεξάρτητες
μάρκες καταλήγουν πλέον
στο συμπέρασμα ότι σε
μια ολοένα και πιο
δύσκολη αγορά δεν
μπορούν να επιβιώσουν
μόνες τους. Ένα νέο κύμα
συμφωνιών φαίνεται να
βρίσκεται προ των πυλών.
Οι
επιχειρήσεις πολυτελείας
βρίσκονται εν μέσω μιας
οδυνηρής ύφεσης. Η
αποδυνάμωση της
οικονομικής ανάπτυξης
από την Αμερική έως την
Κίνα οδηγεί τους
αγοραστές στο να
ξοδεύουν λιγότερα
χρήματα για ρούχα,
τσάντες και παπούτσια
σχεδιαστών. Σύμφωνα με
τις εκτιμήσεις της Bain,
μιας άλλης εταιρείας
συμβούλων, το 2024, οι
πωλήσεις πολυτελείας
μειώθηκαν κατά 2%. Τα
στοιχεία για τις
πιστωτικές κάρτες που
συλλέγονται από την
τράπεζα Citi δείχνουν
ότι τον περασμένο μήνα
οι δαπάνες για τις
κορυφαίες μάρκες
πολυτελείας στην Αμερική
μειώθηκαν κατά 5%, σε
ετήσια βάση.
Οι
μάρκες πολυτελείας που
απευθύνονται σε πελάτες
που είναι πλούσιοι, αλλά
όχι πάμπλουτοι, όπως η
Burberry και η Versace,
αντιμετωπίζουν τα
μεγαλύτερα προβλήματα.
Οι ανεξάρτητες ετικέτες
έχουν επίσης πληγεί
περισσότερο από τους
μεγάλους ομίλους
πολυτελείας. «Αυτή η
στιγμή της κρίσης θα
αποτελέσει αφορμή για
ενοποίηση», εκτιμά η
Federica Levato της
Bain.
Οι
αποχωρούντες ιδρυτές
τροφοδοτούν με τη σειρά
τους τις εικασίες για
συμφωνίες. Μαζί με την
Armani, η Dolce &
Gabbana βρίσκεται επίσης
εν μέσω σχεδιασμού
διαδοχής. Μικρές αλλά
μοντέρνες μάρκες, όπως η
The Row, που ιδρύθηκε
από τις δίδυμες Olsen,
εμφανίζονται επίσης ως
πιθανοί στόχοι εξαγοράς.
Ο Guia
Ricci της BCG σημειώνει
ότι η κλίμακα δημιουργεί
μεγάλα πλεονεκτήματα
στις επιχειρήσεις
πολυτελείας, φέρνοντας
διαπραγματευτική δύναμη
όταν πρόκειται για
διαφήμιση και ακίνητα.
Προσελκύει επίσης
ταλέντα: ανερχόμενα
στελέχη και
σχεδιαστές-αστέρια
εντάσσονται σε ομίλους
πολυτελείας, γνωρίζοντας
ότι θα τους δοθεί η
ευκαιρία να εργαστούν σε
πολλές μάρκες.
Από την
άλλη, οι αρχές
ανταγωνισμού, ένα βασικό
εμπόδιο των τελευταίων
ετών, ενδέχεται να
εγκαταλείψουν την
εχθρότητά τους προς
τέτοιου είδους
συμφωνίες. Πέρυσι η
Ομοσπονδιακή Επιτροπή
Εμπορίου της Αμερικής
μπλόκαρε την εξαγορά της
Capri, στην οποία ανήκει
σήμερα η Versace, από
την Tapestry, στην οποία
ανήκουν η Coach και η
Kate Spade. Η κυβέρνηση
Trump έχει δηλώσει ότι
θα είναι πιο ανοιχτή
στις συγχωνεύσεις. Η
Ευρώπη, επίσης, μπορεί
να είναι πρόθυμη να
επιτρέψει συμφωνίες που
ενισχύουν περαιτέρω έναν
από τους λίγους κλάδους
που κυριαρχεί
παγκοσμίως.
Ο κλάδος
της πολυτέλειας θα
συνεχίσει να ενοποιείται
και με άλλους τρόπους.
Τα τελευταία χρόνια τα
εμπορικά σήματα
εξαγοράζουν τους
προμηθευτές τους. Το
2023 η LVMH αγόρασε την
Grupo Verdeveleno, ένα
ισπανικό βυρσοδεψείο. Η
Chanel συνεργάστηκε με
την Brunello Cucinelli
και η Prada με τον όμιλο
Ermenegildo Zegna για να
αγοράσουν μερίδια σε
ιταλικούς παραγωγούς
μαλλιού.
Τέτοιες
συμφωνίες δίνουν στις
εταιρείες πολυτελείας
μεγαλύτερο έλεγχο στις
εφοδιαστικές τους
αλυσίδες, σε μια εποχή
που αυτές βρίσκονται υπό
αυξημένο έλεγχο. Τον
τελευταίο καιρό οι
ιταλικές αρχές
διερευνούν την εργασιακή
εκμετάλλευση στη
βιομηχανία μόδας της
χώρας. Ένας δημοφιλής
χρήστης του Instagram, ο
Tanner Leatherstein,
έγινε γνωστός
καταστρέφοντας
πολυτελείς τσάντες για
να δείξει πόσο
κακοφτιαγμένες είναι
ορισμένες από αυτές. Σε
έρευνα που διεξήγαγε τον
Ιανουάριο το περιοδικό
μόδας Vogue, η πιο
συνηθισμένη εξήγηση που
έδωσαν οι αγοραστές για
τη μείωση των δαπανών
τους σε πολυτελή αγαθά
ήταν ότι δεν φαίνονταν
πλέον να αξίζουν την
τιμή τους, μια εκτίμηση
που σίγουρα προκαλεί
ρίγος στα αφεντικά της
βιομηχανίας πολυτελείας.
Πηγή:
The Economist
|