Με τη
μείωση των επιτοκίων,
όμως, το κόστος
χρηματοδότησης θα
παραμείνει υψηλό, καθώς
οι καταθέτες δεν θα
δεχτούν απότομες
μειώσεις στις αποδόσεις
τους, ενώ τα έσοδα από
τόκους σταδιακά θα
υποχωρήσουν. Οι
εκτιμήσεις αναφέρουν ότι
το NII θα μειωθεί κατά
10-15% το 2025,
δημιουργώντας πίεση για
την εξεύρεση
εναλλακτικών πηγών
εσόδων. Επιπλέον, η
διαφορά μεταξύ επιτοκίων
καταθέσεων και
χορηγήσεων (Net Interest
Margin - NIM) ενδέχεται
να συρρικνωθεί,
μειώνοντας περαιτέρω την
κερδοφορία των τραπεζών.
Στρατηγικές
Αντιμετώπισης
Ανάπτυξη Εσόδων από
Προμήθειες:
Οι τράπεζες ήδη
ενισχύουν τις υπηρεσίες
τους σε τομείς όπως οι
πληρωμές, η διαχείριση
περιουσίας και οι
ασφαλιστικές υπηρεσίες.
Στόχος είναι η αύξηση
των εσόδων από
προμήθειες, που σήμερα
ανέρχονται σε περίπου
1,5 δισ. ευρώ ετησίως,
ώστε να αντισταθμίσουν
τη μείωση των εσόδων από
τόκους. Η στροφή σε
υπηρεσίες επενδυτικής
τραπεζικής και wealth
management είναι
στρατηγικής σημασίας.
Αύξηση Χορηγήσεων:
Με τη μείωση του κόστους
δανεισμού, η πιστωτική
επέκταση μπορεί να
λειτουργήσει ως
αντίβαρο. Οι ελληνικές
τράπεζες έχουν ήδη
ανακοινώσει στόχο
αύξησης των χορηγήσεων
κατά 5-7% το 2024-2025,
εστιάζοντας σε
επιχειρηματικά δάνεια
και στεγαστικά.
Παράλληλα, η αναβίωση
της αγοράς ακινήτων
μπορεί να δημιουργήσει
νέες ευκαιρίες
χρηματοδότησης.
Μείωση Κόστους:
Οι τράπεζες προχωρούν σε
προγράμματα εθελούσιας
εξόδου και μείωσης
καταστημάτων, με στόχο
τη συγκράτηση των
λειτουργικών εξόδων. Ήδη
το κόστος λειτουργίας
μειώθηκε κατά 7% το
2023, ενώ προβλέπεται
περαιτέρω μείωση 5% το
2024. Η αυτοματοποίηση
διαδικασιών και η
ψηφιακή τραπεζική θα
παίξουν κρίσιμο ρόλο στη
μείωση δαπανών.
Ψηφιακός Μετασχηματισμός:
Η ενίσχυση των ψηφιακών
καναλιών θα μειώσει το
κόστος εξυπηρέτησης και
θα αυξήσει την
αποδοτικότητα. Οι
επενδύσεις στον τομέα
αυτό ξεπερνούν το 1 δισ.
ευρώ την τελευταία
τριετία. Το mobile
banking και οι fintech
συνεργασίες θα
ενισχύσουν την
ανταγωνιστικότητα των
τραπεζών.
Διαχείριση Μη
Εξυπηρετούμενων Δανείων
(NPEs):
Παρά τη βελτίωση των
τελευταίων ετών, η
εξασφάλιση ότι ο δείκτης
NPEs θα παραμείνει
χαμηλός αποτελεί
προτεραιότητα. Η
συνεχιζόμενη στρατηγική
τιτλοποιήσεων και η
ενεργός διαχείριση
προβληματικών
χαρτοφυλακίων θα
καθορίσουν τη
μακροπρόθεσμη
βιωσιμότητα.
Μακροπρόθεσμες
Προοπτικές
Παρά τις
προκλήσεις, οι ελληνικές
τράπεζες έχουν βελτιώσει
σημαντικά τη θέση τους.
Ο δείκτης NPEs έχει
υποχωρήσει κάτω από 5%,
ενώ η κεφαλαιακή τους
επάρκεια (CET1)
κυμαίνεται στο 15-17%,
επιτρέποντας μεγαλύτερη
ευελιξία στη στρατηγική
τους. Η βιωσιμότητα του
επιχειρηματικού τους
μοντέλου εξαρτάται από
τη διαφοροποίηση των
εσόδων και την ικανότητά
τους να προσαρμοστούν
στο νέο περιβάλλον
χαμηλών επιτοκίων.
Η μείωση
των επιτοκίων θα
δημιουργήσει πιέσεις,
αλλά οι ελληνικές
τράπεζες φαίνεται να
είναι σε θέση να τις
αντιμετωπίσουν με
στοχευμένες κινήσεις. Οι
επόμενοι 12-24 μήνες θα
είναι κρίσιμοι για τη
μετάβασή τους σε ένα νέο
τραπεζικό μοντέλο,
περισσότερο
προσανατολισμένο στην
ανάπτυξη, την καινοτομία
και την πελατοκεντρική
προσέγγιση.
|