Ελάχιστα
θέματα είναι τόσο
θελκτικά για τους
διαδικτυακούς χρήστες
όσο το μαγείρεμα,
ιδιαίτερα κατά τη
διάρκεια των διακοπών.
Σύμφωνα με την εταιρεία
έρευνας καταναλωτών GWI,
το φαγητό είναι το
τέταρτο δημοφιλέστερο
θέμα στο Διαδίκτυο (μετά
τις ταινίες, τη μουσική
και τα τηλέφωνα),
ανεβαίνοντας κατακόρυφα
από τη 17η θέση που
κατείχε το 2009. Τίποτε
άλλο δεν έχει αυξηθεί
περισσότερο τα τελευταία
15 χρόνια, εκτός από τον
αθλητισμό (αν και
παραμένει λιγότερο
δημοφιλής από το
φαγητό).
Η
αφθονία του διαδικτυακού
περιεχομένου με
επίκεντρο το φαγητό δεν
προκαλεί μόνο
περιστασιακές ελλείψεις
υλικών όταν ένα βίντεο
γίνεται viral, αλλά
κάνει και το μαγείρεμα
πιο κοινωνικό. Τα βίντεο
του TikTok με
πρωταγωνιστή το φαγητό
προσελκύουν δεκάδες
εκατομμύρια θεατές. Τα
βίντεο του διαδικτυακού
Mukbag (εκπομπή
φαγητού), στα οποία
κάποιοι καταβροχθίζουν
διάφορα φαγητά μπροστά
σε μια κάμερα και
δέχονται ζωντανά σχόλια
από τους θεατές,
ξεκίνησαν από τη Νότια
Κορέα, αλλά εξαπλώθηκαν
στη Δύση και είναι πλέον
δημοφιλή παγκοσμίως.
Το
Διαδίκτυο έχει
μετατρέψει ανθρώπους που
δουλεύουν σε εστιατόρια
της σειράς ή δεν
χρησιμοποιούν βιβλία
μαγειρικής σε superstar
σεφ. Για παράδειγμα,
περίπου 21 εκατομμύρια
άνθρωποι είναι οι
συνδρομητές στο κανάλι
του YouTube του Nick
DiGiovanni, ενός
28χρονου
αυτοδημιούργητου
διαδικτυακού σεφ, με
σπουδές στο Χάρβαρντ,
περίπου όσοι είναι και
οι συνδρομητές του
Gordon Ramsay, του
διάσημου Βρετανού σεφ.
Το
γεγονός ότι τα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης
προκάλεσαν την αύξηση
του ενδιαφέροντος για τα
τρόφιμα τόσο γρήγορα δεν
θα πρέπει να αποτελεί
έκπληξη. Όλοι μας τρώμε
και η μαγειρική είναι
ένα κοινό χόμπι. Το
βίντεο είναι επίσης ένα
αποτελεσματικό μέσο
οδηγιών -πιο ακριβές,
από πολλές απόψεις, από
τον γραπτό λόγο. Οι
Αμερικανοί που
μαγείρεψαν πρόσφατα
γαλοπούλες για την Ημέρα
των Ευχαριστιών μπορούν
να βεβαιώσουν ότι το
«ροδοκόκκινο» για έναν
μάγειρα μπορεί να
φαίνεται κακοψημένο σε
έναν άλλον και ακόμα και
καμένο σε έναν τρίτο.
Οι
άνθρωποι που έμαθαν να
μαγειρεύουν σε κουζίνες
ή μέσω βιβλίων μπορεί να
χλευάζουν την εξάπλωση
των διαδικτυακών βίντεο
μαγειρικής, αλλά οι σεφ
έχουν εδώ και καιρό
αγκαλιάσει την
τεχνολογία για να
διδάξουν, να μοιραστούν
τα μαγειρικά τους
οράματα και να χτίσουν
την καριέρα τους. Στις
αρχές του 19ου αιώνα η
Marie-Antoine Carême,
μια Παριζιάνα σεφ που
μαγείρευε για ηγέτες
όπως ο τσάρος Αλέξανδρος
Α’ της Ρωσίας, έγραψε
μια σειρά από όμορφα
εικονογραφημένα βιβλία
μαγειρικής, που
απλοποιούσαν τις
συνταγές και συνέβαλαν
στην κωδικοποίηση της
γαλλικής κουζίνας.
Στις
δεκαετίες 1960-70 η
Julia Child
χρησιμοποίησε την
τηλεόραση και βοήθησε
στη διάδοση των βιβλίων
μαγειρικής,
απομυθοποιώντας το
γαλλικό φαγητό για όσους
μαγειρεύουν στο σπίτι.
Αναγνώρισε και
δημιούργησε μια αγορά: η
μαγειρική μετατράπηκε
από αγγαρεία σε
ψυχαγωγία και το «ξένο
φαγητό» σε κάτι που
μπορούσε να μαγειρευτεί
στο σπίτι και όχι να
παραμένει κάτι εξωτικό
και απρόσιτο.
Οι
δημοφιλείς
προσωπικότητες του
Διαδικτύου που
ασχολούνται με το φαγητό
«αναγνωρίζουν και
καταβάλλουν πραγματική
προσπάθεια ώστε να
ικανοποιήσουν τις
ιδιαίτερες ανάγκες των
τηλεθεατών τους», εξηγεί
η Madeline Buxton,
υπεύθυνη για την
κουλτούρα και τις τάσεις
στο YouTube. Κάποιοι
θεατές θέλουν να
ψυχαγωγηθούν, άλλοι να
μάθουν, να ταξιδέψουν ή
να φάνε εικονικά, μέσα
από ανθρώπους πιο
περιπετειώδεις από τους
ίδιους. Οι διαδικτυακοί
σεφ και οι λάτρεις του
φαγητού πουλάνε έναν
τρόπο ζωής: είσαι ό,τι
τρως, το πώς τρως και τι
παρακολουθείς σχετικά με
το φαγητό.
Σε
αντίθεση με τα βιβλία
και τις εκπομπές
μαγειρικής στην
τηλεόραση, τα βίντεο
μαγειρικής στο Διαδίκτυο
αντιμετωπίζουν ελάχιστα
εμπόδια δημοσιοποίησης.
Οι δημιουργοί που
πιστεύουν ότι έχουν μια
επιτυχημένη ιδέα δεν
χρειάζεται να πείσουν
τους ατζέντηδες, τους
συντάκτες και τα στελέχη
των τηλεοπτικών δικτύων.
Το μόνο που πρέπει να
κάνουν είναι να γυρίσουν
οι ίδιοι ένα βίντεο με
το τηλέφωνό τους και να
δουν αν αρέσει στον
κόσμο. Γι’ αυτό και οι
εξειδικευμένες
κατηγορίες είναι
άφθονες.
Κάποιο
διαδικτυακό περιεχόμενο
για το φαγητό είναι
«απλό, βασισμένο σε
συνταγές, αυτό που
πιθανώς θα περιμένατε να
δείτε σε μια παραδοσιακή
τηλεοπτική εκπομπή
μαγειρικής», λέει η κ.
Buxton. Άλλα βίντεο
ξεναγούν τους θεατές
στις τοπικές κουζίνες,
δείχνοντας πώς να
τραβούν με το χέρι τα
κινέζικα νουντλς ή να
ψήνουν τουρκικά κεμπάπ.
Φοιτητές πανεπιστημίων
με περιορισμένο
προϋπολογισμό μπορούν να
μάθουν να φτιάχνουν
καλύτερο στιγμιαίο
ράμεν, ενώ έμπειροι
μάγειρες που θέλουν να
εντυπωσιάσουν τους
φίλους τους μπορούν να
αντιγράψουν το
εξαιρετικά δημοφιλές
σάντουιτς κοτόπουλου
Popeyes από το μηδέν.
Ορισμένα
κανάλια στο YouTube
γεφυρώνουν το χάσμα
μεταξύ ψυχαγωγίας και
διδασκαλίας. Για
παράδειγμα, πολλοί
περισσότεροι θα
παρακολουθήσουν τον
Andrew Rea, το κανάλι
του οποίου ειδικεύεται
σε φαγητά από ταινίες
και την τηλεόραση, να
φτιάχνει το σομπρέρο με
τσιπς από τορτίγια -από
το «Εγώ ο Απαισιότατος
2»-, απ’ όσους θα
προσπαθήσουν να το
μαγειρέψουν οι ίδιοι. Τα
βίντεο «Village cooking»
(Οι Μαγειρικές του
χωριού), τα οποία
δείχνουν ανθρώπους σε
απομακρυσμένες περιοχές
να ετοιμάζουν φαγητό,
είναι δημοφιλή στο
Πακιστάν και την Ινδία,
ίσως ως πηγές
νοσταλγικής απόδρασης
των αστών (στην
πραγματικότητα, η
αντιγραφή της μαγειρικής
του χωριού θα απαιτούσε
χώρο για μια γιγαντιαία
φωτιά και πολλά γδαρμένα
και τυλιγμένα κομμάτια
αρνιού).
Οι
καθιερωμένες εταιρείες
μέσων ενημέρωσης
συμμετέχουν επίσης στο
εγχείρημα. Ετοιμάζουν
διαδικτυακά βίντεο που
ταξιδεύουν τους θεατές
σε όλο τον κόσμο, για να
δείξουν, για παράδειγμα,
πώς οι Ουζμπέκοι σεφ
μαγειρεύουν 350 κιλά
ρύζι πιλάφι ή πού
αγαπούν να τρώνε οι
οδηγοί ταξί στη Νέα
Υόρκη (ανεπιτήδευτα
εστιατόρια της Νότιας
Ασίας στην ανατολική
πλευρά του Μανχάταν).
Όμως το
Διαδίκτυο είναι κυρίως
γεμάτο με περιεχόμενο
μικρότερης διάρκειας. Το
φαγητό κυριαρχεί στο
TikTok και στους μιμητές
του, όπως τα YouTube
Shorts και τα Instagram
Reels. Ενώ οι τολμηροί
TikTokers έχουν
δοκιμάσει τις δυνάμεις
τους σε γεμιστά
χειροποίητα ζυμαρικά και
άλλες πολύπλοκες
συνταγές, το προσιτό
φαγητό τείνει να έχει
καλύτερες επιδόσεις:
ένας λόγος που οι
συνταγές για ζυμαρικά με
ψητή φέτα και
αγγουροσαλάτα έγιναν
viral είναι η ευκολία
του να λιώσει κανείς το
τυρί και να κόψει τα
αγγούρια σε φέτες. Τα
βίντεο επίσης βοηθούν
στην ελκυστική οπτική
αποτύπωση του φαγητού:
τα viral βίντεο τείνουν
να αναδεικνύουν την υφή
και τη «γεύση» του
φαγητού.
Κάποιες
φορές οι δημιουργοί
εκπλήσσονται και οι
ίδιοι με το ποια από τα
βίντεό τους
απογειώνονται. Ο κ.
DiGiovanni θυμάται το
πρώτο του δημοφιλές
βίντεο, το οποίο τον
έδειχνε να φτιάχνει μια
μπάρα σοκολάτας από
ολόκληρους λοβούς κακάο
-ο φωτισμός είχε τα
χάλια του, ήταν
υπερβολικά φωτισμένο.
Ωστόσο, έχει προσελκύσει
περίπου 13 εκατομμύρια
προβολές. Σήμερα ο κ.
DiGiovanni απασχολεί έξι
άτομα και μπορεί να
δαπανήσει περισσότερα
από 50.000 δολάρια για
ένα μόνο βίντεο.
Κερδίζει χρήματα από τα
διαφημιστικά έσοδα στο
YouTube και αναμφίβολα
τον βοηθάει η καλή του
εμφάνιση και η απήχησή
του στους απλούς
ανθρώπους. Πρόσφατα
βίντεο τον έχουν
παρουσιάσει να δοκιμάζει
ιαπωνικά φαστ φουντ (το
cheeseburger «Great
White» της Burger King,
με τρομακτική ποσότητα
μαγιονέζας, ήταν
ιδιαίτερα δημοφιλές) και
σπάνια τρόφιμα (νερό που
συλλέγεται από
«ατμοσφαιρικούς
ποταμούς» του Αμαζονίου,
το οποίο φαίνεται να
έχει γεύση που μοιάζει
πολύ με νερό). Όπως
κάνουν και άλλοι
δημιουργοί, δείχνει
στους τηλεθεατές
πράγματα που διαφορετικά
δεν θα έβλεπαν και
παράλληλα διασκεδάζει με
αυτά που παρουσιάζει.
Βλέπουμε
λοιπόν μια άλλη
σημαντική πτυχή της
διαδικτυακής κουλτούρας
των τροφίμων: τη
διασκέδαση. Η Child
διέδωσε την τέχνη της
γαλλικής κουζίνας και οι
άνθρωποι που
αναπαρήγαγαν τις
συνταγές της μπορεί να
το διασκέδαζαν, αλλά
πίστευε περισσότερο στο
haute κομμάτι της υψηλής
μαγειρικής. Σήμερα η
προσήλωση στην μαγειρική
ακρίβεια δεν είναι το
παν στον
εκδημοκρατισμένο κόσμο
του διαδικτυακού
περιεχομένου, όπου η
εκπαίδευση, η καταγωγή
και ακόμα και η εμπειρία
έχουν λιγότερη σημασία
από τη συμπάθεια, την
αξία παραγωγής και το αν
ένα βίντεο μας κάνει να
θέλουμε να πάρουμε ένα
τηγάνι και να αρχίσουμε
να μαγειρεύουμε. Λοιπόν,
τι θα λέγατε φτιάχναμε
κάτι με βάση τη φέτα;
Πηγή:
The Economist
|