Το θέμα
είναι το πώς οι χώρες
αντιμετωπίζουν τις ξένες
εταιρείες. Το διεθνές
φορολογικό σύστημα
πάσχει εδώ και καιρό από
δύο αλληλένδετα
προβλήματα: οι
επιχειρήσεις καταβάλλουν
μεγάλες προσπάθειες για
να καταγράφουν κέρδη σε
χώρες με χαμηλή
φορολογία και οι
κυβερνήσεις έχουν, ως εκ
τούτου, ισχυρά κίνητρα
να ανταγωνίζονται μεταξύ
τους στη μείωση των
εισφορών των
επιχειρήσεων για να
προσελκύσουν επενδύσεις.
Ελπίζοντας να προλάβουν
την κούρσα προς τον
πάτο, 136 χώρες
κατέληξαν σε συμβιβασμό
το 2021 για την
αναθεώρηση των
φορολογικών κανόνων, ως
αποτέλεσμα των
συνομιλιών, που
διεξήχθησαν υπό την
αιγίδα του ΟΟΣΑ. Το
κρίσιμο στοιχείο ήταν οι
κυβερνήσεις να επιβάλουν
έναν ελάχιστο φορολογικό
συντελεστή 15% στα κέρδη
των πολυεθνικών
εταιρειών.

Τώρα η
κυβέρνηση Trump απειλεί
να τινάξει τη συμφωνία
στον αέρα. Σε αντίθεση
με την αποχώρηση της
Αμερικής από τον
Παγκόσμιο Οργανισμό
Υγείας και τη συμφωνία
του Παρισιού για το
κλίμα, το πλαίσιο του
ΟΟΣΑ δεν είναι μια
επίσημη συνθήκη από την
οποία η Αμερική μπορεί
να αποχωρήσει. Αντίθετα,
πρόκειται για μια κοινή
προσέγγιση, που
εξαρτάται από την
εκάστοτε θέσπιση
νομοθεσίας από τις
κυβερνήσεις για την
επιβολή συμπληρωματικών
φόρων στις εταιρείες που
πληρώνουν λιγότερο από
το ελάχιστο 15%. Αυτό
σημαίνει ότι, εάν
ορισμένες χώρες
επιλέξουν να
φορολογήσουν μια
πολυεθνική εταιρεία με
χαμηλότερο συντελεστή,
οι άλλες μπορούν να
διεκδικήσουν τη διαφορά.
Είναι σαφές εδώ και
αρκετό καιρό ότι η
Αμερική θα δυσκολευόταν
να περάσει μια τέτοια
νομοθεσία λόγω της
αντίθεσης των
Ρεπουμπλικανών, οι
οποίοι θεωρούν ότι η
συμφωνία καταπατά τις
εξουσίες του Κογκρέσου.
Ωστόσο, η κυβέρνηση του
Joe Biden ενθάρρυνε
άλλες χώρες να θεσπίσουν
τους δικούς τους νόμους,
γνωρίζοντας ότι η λογική
της συμφωνίας του ΟΟΣΑ
ήταν ότι τελικά θα
υποχρέωνε τους
αξιωματούχους σε όλο τον
κόσμο,
συμπεριλαμβανομένης της
Αμερικής, να
συμμορφωθούν. Σε
αντίθετη περίπτωση, οι
ξένες αρχές θα
διεκδικούσαν τα έσοδα
από τις
«υποφορολογημένες»
επιχειρήσεις τους.
Ο κ.
Trump ελπίζει να σπάσει
αυτήν τη λογική
υποσχόμενος βάναυσα
αντίποινα. Οποιαδήποτε
χώρα επιβάλλει πρόσθετο
φόρο σε αμερικανική
εταιρεία θα είναι, κατά
την άποψη της κυβέρνησής
του, ένοχη για
εξωεδαφική υπέρβαση. Σε
εκτελεστικά διατάγματα
που εκδόθηκαν στις 20
Ιανουαρίου, την ημέρα
της ορκωμοσίας του κ.
Trump, δήλωσε ότι μπορεί
να απαντήσει
διπλασιάζοντας τους
φόρους σε πολίτες και
επιχειρήσεις από χώρες
που τυχόν παρανομούν. Τα
διατάγματα αυτά έδειξαν
το ταλέντο των συμβούλων
του να ξεθάβουν ασαφείς
νόμους που εξυπηρετούν
τους στόχους τους: ο
νόμος που επιτρέπει τον
διπλασιασμό των φόρων σε
αλλοδαπούς ισχύει εδώ
και εννέα δεκαετίες,
χωρίς να
χρησιμοποιείται. Ακόμα
και αν η αντίρρηση του
κ. Trump για τη συμφωνία
του ΟΟΣΑ ήταν
αναμενόμενη, η
σφοδρότητα της απειλής
του εξέπληξε τους
παρατηρητές.
Τι
σημαίνει αυτό για τον
παγκόσμιο ελάχιστο φόρο;
Ορισμένοι
εμπειρογνώμονες εκτιμούν
ότι θα καταλήξει κενό
γράμμα. Στην Αμερική ο
εταιρικός φόρος
αντιπροσωπεύει το 7% των
φορολογικών εσόδων της
κυβέρνησης, πολύ κάτω
από τον μέσο όρο του 12%
σε άλλες χώρες του ΟΟΣΑ.
Και αυτό μπορεί να
μειωθεί περαιτέρω αν ο
κ. Trump αποφασίσει να
μειώσει ξανά τον
εταιρικό φορολογικό
συντελεστή, όπως στην
πρώτη του θητεία. Ο Adam
Michel του Ινστιτούτου
Cato, ενός φιλελευθέρου
κέντρου μελετών,
πιστεύει ότι κάτι τέτοιο
θα ήταν ένα αξιοπρεπές
αποτέλεσμα. Χαρακτηρίζει
τον διεθνή ανταγωνισμό
στον τομέα της
φορολογίας «μια γενικά
καλή δύναμη», η οποία
έχει οδηγήσει σε
λιγότερους στρεβλωτικούς
φόρους και περισσότερες
επιχειρηματικές
επενδύσεις.
Ο φόβος
είναι ότι το κενό που θα
προκύψει από την
κατάργηση της παγκόσμιας
ελάχιστης βασικής
γραμμής δεν θα καλυφθεί
από καλοπροαίρετο
ανταγωνισμό, αλλά από
μνησικακία και εκδίκηση.
Περίπου 40 χώρες, μεταξύ
των οποίων η Βρετανία, η
Γερμανία και η Ιαπωνία,
έχουν ήδη υιοθετήσει
νόμους για την πρόσθετη
φορολογία. Εάν τους
εφαρμόσουν, και ο κ.
Trump παραμείνει πιστός
στις διακηρύξεις του, θα
προκύψουν βρόμικες
συγκρούσεις. Η εντολή
του κ. Trump για
διπλασιασμό των
φορολογικών συντελεστών
είναι μια ακραία απειλή
και μπορεί να μη
φαίνεται τόσο αξιόπιστη.
Ωστόσο, οι
Ρεπουμπλικανοί στη Βουλή
των Αντιπροσώπων έχουν
εισαγάγει νομοθεσία για
να δημιουργήσουν μια
επιλογή για ηπιότερα
αντίποινα, που θα
εξακολουθούσαν να είναι
σοβαρά (οι φορολογικοί
συντελεστές στα
αμερικανικά εισοδήματα
των πλούσιων επενδυτών
και επιχειρήσεων από τις
χώρες-στόχους θα
αυξάνονταν κατά πέντε
ποσοστιαίες μονάδες κάθε
χρόνο για έως και
τέσσερα χρόνια).
Επιπλέον, σε αντίθεση με
τους δασμούς, οι οποίοι
επηρεάζουν σε μεγάλο
βαθμό τους εξαγωγείς
αγαθών, οι υψηλότεροι
φόροι θα μπορούσαν
κάλλιστα να πλήξουν ένα
πολύ ευρύτερο φάσμα
αλλοδαπών, από
τραπεζίτες έως
δικηγόρους.
Αν η
Αμερική επέβαλε
υψηλότερους φόρους στους
πολίτες τους, οι άλλες
χώρες δεν θα καθόντουσαν
με σταυρωμένα τα χέρια.
Όπως και να έχει,
δεκάδες χώρες έχουν
εισαγάγει φόρους στις
ψηφιακές υπηρεσίες που
οι Αμερικανοί
αξιωματούχοι
καταγγέλλουν ότι
τιμωρούν άδικα τους
τεχνολογικούς γίγαντες.
Παρ’ όλο που πολλές
κυβερνήσεις τούς είχαν
αναστείλει εν αναμονή
της εφαρμογής του
πλήρους συμφώνου του
ΟΟΣΑ, αν ο κ. Trump
ακολουθήσει τους
τιμωρητικούς φόρους του,
μάλλον δεν θα έχουν τον
παραμικρό ενδοιασμό να
προχωρήσουν. Αν στο
μείγμα προστεθούν και οι
επαπειλούμενοι δασμοί
του κ. Trump, η
κατάσταση γίνεται ακόμα
πιο εύφλεκτη.
Ο Itai
Grinberg, επικεφαλής
διαπραγματευτής της
Αμερικής στις συνομιλίες
του ΟΟΣΑ υπό τον κ.
Biden, εκτιμά ότι οι
μεγάλες αμερικανικές
επιχειρήσεις μπορεί να
μετανιώσουν που
ενθάρρυναν την κυβέρνηση
Trump να κατεδαφίσει το
παγκόσμιο πλαίσιο. «Εάν
είστε μια επιχείρηση που
έχει διψήφια αύξηση των
εσόδων της χρόνο με τον
χρόνο, μια αύξηση κατά
μερικές μονάδες στον
πραγματικό φορολογικό
συντελεστή σας στο
περιθώριο δεν έχει και
τόση σημασία», λέει.
Αυτό που έχει μεγαλύτερη
σημασία είναι ένα
διεθνές περιβάλλον που
να ευνοεί τη συνέχιση
της ανάπτυξης, και αυτό
τίθεται σε κίνδυνο από
τις κλιμακούμενες
διαμάχες για τη
φορολογία.
Το
ειρωνικό είναι ότι το
αμερικανικό καθεστώς
φορολογίας των εταιρειών
δεν διαφέρει ριζικά από
τα πρότυπα που θέτει η
διεθνής συμφωνία. Στην
πραγματικότητα, το
πλαίσιο του ΟΟΣΑ είναι
εμπνευσμένο από τις
μεταρρυθμίσεις του κ.
Trump το 2017,
εισάγοντας μια
αμερικανική εκδοχή ενός
παγκόσμιου ελάχιστου
φόρου, ο οποίος ορίζεται
στο 10,5% των παγκόσμιων
κερδών. Όμως, επί της
ουσίας υπάρχουν
διαφορές: ο αμερικανικός
ελάχιστος φόρος
εφαρμόζεται στα
συγκεντρωτικά κέρδη, ενώ
ο αντίστοιχος του ΟΟΣΑ
εφαρμόζεται σε κάθε
μεμονωμένη χώρα. Αυτές
οι λεπτομέρειες μπορούν
φυσικά να διευθετηθούν
με συνομιλίες. «Αυτό μας
προετοιμάζει σαφώς για
παρατεταμένες
διαπραγματεύσεις», λέει
ο Pat Brown της PwC.
Αν η
Αμερική και οι άλλοι
θέλουν να βρουν μια
λύση, υπάρχουν τρόποι να
προχωρήσουμε. Οι χώρες
που είχαν σταματήσει τη
φορολόγηση των ψηφιακών
υπηρεσιών θα μπορούσαν,
εν αναμονή των
συνομιλιών, να
συνεχίσουν να το κάνουν.
Η συμφωνία για τον
παγκόσμιο ελάχιστο φόρο
περιλαμβάνει μια διάταξη
«ασφαλούς λιμένα», η
οποία καθυστερεί τον
συμπληρωματικό φόρο
μέχρι το 2027 σε μέρη με
ελάχιστο εγχώριο φόρο
εισοδήματος εταιρειών
20% -ένα όριο που, προς
το παρόν, περιλαμβάνει
την Αμερική. Η διάταξη
του «ασφαλούς λιμένα» θα
μπορούσε να παραταθεί.
Ταυτόχρονα, ο παγκόσμιος
ελάχιστος συντελεστής
της Αμερικής πρόκειται
να αυξηθεί το 2026 από
10,5% σε λίγο πάνω από
13%, κλείνοντας το χάσμα
μεταξύ της Αμερικής και
των υπολοίπων. Ο Stanley
Langbein του
Πανεπιστημίου του Μαϊάμι
σημειώνει την ύπαρξη
μιας πιθανής θετικής
πλευράς στους δεσμούς
μεταξύ εμπορικών και
φορολογικών διαφορών: αν
η κυβέρνηση Trump
πιστεύει ότι έχει
πετύχει μια νίκη στη μία
πλευρά των λογιστικών
βιβλίων, μπορεί να είναι
είναι πιο πρόθυμη να
προβεί σε παραχωρήσεις
στην άλλη.
Το
πρόβλημα με αυτούς τους
συμβιβασμούς είναι ότι
γενικά βασίζονται σε
διαπραγματευτές που
θέλουν να καθίσουν μαζί
και να εργαστούν προς
την κατεύθυνση μιας
συμφωνίας. Δεδομένης της
σκληρής προσέγγισης του
κ. Trump όσον αφορά τους
παγκόσμιους φόρους, αυτή
η καλή θέληση φαίνεται
απίθανη προς το παρόν.
«Ο υπόλοιπος κόσμος σε
πολιτικό επίπεδο δεν θα
είναι πρόθυμος να δείξει
ότι ο εκφοβισμός τελικά
λειτούργησε», λέει ένας
διπλωμάτης. Κατά τη
διάρκεια της πρώτης
θητείας του κ. Trump, τα
αφεντικά των εταιρειών
αλλά και οι επενδυτές
έμαθαν για τον κίνδυνο
των εισαγωγής δασμών
«οφθαλμό αντί οφθαλμού»,
καθώς οι αμερικανικές
εισφορές
αντιμετωπίστηκαν με
αντίποινα από άλλες
χώρες. Στη δεύτερη
θητεία του κ. Trump
καλύτερα να
προετοιμάζονται για
φόρους «οφθαλμό αντί
οφθαλμού».
Πηγή:
The Economist
|