Παρότι
οι κεντρικές τράπεζες
χαλαρώνουν τους
τελευταίους μήνες τη
νομισματική πολιτική, το
κόστος δανεισμού
παραμένει πολύ υψηλότερο
από τα χρόνια πριν το
2022. Συνεπώς, το χρέος
με χαμηλό επιτόκιο
συνεχίζει να
αντικαθίσταται και το
κόστος εξυπηρέτησής του
είναι πιθανό να
συνεχίσει να αυξάνεται
στο μέλλον.
Αυτό
συμβαίνει όσο οι
κυβερνήσεις βλέπουν
μεγάλους «λογαριασμούς»
και τεράστιες ανάγκες
επενδύσεων. Ενδεικτικά,
το κοινοβούλιο της
Γερμανίας ενέκρινε αυτή
την εβδομάδα ένα
ιστορικό σχέδιο για την
αναβάθμιση των υποδομών
και την στήριξη μιας
ευρύτερης ευρωπαϊκής
ώθησης στις αμυντικές
δαπάνες. Το μακροχρόνιο
κόστος των κυβερνήσεων
-από την πράσινη
μετάβαση μέχρι την
αντιμετώπιση του
δημογραφικού- απειλεί
τις μεγάλες οικονομίες.
«Αυτός ο
συνδυασμός υψηλότερου
κόστους και υψηλότερου
χρέους ενέχει τον
κίνδυνο να περιορίσει
την ικανότητα για
μελλοντικό δανεισμό σε
μια εποχή που οι
επενδυτικές ανάγκες
είναι μεγαλύτερες από
ποτέ», ανέφερε ο ΟΟΣΑ
στη σχετική έκθεση.
Παρά την
απότομη άνοδό τους, οι
τόκοι είναι χαμηλότεροι
από τα τρέχοντα επίπεδα
της αγοράς για
τουλάχιστον το 50% του
χρέους των χωρών του
ΟΟΣΑ και για σχεδόν το
ένα τρίτο του χρέους των
αναδυόμενων αγορών.
Επίσης, είναι
χαμηλότεροι για κάτι
λιγότερο από τα δύο
τρίτα του εταιρικού
χρέους υψηλής
πιστοληπτικής
αξιολόγησης και για
σχεδόν τα τρία τέταρτα
του εταιρικού χρέους της
κατηγορίας «junk»,
αναφέρει η έκθεση.
Ωστόσο,
σχεδόν το 50% του
δημόσιου χρέους των
χωρών του ΟΟΣΑ και των
αναδυόμενων αγορών και
περίπου το ένα τρίτο του
εταιρικού χρέους θα
λήξει έως το 2027. Οι
χώρες χαμηλού
εισοδήματος και υψηλού
κινδύνου αντιμετωπίζουν
τους μεγαλύτερους
κινδύνους
αναχρηματοδότησης, καθώς
πάνω από το 50% του
χρέους τους λήγει τα
επόμενα τρία χρόνια και
πάνω από το 20% αυτού
φέτος, σύμφωνα με τον
ΟΟΣΑ.
Καθώς το
χρέος ακριβαίνει, οι
κυβερνήσεις και οι
εταιρείες πρέπει να
διασφαλίσουν ότι ο
δανεισμός τους στηρίζει
τη μακροπρόθεσμη
ανάπτυξη και την
παραγωγικότητα, δήλωσε ο
επικεφαλής των
κεφαλαιαγορών και των
χρηματοπιστωτικών
ιδρυμάτων του ΟΟΣΑ,
Serdar
Celik. «Αν
το κάνουν με αυτόν τον
τρόπο, δεν ανησυχούμε…
Αν δεν το κάνουν με
αυτόν τον τρόπο, αν
συμπληρώσουν πρόσθετο,
ακριβό χρέος, χωρίς να
αυξήσουν την παραγωγική
ικανότητα της
οικονομίας, τότε θα
δούμε πιο δύσκολες
στιγμές», τόνισε.
Ωστόσο,
από το 2008 οι εταιρείες
δανείζονται περισσότερο
για χρηματοοικονομικούς
σκοπούς, όπως
αναχρηματοδοτήσεις ή
πληρωμές μετόχων, ενώ οι
εταιρικές επενδύσεις
έχουν μειωθεί, είπε ο
ΟΟΣΑ.
Οι
αναδυόμενες αγορές που
εξαρτώνται από τον
δανεισμό σε ξένο νόμισμα
πρέπει να αναπτύξουν τις
τοπικές κεφαλαιαγορές
τους, συμπλήρωσε ο ΟΟΣΑ.
Η έκθεση διαπίστωσε ότι
το κόστος δανεισμού μέσω
ομολόγων σε δολάρια έχει
αυξηθεί από περίπου 4%
το 2020 σε πάνω από 6%
το 2024, με αύξηση σε
πάνω από 8% για τα πιο
επικίνδυνα κράτη με
οικονομίες που έχουν
αξιολογηθεί ως
«σκουπίδια» (junk).
Σημειώνεται πως σύμφωνα
με τον ΟΟΣΑ, οι
αυξανόμενες γεωπολιτικές
εντάσεις και οι
εμπορικές αβεβαιότητες
θα μπορούσαν να
οδηγήσουν σε ραγδαίες
αλλαγές στην αποστροφή
κινδύνου, ενδεχομένως
διαταράσσοντας συνολικά
τις διεθνείς ροές
χαρτοφυλακίου.
Πηγή:
Reuters
|