Χαμηλό
δείκτη κόστους προς
έσοδα,
ο οποίος, μετά την
Πορτογαλία, είναι ο
δεύτερος χαμηλότερος,
φτάνοντας το 35,1%, που
αποτελεί νέο ιστορικό
χαμηλό. Ο δείκτης
αντανακλά την
αποτελεσματικότητα των
τραπεζών. Ενδεικτικά,
στη Γερμανία ο
αντίστοιχος δείκτης
διαμορφώνεται στο 61,6%,
στη Γαλλία στο 67,6% και
στην Ισπανία στο 43,6%,
ενώ ο μέσος όρος στην
Ευρώπη βρίσκεται στο
53,8%. Το 2021, ο
δείκτης των ελληνικών
τραπεζών ήταν 66%, με τη
μείωση να αποδίδεται
στον περιορισμό των
λειτουργικών εξόδων και
στην αύξηση των
οργανικών εσόδων λόγω
της ανόδου των επιτοκίων
από το 2022.
Υψηλό
επιτοκιακό περιθώριο,
λίγο πάνω από το 3%,
σχεδόν διπλάσιο του
μέσου όρου της Ευρωζώνης
(1,6% στο τέλος του
2024). Οι ελληνικές
τράπεζες κατατάχθηκαν
στην 6η θέση μεταξύ των
ευρωπαϊκών χωρών με το
υψηλότερο επιτοκιακό
περιθώριο, μετά τη
Σλοβενία, τη Λετονία,
την Εσθονία, τη
Λιθουανία και την Κύπρο.
Το αποτέλεσμα αυτό
οφείλεται κυρίως στη
συγκράτηση των επιτοκίων
καταθέσεων κατά τη
διάρκεια της ανοδικής
πορείας των επιτοκίων τα
δύο προηγούμενα χρόνια.
Παράλληλα, το επιτοκιακό
περιθώριο σχετίζεται με
το αυξημένο κόστος
κινδύνου που χαρακτήριζε
για χρόνια το ελληνικό
τραπεζικό σύστημα, το
οποίο, από 5,2% το 2021,
υποχώρησε στο 0,5%, που
είναι ο μέσος ευρωπαϊκός
όρος.
Υψηλή
απόδοση ιδίων κεφαλαίων,
κοντά στο 13%, έναντι
του μέσου όρου της
Ευρωζώνης (10,5%). Η
απόδοση αυτή οφείλεται
στη σημαντική αύξηση της
κερδοφορίας, που ανήλθε
στα 4,4 δισ. ευρώ το
2024, έναντι 3,6 δισ.
ευρώ το 2023 και 3,7
δισ. ευρώ το 2022. Μέχρι
το 2021, η απόδοση ιδίων
κεφαλαίων ήταν αρνητική
(-20,15%), όμως από το
2022 έχει περάσει σε
θετικό έδαφος, λόγω της
μείωσης των προβλέψεων
για τα μη εξυπηρετούμενα
δάνεια του παρελθόντος.
Σταθερή
κεφαλαιακή επάρκεια
σε ευρωπαϊκά επίπεδα, με
συνολικό δείκτη 19,9%
για τις ελληνικές
τράπεζες, έναντι 20,2%
που ήταν ο μέσος όρος
στην Ευρώπη. Όλες οι
ελληνικές τράπεζες
εμφανίζουν πλεόνασμα
κεφαλαίων πάνω από τα
ελάχιστα εποπτικά όρια,
γεγονός που επιτρέπει τη
διανομή αυξημένων
μερισμάτων και
δημιουργεί προϋποθέσεις
για εξαγορές.
Ιστορικά
χαμηλό δείκτη δανείων
προς καταθέσεις,
που διαμορφώθηκε κοντά
στο 59%, έναντι ποσοστού
άνω του 100% στην
Ευρωζώνη, παρά τη
σημαντική πιστωτική
επέκταση στη χώρα, η
οποία το 2024 ξεπέρασε
τα 10 δισ. ευρώ. Ο
δείκτης αυτός σημαίνει
ότι για κάθε 100 ευρώ
καταθέσεων, οι ελληνικές
τράπεζες έχουν χορηγήσει
περίπου 60 ευρώ σε
δάνεια. Η μείωση του
δείκτη οφείλεται στην
εκκαθάριση των
ισολογισμών από τα μη
εξυπηρετούμενα δάνεια
και στην αύξηση των
καταθέσεων κατά 14 δισ.
ευρώ το 2024. Το γεγονός
ότι ο δείκτης παραμένει
σε χαμηλά επίπεδα
υποδηλώνει ότι οι
ελληνικές τράπεζες
διαθέτουν μεγάλο
περιθώριο για νέες
χορηγήσεις, εφόσον
υπάρξει ζήτηση, ειδικά
από τα νοικοκυριά, τα
οποία, με εξαίρεση τα
δάνεια μέσω του
προγράμματος «Σπίτι
μου», αποφεύγουν τον νέο
δανεισμό.
Μείωση
των μη εξυπηρετούμενων
δανείων,
με τον σχετικό δείκτη να
βρίσκεται πλέον στο
2,2%, κοντά στον μέσο
όρο της Ευρωζώνης (1,6%
το 2024). Η εξέλιξη αυτή
είναι αποτέλεσμα της
εκκαθάρισης του
τραπεζικού συστήματος
από κόκκινα δάνεια
συνολικού ύψους περίπου
75 δισ. ευρώ από το
2018, κυρίως μέσω
τιτλοποιήσεων στο
πλαίσιο του προγράμματος
κρατικών εγγυήσεων
«Ηρακλής».
|