Επισημαίνεται ότι, παρά
τις δυνατότητες της AI
να αυξήσει την
παραγωγικότητα στην ΕΕ,
πρέπει να ληφθούν υπόψη
και οι αρνητικές της
επιδράσεις στην
απασχόληση, καθώς η
ωφέλειά της για τους
ανθρώπους δεν είναι
δεδομένη. Ο
οικονομολόγος Daron
Acemoglu έχει τονίσει
ότι η AI ενδέχεται να
αντικαταστήσει θέσεις
εργασίας χωρίς να
δημιουργήσει νέες και
πιο παραγωγικές,
δυσχεραίνοντας τη
μετάβαση των
εργαζομένων. Παράλληλα,
αναρωτιέται αν τα οφέλη
της AI θα διαχυθούν σε
όλη την οικονομία ή θα
ενισχύσουν τις
ανισότητες.
Παραγωγικότητα στην
Ευρώπη
Η
παραγωγικότητα εργασίας
αποτελεί βασικό
παράγοντα για τη
διατήρηση υψηλών μισθών
και σταθερής ανάπτυξης.
Αν και η Ευρώπη
κατόρθωσε να μειώσει το
χάσμα παραγωγικότητας με
τις ΗΠΑ από τη δεκαετία
του 1950 έως τις αρχές
του 1990, η τεχνολογική
ώθηση στις ΗΠΑ από τα
μέσα του 1990 (λόγω
διαδικτύου και
τηλεπικοινωνιών) αύξησε
το χάσμα. Από το 1995
έως το 2022, η
παραγωγικότητα αυξήθηκε
κατά 29% στη ζώνη του
ευρώ, ενώ στις ΗΠΑ
σχεδόν διπλασιάστηκε,
φτάνοντας το 53%.
Χάσμα
ΕΕ-ΗΠΑ
Το χάσμα
αυτό εξηγείται από:
Λιγότερη ευελιξία
στην ευρωπαϊκή αγορά
εργασίας όσον αφορά την
υιοθέτηση ψηφιακών
τεχνολογιών και AI.
Αυστηρούς κανόνες
προστασίας προσωπικών
δεδομένων που
καθυστερούν την
τεχνολογική πρόοδο.
Οικονομικές κρίσεις
(χρηματοπιστωτική,
πανδημία, ενεργειακή
κρίση), οι οποίες
επηρέασαν την Ευρώπη
περισσότερο από τις ΗΠΑ.
AI και
παραγωγικότητα
Η AI
μπορεί να ενισχύσει την
παραγωγικότητα μέσω
αυτοματοποίησης
επαναλαμβανόμενων
εργασιών. Εργαλεία όπως
τα μεγάλα γλωσσικά
μοντέλα (LLMs)
διευκολύνουν την
επεξεργασία δεδομένων
και αφήνουν στους
ανθρώπους χρόνο για
εργασίες υψηλότερης
προστιθέμενης αξίας.
Μελέτη της Goldman Sachs
(Μάρτιος 2023) εκτιμά
ότι η AI θα μπορούσε να
αυξήσει την παγκόσμια
παραγωγικότητα κατά
1%-1,5% μέσα σε μία
δεκαετία.
Παρά τη
ραγδαία αύξηση των
επενδύσεων στην AI, η ΕΕ
υστερεί σε σχέση με τις
ΗΠΑ και την Κίνα. Οι
ευρωπαϊκές start-ups
συχνά δυσκολεύονται να
αναπτυχθούν, λόγω
εμποδίων και έλλειψης
κινήτρων, γεγονός που
αυξάνει τον κίνδυνο
μετεγκατάστασής τους σε
πιο φιλικές αγορές. Ως
αποτέλεσμα, η ΕΕ
διαθέτει λιγότερες
εταιρείες «μονόκερους»
(unicorns) σε σύγκριση
με άλλες περιοχές.
|