Όπως
σχολιάζει και η “Ν” από
τις σχεδόν 1.200
μετοχές που η
Salomon ερεύνησε και
βαθμολόγησε για τους
πελάτες της, μόνο
μία κρίθηκε ως
«underweight» (υποαπόδοση
σε σχέση με την υπόλοιπη
αγορά) και ούτε
για μία δεν υπήρξε
σύσταση sell (πώλησης).
Όλα αυτά
σε μια εποχή που πολλές
μετοχές τεχνολογίας και
διαδικτύου κατέρρεαν. Το
ημερολόγιο έγραφε
29 Ιανουαρίου 2001.
Η παρουσίαση του
Χόφμαν, ακριβώς
πριν από 24 χρόνια, είναι
άκρως διδακτική, ειδικά
σε μία περίοδο που έχουν
επανέλθει στο προσκήνιο οι
φόβοι για φούσκα στις
τεχνολογικές μετοχές των
ΗΠΑ, ανάλογη με
την dot.com bubble, που
έσπασε το 2000.
Η φούσκα
Στα τέλη
της δεκαετίας του 1990 ήταν
τέσσερις τεχνολογικές
εταιρείες που
οδηγούσαν τη θεαματική
χρηματιστηριακή κούρσα: Cisco, Dell, Microsoft και Intel.
Ήταν κολοσσοί με καινοτόμα
προϊόντα και υπηρεσίες.
Αλλά δίπλα σε εκείνες
τις 4 εταιρείες, με τα ισχυρά
μεγέθη και τις ακόμη πιο
ισχυρές προοπτικές «έτρεχαν»
με φόρα δεκάδες εταιρείες
dot.com χωρίς πραγματικό
αντικείμενο και
αξία.
Αυτές
χάρη στην άκρατη
ευφορία, τον ενθουσιασμό
και τα ένστικτα της
αγέλης, έβλεπαν την τιμή
τους να γεμίζει αέρα.
Δημιούργησαν όλες μαζί μία
τεράστια φούσκα, που
αναπόφευκτα έσπασε.
Η φούσκα
κορυφώθηκε στις 10
Μαρτίου εκείνου του
έτους. Μεταξύ του 1995
και της κορύφωσής του
τον Μάρτιο του 2000, οι
επενδύσεις στον σύνθετο
χρηματιστηριακό δείκτη
NASDAQ αυξήθηκαν κατά
800%, πυροδοτώντας ένα
ράλι διαρκείας. Από τις 11
Μαρτίου 2000 άρχισε
μία αιμορραγία,
που σταμάτησε τον
Οκτώβριο του 2002.
Όλα τα κέρδη της
περιόδου ευφορίας είχαν
χαθεί.
Η
κατάληξη
Η
Salomon εκ των κορυφαίων
χρηματιστηριακών (και
μέλος του ομίλου
Citigroup) δεν ήταν
βεβαίως η μόνη που έδινε
με άνεση σήματα αγοράς
μετοχών. Αλλά η
περίπτωσή της ήταν από
τις πλέον ηχηρές.
Ο Χόφμαν
αποχώρησε τελικά από τη
Salomon τον Οκτώβριο του
2002 αποδεχόμενος το
μερίδιο της ευθύνης του
ως επικεφαλής. Σε ένα
εσωτερικό υπόμνημα που
είχε υπογράψει λίγους
μήνες πριν φύγει,
παραδεχόταν ότι η πίεση
στους αναλυτές από τη
διοίκηση επιχειρήσεων,
από επενδυτικούς
τραπεζίτες και από
επιλεγμένους θεσμικούς
λογαριασμούς έκανε
τους αναλυτές να
αποφεύγουν τις αρνητικές
αξιολογήσεις.
Να
σημειωθεί ότι η εταιρεία
ήρθε αντιμέτωπη με
αγωγές από επενδυτές που
είχαν χάσει τις
αποταμιεύσεις τους και
πρόστιμα από τις
ρυθμιστικές αρχές. Η
μητρική Citigroup ήταν
μεταξύ των 10 κολοσσών
της Wall Street που τον
Δεκέμβριο του 2002
κατέληξαν σε
διακανονισμό για
δημοσίευση μεροληπτικών
reports για μετοχές. Ο διακανονισμός προέβλεπε
τσουχτερά πρόστιμα,
αλλά δεν
απαιτούσε να παραδεχθούν
ενοχή για κάτι.
|