Volkswagen
Για την
Ευρώπη και την οικονομία
της ήταν αναμφίβολα ο
χειρότερος οιωνός του
2024, καθώς προσωποποιεί
τα δεινά της βιομηχανίας
της, την απώλεια
ανταγωνιστικότητας, τις
παρενέργειες της
ενεργειακής κρίσης και
τη διαφαινόμενη ήττα της
από τον επιθετικό
ανταγωνισμό της Κίνας.
Και παράλληλα είναι η
επιτομή της παρακμής που
φαίνεται να γνωρίζει η
γερμανική βιομηχανία στο
σύνολό της, η ίδια η
οικονομία της Γερμανίας
και το παρωχημένο
αναπτυξιακό της μοντέλο.
Η είδηση, πως έπειτα από
ιστορία 87 ετών η
εμβληματική
αυτοκινητοβιομηχανία της
Γερμανίας σχεδιάζει να
κλείσει μονάδες εντός
της χώρας ήχησε σαν
έκρηξη βόμβας τον
Σεπτέμβριο. Προκάλεσε
ρίγη, όχι μόνον στους
τουλάχιστον 300.000
ανθρώπους που εργάζονται
για τη Volkswagen εντός
Γερμανίας και πέραν
αυτής στους 650.000
υπαλλήλους της σε όλο
τον κόσμο, αλλά και σε
όλη τη Γηραιά Ηπειρο.
Ηταν η αποκαθήλωση ενός
συμβόλου της γερμανικής
ευημερίας, ήταν ότι η
δεύτερη
αυτοκινητοβιομηχανία
στον κόσμο μετά την
Toyota, με τα 10
εμπορικά σήματα –μεταξύ
των οποίων τα Porsche,
Audi, Bentley και
Lamborghini– ομολογούσε
ότι η κατάσταση έχει
αλλάξει άρδην και η ίδια
δεν είναι αυτή που ήταν.
Η VW
προσωποποιεί την
ευρύτερη κακοδαιμονία
των γερμανικών
βιομηχανιών,
συμπεριλαμβανομένων των
αυτοκινητοβιομηχανιών
που αποτελούν τον
ακρογωνιαίο λίθο του
βιομηχανικού της κλάδου.
Northvolt
Η
πτώχευσή της μέσα στον
Νοέμβριο του 2024 δεν
αποτελεί μεν την πτώση
ενός ειδώλου ή μιας
παλιάς βιομηχανίας
συνυφασμένης με εποχές
ευημερίας και επιτυχίας.
Ενταφιάζει, όμως, τις
ελπίδες της Ευρώπης για
μια έστω μερική
απεξάρτηση από την Κίνα
στο στοίχημα της
πράσινης μετάβασης και
της ηλεκτροκίνησης και
δίνει τέλος στις
φιλοδοξίες της Γηραιάς
Ηπείρου για μια δική της
βιομηχανία μπαταριών για
ηλεκτροκίνητα οχήματα. Η
σουηδική Northvolt
ανέλαβε από το 2017
πρωταγωνιστικό ρόλο στις
προσπάθειες της Ε.Ε. να
διασφαλίσει μια δική της
εφοδιαστική αλυσίδα
μπαταριών, προσπάθειες
στις οποίες θυσιάστηκαν
κάπου 6 δισ. ευρώ από
τον κοινοτικό
προϋπολογισμό. Ομως, τον
περασμένο Ιούνιο ένας εκ
των κολοσσών της
γερμανικής
αυτοκινητοβιομηχανίας,
αλλά και εκ των
κυριοτέρων χρηματοδοτών
της Northvolt, η BMW,
απέσυρε ουσιαστικά τη
στήριξή της ακυρώνοντας
συμβόλαιο αξίας 2,1 δισ.
δολαρίων. Ως έναν βαθμό
τουλάχιστον ήταν η
μοιραία και αναπόφευκτη
συνέπεια της δυσπραγίας
που αντιμετώπιζαν οι
γερμανικές
αυτοκινητοβιομηχανίες
και της διάψευσης των
προσδοκιών τους από τις
πωλήσεις των
ηλεκτροκίνητων οχημάτων.
Οι προσπάθειές της να
ορθοποδήσει με απολύσεις
και συνετές κινήσεις
απέβησαν ατελέσφορες και
η Northvolt πέρασε στην
Ιστορία ίσως ως μια από
τις πιο γενναίες αλλά
και πιο ατυχείς
προσπάθειες της Ευρώπης
και από τις πιο επώδυνες
επιχειρηματικές
αποτυχίες του 2024.
ThyssenKrupp και Bosch
Την
εικόνα της γερμανικής
βιομηχανίας υπό πίεση
ολοκληρώνουν δύο άλλα
ηχηρά ονόματα, που μέσα
στους τελευταίους δύο
μήνες του 2024
κατέστησαν σαφές ότι
αντιμετωπίζουν δυσκολίες
και επιχειρούν να
μειώσουν το κόστος. Η
μεγαλύτερη χαλυβουργία
της Γερμανίας, η
ThyssenKrupp, σχεδιάζει
11.000 απολύσεις μέσα
στην επόμενη πενταετία
και συνολικά θα μειώσει
το προσωπικό της κατά
10% στο βραχυπρόθεσμο
μέλλον. Αιτία της
κακοδαιμονίας της είναι,
όμως, η άλλη όψη του
νομίσματος όταν μιλάμε
για τον παράγοντα που
πλήττει τις
αυτοκινητοβιομηχανίες
της Γερμανίας: η στροφή
στην ηλεκτροκίνηση έχει
μειώσει τη ζήτηση για
χάλυβα, ενώ ο γερμανικός
κολοσσός αντιμετωπίζει
τον θηριώδη ανταγωνισμό
της Κίνας και των άλλων
οικονομιών της Ασίας,
που κατακλύζουν την
παγκόσμια αγορά με φθηνό
χάλυβα. Για παρόμοιους
λόγους ένα ακόμη ηχηρό
όνομα συνυφασμένο με τη
βιομηχανική υπεροχή της
Γερμανίας, η Bosch,
ανακοίνωσε τον Νοέμβριο
ότι θα προχωρήσει σε
τουλάχιστον 5.000
απολύσεις και αιτία
είναι η στροφή στα
ηλεκτροκίνητα οχήματα
που χρειάζονται λιγότερα
εξαρτήματα και μειώνουν
τις ανάγκες σε προσωπικό
ενός κλάδου παραδοσιακά
εντάσεως εργασίας.
Google
Η χρονιά
που τελειώνει έφερε και
την απαρχή μεγάλων
δυσκολιών για τον
απόλυτο κυρίαρχο της
πλοήγησης στο Ιντερνετ,
την Google, καθώς ύστερα
από τις άφθονες
περιπέτειές της με τις
Αρχές ανταγωνισμού της
Ε.Ε., δέχεται τώρα
αρκετά ασυνήθεις πιέσεις
από τις αμερικανικές
Αρχές. Το αμερικανικό
υπουργείο Δικαιοσύνης,
που στις ΗΠΑ έχει
αρμοδιότητα για θέματα
ανταγωνισμού, πιέζει την
Google να πουλήσει τον
Chrome, το δημοφιλέστατο
πρόγραμμα περιήγησης
(browser). Αν η Google
δεν βρει εναλλακτική και
αναγκαστεί να
αποχωριστεί τον Chrome,
η υποβάθμισή της θα
είναι δραματική.
Η
ανώμαλη προσγείωση της
Boeing
Δεν ήταν
η χρονιά με τα
μεγαλύτερα πλήγματα για
την άλλοτε βασίλισσα των
αιθέρων, καθώς έχουν
παρέλθει έξι χρόνια απ’
όταν η Boeing άρχισε να
χάνει την εμπιστοσύνη
του επιβατικού κοινού,
των αεροπορικών
εταιρειών, των
ρυθμιστικών Αρχών αλλά
και του ίδιου του
προσωπικού της εξαιτίας
θανατηφόρων δυστυχημάτων
της, που καθήλωσαν
αεροσκάφη της στο
έδαφος. Ηταν όμως η
χρονιά που έδειξε πως
έχουν κλείσει ασφυκτικά
τα περιθώρια για την
Boeing, καθώς μετά τις
ατελείωτες περιπέτειές
της ο κολοσσός της
αεροδιαστημικής έμοιαζε
να έχει απαξιωθεί.
«Είμαστε στα κάτω μας
παιδιά», τόνισε στα τέλη
Νοεμβρίου ο Κέλι
Ορτμπεργκ, διευθύνων
σύμβουλος της Boeing,
που μιλώντας στο
προσωπικό της εταιρείας
κατέστησε σαφές ότι «δεν
έχουμε άλλα περιθώρια
για λάθη». Ο Ορτμπεργκ
ανέλαβε διευθύνων
σύμβουλος από τον
Αύγουστο, με αποστολή
την ανόρθωση της
εταιρείας και έχει θέσει
σε εφαρμογή πρόγραμμα
17.000 απολύσεων και
εκδόσεις μετοχών και
χρέους συνολικής αξίας
25 δισ. δολ.
Εχουν
προηγηθεί δύο
αεροπορικές τραγωδίες με
πρωταγωνιστή το μοντέλο
της 737 ΜΑΧ, μία το
φθινόπωρο του 2018 και
μία τον Μάρτιο του 2019,
που οδήγησαν αρχικά την
Κίνα και στη συνέχεια
την Ευρωπαϊκή Ενωση, την
Ινδία, την Τουρκία, τη
Σιγκαπούρη, τη Νότια
Κορέα, την Αυστραλία, τη
Μαλαισία, αλλά και τις
ΗΠΑ να δώσουν εντολή για
να καθηλωθούν τα
αεροσκάφη της 737 ΜΑΧ
στο έδαφος.
Από τον
Μάρτιο του 2019 μέχρι
τουλάχιστον τον
Δεκέμβριο του 2020 ο
στόλος της Boeing 737
MAX έμεινε καθηλωμένος
ανά τον πλανήτη
προκειμένου να γίνουν
διορθώσεις και έλεγχοι
στον σχεδιασμό του
συστήματος ελιγμών και
σταθεροποίησης, στο
οποίο είχαν εντοπιστεί
σοβαρά προβλήματα.
Ακολούθησε το πρόστιμο
των 2,5 δισ. δολ. και
σειρά από τεχνικά
προβλήματα που ευτυχώς
δεν οδήγησαν σε νέες
τραγωδίες, αλλά στην
πλήρη δυσφήμηση της
Boeing. Τη χαριστική
βολή στη φήμη του
αμερικανικού κολοσσού
φαίνεται να έδωσε η
αποκόλληση τμήματος της
ατράκτου από αεροσκάφος
της Alaska Airlines λίγο
μετά την απογείωση και
ήταν μόλις είχε μπει το
2024. Θεωρίες και
ερμηνείες ατελείωτες ως
προς το πού βρίσκεται η
ρίζα της κακοδαιμονίας
της Boeing.
Ισως στο
ότι η βιομηχανία έθεσε
σε προτεραιότητα την
κερδοφορία της εταιρείας
αντί για την τεχνική
αρτιότητα, ίσως το ότι
ανέθετε πολλά τμήματα
της κατασκευής ενός
αεροσκάφους σε
υπεργολάβους, που με τη
σειρά τους τα ανέθεταν
σε μονάδες χαμηλού
κόστους. Ισως και η
απόσταση ανάμεσα στη
διοίκηση της εταιρείας
και το προσωπικό της.
Ο,τι κι αν φταίει,
πάντως, δεν φαίνεται πια
αδιανόητο το ερώτημα
«μήπως δεν θα τα
καταφέρει και δεν θα
ανακάμψει ποτέ ξανά η
Boeing;». Τουλάχιστον η
χρονιά ολοκληρώνεται με
μια καλή είδηση για την
εταιρεία, καθώς μέσα
στον Δεκέμβριο έκλεισε
συμφωνία πολλών δισ.
δολ. με την τουρκική
Pegasus Tasimaaciligi
AS, που παλαιότερα
προτιμούσε την ευρωπαϊκή
Airbus, για την παράδοση
100 μοντέλων 737 Max 10.
|