Το ΑΕΠ
των ΗΠΑ αυξήθηκε με
σταθερό ρυθμό στο τέλος
του περασμένου έτους και
ενώ το πρώτο τρίμηνο του
2025 δεν έχει τελειώσει
ακόμη, η αγορά εργασίας
παρέμεινε σε κατάσταση
ανάπτυξης τον Ιανουάριο
και τον Φεβρουάριο.
Είναι πολύ νωρίς για να
πει κανείς εάν επίκειται
μία ύφεση που θα φέρει
μαζική απώλεια θέσεων
εργασίας, χρεοκοπίες και
κατασχέσεις κατοικιών.
Όμως, οι προηγούμενες
ανησυχίες για ύφεση
αποδείχθηκαν
υπερβολικές. Το 2022,
για παράδειγμα, κάποιοι
έλεγαν ότι οι
πιθανότητες ύφεσης
άγγιζαν το 99%. Σήμερα,
οι οικονομολόγοι λένε
και πάλι ότι ο κίνδυνος
της ύφεσης έχει αυξηθεί,
αν και από σχετικά
χαμηλά επίπεδα. Και η
αβεβαιότητα σχετικά με
την οικονομική ατζέντα
του Trump – ειδικά η
σύγχυση σχετικά με τα
σχέδιά του για δασμούς –
είναι ένα μεγάλο μέρος
του προβλήματος.
«Η
οικονομία σήμερα είναι
πολύ ανθεκτική. Αλλά δεν
της αρέσει αυτή η
αβεβαιότητα», είπε στο
CNN ο David Kelly, της
JPMorgan Asset
Management. Τη Δευτέρα,
ο πρώην υπουργός
Οικονομικών των ΗΠΑ,
Larry Summers, είπε στο
CNN ότι υπάρχει
«πραγματική πιθανότητα»
ύφεσης. «Έχουμε μια
πραγματική πιθανότητα
ενός φαύλου κύκλου όπου
μια αποδυνάμωση της
οικονομίας οδηγεί σε πιο
αδύναμες αγορές και, στη
συνέχεια, οι πιο
αδύναμες αγορές οδηγούν
σε μια αποδυνάμωση της
οικονομίας», είπε.
Ο
Kelly της JPMorgan
μίλησε για έναν «φόρο
αβεβαιότητας» που
επιβάλλεται τόσο στην
οικονομία όσο και στην
αγορά, λόγω των
ερωτημάτων σχετικά με
τους δασμούς του Trump,
τις περικοπές δαπανών
στο ομοσπονδιακό κράτος
και τις μαζικές
απολύσεις ομοσπονδιακών
εργαζομένων. Ο Bill
Dudley, πρώην πρόεδρος
της Fed της Νέας Υόρκης,
δήλωσε στο CNN τη
Δευτέρα ότι είναι
«πρόωρο» να προβλεφθεί
ύφεση, αλλά πρόσθεσε ότι
ο κίνδυνος «έχει αυξηθεί
σίγουρα». Ο Dudley
επέρριψε την ευθύνη στη
σύγχυση σχετικά με τον
εμπορικό πόλεμο. «Οι
δασμοί έχουν δύο
επιπτώσεις: Πρώτον,
ανεβάζουν τις τιμές. Και
δύο, πιέζουν την
ανάπτυξη», είπε ο
Dudley. «Η κυβέρνηση
Trump χειροτερεύει τα
πράγματα με αυτήν την
προσέγγιση του
μπρος-πίσω. Το επίπεδο
αβεβαιότητας είναι
υψηλότερο από αυτό που
θα έπρεπε». Ο Summers
σημείωσε ότι οι αγορές
βασίζονται στην
προβλεψιμότητα, αλλά
αντίθετα βιώνουν τη μία
έκπληξη μετά την άλλη.
«Όλη
αυτή η έμφαση στους
δασμούς και όλη η
ασάφεια και η
αβεβαιότητα που
δημιουργείται σχετικά με
τους δασμούς, κατά
ειρωνικό τρόπο, έχει
παγώσει τη ζήτηση, έχει
κάνει τις επιχειρήσεις
να μην επενδύουν, έχει
κάνει τους καταναλωτές
να πιστεύουν ότι πρέπει
να σταματήσουν πριν
δεσμευτούν για μεγάλες
δαπάνες», είπε. Αυτή η
σύγχυση διαχέεται στην
αγορά. Μετά τη χειρότερη
εβδομάδα των τελευταίων
έξι μηνών, ο S&P 500
έπεσε σχεδόν 3% ακόμα τη
Δευτέρα. Ο δείκτης έχει
πλέον υποχωρήσει περίπου
9% από τότε που έφτασε
σε ιστορικό ρεκόρ, στις
19 Φεβρουαρίου.
«Το
χρηματιστήριο χάνει την
εμπιστοσύνη του στις
πολιτικές του Trump
2.0», δήλωσε στο CNN ο
Ed Yardeni, πρόεδρος της
επενδυτικής
συμβουλευτικής Yardeni
Research. «Τα πάντα
κινδυνεύουν τώρα, κυρίως
λόγω της βιασύνης της
κυβέρνησης να ορίσει
τόσους πολλούς στόχους
σε πολύ σύντομο χρονικό
διάστημα – με
ανεπιθύμητες συνέπειες».
Και βέβαια, υπάρχει ο
κίνδυνος η αναταραχή της
αγοράς να διαχυθεί στην
πραγματική οικονομία. Η
καταναλωτική εμπιστοσύνη
ήδη πέφτει τους
τελευταίους μήνες και θα
μπορούσε να μειώσει τις
καταναλωτικές δαπάνες,
που αποτελούν τον κύριο
μοχλό της οικονομίας των
ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή, οι
εταιρικές χρεοκοπίες
αρχίζουν να
συσσωρεύονται.
Οι
χρεοκοπίες εταιρειών
στις ΗΠΑ ανήλθαν
συνολικά στις 129 τους
δύο πρώτους μήνες του
2025. Πρόκειται για το
υψηλότερο νούμερο πρώτου
διμήνου από το 2010,
όταν η αμερικανική
οικονομία βρισκόταν στον
απόηχο της Μεγάλης
Ύφεσης. Κατόπιν τούτων,
η Goldman Sachs ανέβασε
τις πιθανότητες ύφεσης
στο 20% για τους
επόμενους 12 μήνες, από
15% που ήταν
προηγουμένως. Όπως
εξηγεί ο οίκος,
πρόκειται για μια μικρή
αύξηση, καθώς πιστεύει
ότι ο Λευκός Οίκος έχει
την επιλογή να
υποχωρήσει από κάποιες
αλλαγές πολιτικής, εάν
οι κίνδυνοι αρχίσουν να
φαίνονται πιο σοβαροί.
Τι γίνεται όμως αν ο
Trump δεν υποχωρήσει;
«Αν ο Λευκός Οίκος
παρέμενε προσηλωμένος
στις πολιτικές του ακόμη
και μπροστά σε πολύ
χειρότερα δεδομένα, ο
κίνδυνος ύφεσης θα
αυξανόταν περαιτέρω»,
τονίζει η Goldman Sachs.
|