Όπως
σημειώνει ρεπορτάζ της
Καθημερινής, η
πιθανότητα ενός νέου
επεισοδίου έλλειψης
μικροεπεξεργαστών
φαίνεται ήδη στον
ορίζοντα, μετά την
απόφαση της Κίνας να
επιβάλει σκληρούς
ελέγχους και
περιορισμούς που
πρακτικά στοιχειοθετούν
απαγόρευση στην εξαγωγή
βασικών πρώτων υλών για
την κατασκευή
μικροεπεξεργαστών όπως
το γάλλιο και το
γερμάνιο. Πρόκειται,
βέβαια, για αντίποινα
του Πεκίνου, μια και η
απερχόμενη κυβέρνηση
Μπάιντεν επέβαλε προ
μιας εβδομάδας νέους
περιορισμούς στις
εξαγωγές τεχνολογίας
μικροεπεξεργαστών προς
την Κίνα. Δικαιολογώντας
τη νέα κλιμάκωση του
τεχνολογικού πολέμου με
το Πεκίνο, η Ουάσιγκτον
επικαλέστηκε λόγους
εθνικής ασφαλείας, που
την υποχρεώνουν να
εμποδίσει την ανάπτυξη
προηγμένων
μικροεπεξεργαστών για
στρατιωτική χρήση και
τεχνητή νοημοσύνη στην
Κίνα. Οι νέοι
περιορισμοί απαγορεύουν
τις πωλήσεις ορισμένων
κατηγοριών
μικροεπεξεργαστών αλλά
και μηχανολογικού
εξοπλισμού προς την
Κίνα, ενώ θέτουν σε
μαύρη λίστα πάνω από 100
κινεζικές εταιρείες. Και
πρόκειται για το τρίτο
κύμα περιορισμών που
επιβάλλει στην Κίνα η
απερχόμενη κυβέρνηση των
ΗΠΑ μέσα στην τελευταία
τριετία για να αποκόψει
την ανταγωνίστριά της
από την πλέον προηγμένη
τεχνολογία,
κλιμακώνοντας την ένταση
ανάμεσα στις δύο
μεγαλύτερες οικονομίες
του πλανήτη πριν από την
ανάληψη της εξουσίας από
τον Ντόναλντ Τραμπ.
Οι
σκληροί έλεγχοι της
Κίνας στις εξαγωγές
γαλλίου και γερμανίου θα
πλήξουν την αμερικανική
βιομηχανία
μικροεπεξεργαστών. Η
παραγωγή γερμανίου είναι
σημαντική στις ΗΠΑ, αλλά
η Κίνα είναι αυτή που
παράγει το 98% της
παγκόσμιας προσφοράς στη
συγκεκριμένη πρώτη ύλη.
Σύμφωνα με την
Αμερικανική Γεωλογική
Επιθεώρηση, αν οι ΗΠΑ
δεν μπορούν να
εισαγάγουν γερμάνιο και
γάλλιο, η αμερικανική
οικονομία θα υποστεί
ζημία πολλών δισ. δολ.,
που σε μεγάλο βαθμό θα
συγκεντρωθεί στη
βιομηχανία
μικροεπεξεργαστών.
Επιπλέον, δεν είναι παρά
μόνον η αρχή σε ό,τι
αφορά τα αντίποινά της.
Παράγοντες της
βιομηχανίας πιθανολογούν
νέα σκληρότερα αντίποινα
από πλευράς του Πεκίνου
με ενδεχόμενους
ανάλογους περιορισμούς
στις εξαγωγές σπάνιων
γαιών, που επίσης
απαιτούνται για κάθε
είδους σύγχρονης
τεχνολογίας. Η
αντεπίθεσή της θεωρείται
σχεδόν βέβαιο πως θα
στραφεί κατά των
αμερικανικών εταιρειών
τεχνολογίας που
δραστηριοποιούνται στην
επικράτειά της.
Ενδεικτική των προθέσεών
της είναι η απόφαση που
έλαβε πέρυσι να
εγκαινιάσει εκτεταμένες
έρευνες κατά της
αμερικανικής βιομηχανίας
μικροεπεξεργαστών Micron
για θέματα ασφαλείας
στον κυβερνοχώρο.
Στροφή
στην τεχνολογική
αυτάρκεια
Ο
ανταγωνισμός ανάμεσα
στις δύο μεγαλύτερες
οικονομίες του κόσμου
γύρω από την κυριαρχία
στους προηγμένους
μικροεπεξεργαστές έχει
οδηγήσει τόσο την
Ουάσιγκτον όσο και το
Πεκίνο σε κινήσεις
απεξάρτησης από τις
εισαγωγές του είδους και
την ανάπτυξη εγχώριας
παραγωγής. Υπό τον φόβο,
άλλωστε, μιας νέας
έλλειψης
μικροεπεξεργαστών, αλλά
και νιώθοντας
εγκλωβισμένη στην
αντιπαλότητα των δύο
υπερδυνάμεων, η Ε.Ε.
υιοθέτησε το δικό της
νομοσχέδιο των
μικροεπεξεργαστών, που
έχει θέσει στόχο να
παράγει η Γηραιά Ηπειρος
το 20% των παγκόσμιων
μικροεπεξεργαστών έως το
2030. Κι ενώ ο στόχος
φαίνεται ήδη ιδιαίτερα
φιλόδοξος, τον
Σεπτέμβριο η Ενωση
Βιομηχανιών
Μικροεπεξεργαστών ζήτησε
να αναθεωρηθεί το
σχετικό νομοσχέδιο και
να υποκατασταθεί από
άλλο που δεν θα
προβλέπει τόσους
περιορισμούς στις
εξαγωγές.
Παράλληλα, έχουν
θεσπιστεί προγράμματα
ανάπτυξης ή ενίσχυσης
της βιομηχανίας
μικροεπεξεργαστών σε
Ιαπωνία ακόμη και στην
Ινδία και σε πολλές
άλλες χώρες, χωρίς αυτό
όμως να απομακρύνει τον
κίνδυνο ενός νέου
επεισοδίου έλλειψης
μικροεπεξεργαστών.
Σε ό,τι
αφορά τις προσπάθειες
της κυβέρνησης Μπάιντεν,
έχει από το 2022
θεσπίσει το νομοσχέδιο
για τους
μικροεπεξεργαστές με
αρχικό προϋπολογισμό 280
δισ. δολ., που αρχικά
προσείλκυσε πολλές
μεγάλες βιομηχανίες
μικροεπεξεργαστών:
Intel, TSMC, Texas
Instruments και Samsung
έσπευσαν όλες να
ανακοινώσουν σχέδια για
ανέγερση δικών τους
μονάδων
μικροεπεξεργαστών εντός
των ΗΠΑ. Από την πλευρά
της, η Κίνα έχει στραφεί
στην εγχώρια παραγωγή
της και προσπαθεί να
υποκαταστήσει τις
προμήθειες από τις ΗΠΑ
με εναλλακτικούς
προμηθευτές από άλλες
χώρες.
Παράγοντες του κλάδου
και αναλυτές της αγοράς
εκτιμούν πως η κλιμάκωση
της σκληρής στάσης της
Ουάσιγκτον εξωθεί την
Κίνα σε εσπευσμένη
ανάπτυξη της δικής της
βιομηχανίας
μικροεπεξεργαστών. Είναι
ενδεικτική η παρέμβαση
στην οποία προχώρησαν
από κοινού μέσα στην
εβδομάδα τέσσερις
βιομηχανικές ενώσεις της
Κίνας, όταν κάλεσαν τις
βιομηχανίες της χώρας να
προμηθεύονται
μικροεπεξεργαστές μόνον
από εγχώριους
προμηθευτές.
Χρησιμοποίησαν μάλιστα
επιχειρηματολογία
ανάλογη της Ουάσιγκτον,
επικαλούμενες ζήτημα
εθνικής ασφάλειας, καθώς
υποστήριξαν πως οι
αμερικανικοί
μικροεπεξεργαστές «δεν
είναι πλέον ασφαλείς
ούτε αξιόπιστοι».
Στο
μεταξύ, όμως, παράγοντες
του κλάδου προβλέπουν
ότι η απόφαση της Κίνας
να περιορίσει τις
εξαγωγές των πρώτων υλών
που είναι αναγκαίοι για
την παραγωγή
μικροεπεξεργαστών,
μπαταριών και
στρατιωτικού λογισμικού
θα προκαλέσει πονοκέφαλο
στον αμερικανικό
υπουργείο Αμυνας, αλλά
και στις ίδιες τις
αμερικανικές βιομηχανίες
που ήδη δυσκολεύονται να
βρουν εναλλακτικούς
προμηθευτές και
υποκατάστατα για άλλες
κρίσιμες πρώτες ύλες
στις οποίες έχει σχεδόν
μονοπώλιο η Κίνα.
Ταμείο
48 δισ. δολ. για
ανάπτυξη κινεζικής
βιομηχανίας
«Θέτοντας υπερβολικά
πολλά εμπόδια,
αναγκάζεις το λιοντάρι
να ξυπνήσει». Η δήλωση
ανήκει στον Κόνραντ
Κουάνγκ Λέι Γιουνγκ,
πρώην στέλεχος της
ταϊβανέζικης βιομηχανίας
μικροεπεξεργαστών TSMC
και στη συνέχεια μέλος
του Δ.Σ. στον κινεζικό
κολοσσό SMIC. Αναφέρεται
στις προσπάθειες της
Κίνας για απεξάρτηση από
κάθε αμερικανική
τεχνολογία
μικροεπεξεργαστών, αλλά
και γενικότερα για
απομάκρυνση κάθε
αμερικανικής τεχνολογίας
από τα συστήματά της με
σκοπό την αυτάρκεια. Η
προσπάθεια έχει ενταθεί
τα τελευταία χρόνια και
ιδιαιτέρως από τη στιγμή
που ακολούθησαν την
πολιτική της Ουάσιγκτον
ορισμένοι σύμμαχοί της,
όπως η Ιαπωνία και η
Ολλανδία, και απέκλεισαν
την Κίνα από τις δικές
τους τεχνολογίες
μικροεπεξεργαστών.
Ειδικότερα, στη διάρκεια
του περασμένου έτους η
Κίνα εντατικοποίησε τις
προσπάθειες και
προχώρησε σε μεγάλες
δαπάνες για την ανάπτυξη
της δικής της
βιομηχανίας
μικροεπεξεργαστών και
έφτασε να αντιπροσωπεύει
το ένα τρίτο των
παγκόσμιων πωλήσεων.
Σύμφωνα με την εταιρεία
αναλύσεων και δεδομένων
Gavekal Research, σε
ό,τι αφορά το 2024,
υπολογίζεται ότι έχει
προσθέσει νέα παραγωγική
δυνατότητα περισσότερη
από όση όλος ο υπόλοιπος
κόσμος αθροιστικά. Τον
Μάιο, προσέθεσε νέα
κεφάλαια ύψους 48 δισ.
δολ. στο ταμείο της για
την ανάπτυξη της
βιομηχανίας
μικροεπεξεργαστών. Η
κινεζική βιομηχανία
μικροεπεξεργαστών SMIC,
που ιδρύθηκε το 2000 στη
Σαγκάη, είναι αυτή με
τις μεγαλύτερες
πιθανότητες να προσφέρει
μια μέρα στην Κίνα τους
πλέον προηγμένους
μικροεπεξεργαστές στον
κόσμο. Από το 2017, η
SMIC έχει ιδρύσει ένα
κέντρο καινοτομίας δίπλα
σε μονάδα παραγωγής της
στο νότιο Πεκίνο και
εκεί διεξάγει εντατικές
έρευνες που στοχεύουν
στη διαμόρφωση μιας
εφοδιαστικής αλυσίδας
μικροεπεξεργαστών
εγχώριας παραγωγής.
Βρίσκεται βέβαια στη
μαύρη λίστα της
Ουάσιγκτον από τον
Δεκέμβριο του 2020, μια
και η αμερικανική
κυβέρνηση την κατηγόρησε
ότι διατηρεί δεσμούς με
τις ένοπλες δυνάμεις της
Κίνας. Αυτό σημαίνει πως
οποιαδήποτε εταιρεία με
τεχνολογία αμερικανικής
προέλευσης χρειάζεται
την έγκριση της
Ουάσιγκτον για να
πουλήσει στη SMIC
εργαλεία, εξοπλισμό ή
εξαρτήματα που θα
μπορούσαν να
χρησιμοποιηθούν για την
κατασκευή προηγμένων
μικροεπεξεργαστών. Η εν
λόγω βιομηχανία έχει
αρνηθεί κάθε σχέση με
τις ένοπλες δυνάμεις της
Κίνας, αλλά έκτοτε έχει
επιταχύνει τις
προσπάθειές της για να
κατακτήσει την
τεχνολογική αυτάρκεια.
Και στο
μεταξύ η μάχη
συνεχίζεται παγκοσμίως.
Σύμφωνα με τον όμιλο
Boston Consulting Group
και την Ενωση
Βιομηχανιών
Μικροεπεξεργαστών
(Semiconductor Industry
Association), μέσα στην
επόμενη δεκαετία Κίνα,
ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ταϊβάν και
Νότια Κορέα θα αυξήσουν
αθροιστικά την
παραγωγική τους
δυνατότητα σε
μικροεπεξεργαστές κατά
τουλάχιστον 80%.
Σκληροί
έλεγχοι
Σχολιάζοντας την κίνηση
της απερχόμενης
κυβέρνησης Μπάιντεν να
επιβάλει σκληρότερους
περιορισμούς στις
εξαγωγές προηγμένης
τεχνολογίας προκειμένου
να εμποδίσει την
ανάπτυξη
μικροεπεξεργαστών για
την αμυντική βιομηχανία
και την τεχνητή
νοημοσύνη στην Κίνα, η
εκπρόσωπος Εμπορίου των
ΗΠΑ Τζίνα Ραϊμόντο
τόνισε πως «πρόκειται
για τους σκληρότερους
ελέγχους που έχουν
επιβάλει ποτέ οι ΗΠΑ για
να αποτρέψουν τον
εκσυγχρονισμό των
ενόπλων δυνάμεων της
Κίνας».
27%
των
πωλήσεων της Intel
πέρυσι ήταν στην Κίνα.
Δυσφορία
Εξηγώντας τη στροφή της
Κίνας στην εγχώρια
παραγωγή και στην
προσπάθεια για
τεχνολογική αυτάρκεια, ο
Πολ Τριόλο, ειδικός επί
θεμάτων τεχνολογίας στον
όμιλο Albright
Stonebridge Group,
επισημαίνει πως «οι
αλλεπάλληλοι έλεγχοι που
έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ
στην τεχνολογία έχουν
προκαλέσει δυσφορία στο
Πεκίνο, γι’ αυτό και
έχει καταστήσει σαφές
ότι είναι έτοιμο να
αντιδράσει κατά τρόπο
επώδυνο για τις
αμερικανικές
επιχειρήσεις και την
αμερικανική οικονομία».
17%
των
πωλήσεων της Nvidia
πέρυσι ήταν στην Κίνα.
Το
αποτέλεσμα
Ο Λιν
Κινγκγιουάν, ειδικός του
προγράμματος
τεχνολογικής αυτάρκειας
της Κίνας στην
Μπερνστάιν, επισημαίνει
πως οι αλλεπάλληλοι
έλεγχοι και περιορισμοί
κατά της Κίνας «θα την
εξωθήσουν να φτιάξει μια
εφοδιαστική αλυσίδα για
τους μικροεπεξεργαστές
που θα είναι πολύ πιο
σταθερή και
αποτελεσματική».
Πηγή:
Money Review
|