Για να
αντιμετωπίσει το
πρόβλημα, η ΕΕ έχει
περάσει χρόνια
προσπαθώντας να
οικοδομήσει μια «ένωση
κεφαλαιαγορών». Από το
2015 έχουν υπάρξει
περισσότερες από 55
κανονιστικές προτάσεις
και 50 μη νομοθετικές
πρωτοβουλίες. όμως η
ευρεία αυτή ατζέντα δεν
έφερε την αναμενόμενη
πρόοδο. Η Ευρώπη οφείλει
να ανασυνταχθεί, να
αναγνωρίσει τα βασικά
εμπόδια στον αγωγό
χρηματοδότησης και βρει
λιγότερες και
αποτελεσματικότερες
λύσεις. Τρία από αυτά τα
εμπόδια ξεχωρίζουν.
Πρώτον,
οι αποταμιεύσεις της
Ευρώπης δεν εισέρχονται
στις κεφαλαιαγορές σε
επαρκή όγκο. Οι
Ευρωπαίοι κατέχουν το
ένα τρίτο των
χρηματοοικονομικών τους
περιουσιακών στοιχείων
σε μετρητά και
καταθέσεις, σε σύγκριση
με το ένα δέκατο στην
Αμερική. Εάν τα
νοικοκυριά της ΕΕ
ευθυγραμμιστούν ως προς
την αναλογία των
καταθέσεων προς τα
χρηματοοικονομικά
περιουσιακά στοιχεία με
εκείνη των αμερικανικών
νοικοκυριών, ένα απόθεμα
έως και 8 τρισ. ευρώ
(8,4 τρισ. δολάρια) θα
μπορούσε να κατευθυνθεί
σε μακροπρόθεσμες
επενδύσεις με βάση την
αγορά.
Ένα
εμπόδιο σε μια τέτοια
διαφοροποίηση είναι το
τοπίο των επενδύσεων
λιανικής στην Ευρώπη.
Πολλά νοικοκυριά έχουν
ελάχιστες κατάλληλες
επενδυτικές επιλογές και
υψηλά τέλη. Οι ιδιώτες
επενδυτές σε ευρωπαϊκά
αμοιβαία κεφάλαια, για
παράδειγμα, πληρώνουν
σχεδόν 60% περισσότερα
τέλη από τους
Αμερικανούς ομολόγους
τους.
Ένα
τυποποιημένο,
πανευρωπαϊκό σύνολο
αποταμιευτικών προϊόντων
-ένα «ευρωπαϊκό πρότυπο
αποταμίευσης»- είναι ο
καλύτερος τρόπος για να
προχωρήσουμε. Τα
προϊόντα αυτά θα είναι
προσιτά και διαφανή και
θα προσφέρουν μια σειρά
επενδυτικών επιλογών
δομημένων σύμφωνα με
σαφή κριτήρια.
Παράλληλα, θα είναι
προσιτά επειδή θα
υπάρχει λιγότερη
γραφειοκρατία,
μεγαλύτερη
συγκρισιμότητα και
περισσότερος
ανταγωνισμός. Η
ελκυστικότητα του
ευρωπαϊκού προτύπου θα
ενισχυόταν επίσης με την
εναρμόνιση των
φορολογικών κινήτρων σε
όλες τις χώρες.
Δεύτερον, όταν οι
αποταμιεύσεις φτάνουν
στις κεφαλαιαγορές, δεν
επεκτείνονται σε όλη την
Ευρώπη, γεγονός που
περιορίζει τη δυνατότητα
δημιουργίας μεγάλων
δεξαμενών κεφαλαίων για
τη χρηματοδότηση
μετασχηματιστικών
τεχνολογιών. Για
παράδειγμα, πάνω από το
60% των επενδύσεων των
νοικοκυριών σε μετοχές
πραγματοποιείται εντός
της χώρας τους.
Αυτά τα
εθνικά σιλό
υποστηρίζονται από ένα
εξαιρετικά
κατακερματισμένο σύνολο
υποδομών της
χρηματοπιστωτικής
αγοράς. Η ΕΕ διαθέτει
295 τόπους
διαπραγμάτευσης, 14
κεντρικούς
αντισυμβαλλομένους και
32 κεντρικά αποθετήρια
τίτλων (CSD). Στις
Ηνωμένες Πολιτείες
υπάρχουν μόνο δύο οίκοι
εκκαθάρισης τίτλων και
ένα κεντρικό αποθετήριο
τίτλων.
Επίσης,
το συνονθύλευμα
διαφορετικών εταιρικών,
φορολογικών και
χρηματιστηριακών νόμων
εμποδίζει την ενοποίηση,
γεγονός που
επιδεινώνεται από τις
εθνικές αρχές που
επιβάλλουν τη χρήση
εθνικών CSD για
ορισμένες συναλλαγές. Η
προσέγγιση της Ευρώπης
για την υπέρβαση αυτών
των εμποδίων ήταν η
σταδιακή εναρμόνιση,
όμως η πρόοδος είναι
πολύ αργή.
Η Ευρώπη
χρειάζεται αλλαγή
μεθόδου για να
παρακάμψει τα παγιωμένα
συμφέροντα. Αυτός είναι
και ο λόγος για τον
οποίο πέρυσι ζήτησα να
δημιουργηθεί μια
«Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Κεφαλαιαγοράς», η οποία
θα εφαρμόζει ένα κοινό
εγχειρίδιο κανόνων σε
όλη την ΕΕ, όπως κάνει η
Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς
στην Αμερική. Παράλληλα
με αυτόν τον στόχο,
υπάρχουν συμπληρωματικές
επιλογές που η Ευρώπη
μπορεί να ακολουθήσει.
Η μία θα
ήταν μια προσέγγιση δύο
επιπέδων, όπως έχει ήδη
η Ευρώπη για την επιβολή
του ανταγωνισμού και την
εποπτεία των τραπεζών.
Οι πάροχοι
χρηματοπιστωτικών
υπηρεσιών που πληρούν
ορισμένα κριτήρια, όπως
το μέγεθος ή η
διασυνοριακή
δραστηριότητα, θα
υπάγονται στην ευρωπαϊκή
εποπτεία, ενώ οι εθνικές
αρχές θα συνεχίσουν να
εποπτεύουν τους
μικρότερους εθνικούς
φορείς.
Μια άλλη
επιλογή θα ήταν η χρήση
του «28ου καθεστώτος»
(28th regimes) σε τομείς
όπου η πρόοδος έχει
σταματήσει -ένα ειδικό
νομικό πλαίσιο της ΕΕ με
τους δικούς του
κανονισμούς, που θα
πλαισιώνει τους
κανονισμούς των 27
κρατών-μελών. Για
παράδειγμα, θα
μπορούσαμε να
οραματιστούμε ένα 28ο
καθεστώς για τους
εκδότες κινητών αξιών,
που θα παρέχει
ενοποιημένο εταιρικό
δίκαιο και δίκαιο
κινητών αξιών.
Τρίτον,
όταν οι αποταμιεύσεις
διατίθενται από τις
κεφαλαιαγορές, δεν
κατευθύνονται σε
καινοτόμες επιχειρήσεις
και τομείς, λόγω του
υποανάπτυκτου
οικοσυστήματος
επιχειρηματικών
κεφαλαίων (VC) στην
Ευρώπη. Οι επενδύσεις VC
είναι μόνο το ένα τρίτο
των αμερικανικών
επιπέδων και η Ευρώπη
εξαρτάται σε μεγάλο
βαθμό από τα αμερικανικά
VC για τη χρηματοδότηση
της καινοτομίας.
Περισσότερο από το 50%
των επενδύσεων σε
προχωρημένο στάδιο στην
ευρωπαϊκή τεχνολογία
προέρχεται από το
εξωτερικό.
Φιλοδοξία της Ευρώπης θα
πρέπει να είναι τα
αμερικανικά επίπεδα VC,
αλλά αυτό δεν θα συμβεί
εν μιά νυκτί. Εν τω
μεταξύ, η ΕΕ οφείλει να
χρησιμοποιήσει όλη την
ευελιξία του
χρηματοπιστωτικού της
συστήματος για να
καλύψει το κενό.
Δεδομένου ότι οι
θεσμικοί επενδυτές έχουν
μακρύ επενδυτικό
ορίζοντα, το ρυθμιστικό
καθεστώς της ΕΕ θα
πρέπει να τους επιτρέπει
να συμβάλουν περισσότερο
στη μακροπρόθεσμη
ανάπτυξη. Για
παράδειγμα, τα
συνταξιοδοτικά ταμεία
της ΕΕ διαθέτουν μόλις
το 0,01% του συνολικού
ενεργητικού τους σε
ευρωπαϊκό VC, ένα κλάσμα
του ποσού που επενδύουν
τα αντίστοιχα
αμερικανικά ταμεία σε
αμερικανικό VC.
Η ΕΕ
οφείλει επίσης να
αξιοποιήσει πλήρως τις
δυνατότητες της
Ευρωπαϊκής Τράπεζας
Επενδύσεων για τη
διαχείρηση των κινδύνων
και τη συγκέντρωση
ιδιωτικών κεφαλαίων σε
ευρωπαϊκό VC. Παράλληλα,
θα πρέπει να διερευνήσει
πώς μπορεί να στηρίξει
την καινοτομία, όχι μόνο
μέσω ιδίων κεφαλαίων,
αλλά και μέσω χρέους. Η
ανάπτυξη της
τιτλοποίησης στην Ευρώπη
θα μπορούσε να επιτρέψει
στις τράπεζες να
απελευθερώσουν χώρο στον
ισολογισμό τους και να
διαδραματίσουν
μεγαλύτερο ρόλο στη
χρηματοδότηση της
καινοτομίας.
Η
πρόοδος σε αυτούς τους
τρεις τομείς θα είναι
αυτοενισχυόμενη.
Περισσότερες εταιρείες
υψηλής ανάπτυξης θα
σημαίνουν υψηλότερες
αποτιμήσεις, μεγαλύτερη
ρευστότητα στις αγορές
της ΕΕ και υψηλότερες
αποδόσεις για τους
αποταμιευτές. Για να
συμβεί αυτό, θα
απαιτηθεί αλλαγή
προσέγγισης Όχι στα
πολλά μικρά βήματα, ναι
στα λίγα και μεγάλα, με
επιλογή εκείνων που
είναι πιο εφικτά και που
θα κάνουν τη μεγαλύτερη
διαφορά.
*Η
Christine Lagarde είναι
πρόεδρος της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας
Πηγή:
The Economist
|