Γιατί
λοιπόν δεν λειτούργησε
το «ελατήριο»,
εξασφαλίζοντας
υψηλότερους ρυθμούς
ανάπτυξης; Σίγουρα, η
ενεργειακή-πληθωριστική
κρίση, μετά την
πανδημία, που παρέσυρε
προς τα κάτω τους
ρυθμούς ανάπτυξης της
Ευρωζώνης επέδρασε
αρνητικά, στερώντας
περίπου 0,5 ποσοστιαίες
μονάδες ανάπτυξης,
σύμφωνα με μια χονδρική
εκτίμηση. Από κει και
πέρα, όμως, φαίνεται πως
ένα πλέγμα διαρθρωτικών
χαρακτηριστικών της
οικονομίας εμποδίζει την
«απογείωση».
Σύμφωνα
με τον κ. Τάσο
Αναστασάτο, επικεφαλής
οικονομολόγο της
Eurobank,
η θεωρία του ελατηρίου
βασίζεται στην υπόθεση
ότι υπήρχε μια
σχολάζουσα παραγωγική
δυναμικότητα, η οποία
δεν χρησιμοποιείτο γιατί
υπήρχε ύφεση και όταν
αυτή άρχιζε να
χρησιμοποιείται θα
απογείωνε την ανάπτυξη.
Ωστόσο, όπως λέει, αυτή
η σχολάζουσα παραγωγική
δυναμικότητα στην
περίπτωση της Ελλάδας,
αφενός δεν αφορούσε
τομείς που μας
ενδιαφέρουν
(κυριαρχούσαν οι
κατασκευές και τα μη
διεθνώς εμπορεύσιμα
αγαθά) και αφετέρου δεν
υφίσταται πλέον, «το
ελατήριο έχει
καταστραφεί». Για
παράδειγμα, οι
εργαζόμενοι στις
κατασκευές έφυγαν, οι
εργαζόμενοι στις
χρηματοπιστωτικές
υπηρεσίες άλλαξαν τομέα
ή πήγαν στο εξωτερικό.
«Από δω και πέρα», λέει,
«η χώρα θα αναπτύσσεται
όσο επιτρέπει ο ρυθμός
με τον οποίο επενδύει,
προσελκύει εργαζομένους
και αυξάνει την
παραγωγικότητά της».
Ολες οι
απαντήσεις των
οικονομολόγων για το αν
δούλεψε ή όχι το
περίφημο «ελατήριο»,
αλλά και τι θα γίνει στο
μέλλον γυρίζουν γύρω από
τις επενδύσεις, οι
οποίες αυξάνονται μεν,
αλλά με πολύ
χαμηλότερους ρυθμούς από
τις προσδοκίες. Για το
2023, ο προϋπολογισμός
της συγκεκριμένης
χρονιάς προέβλεπε αύξηση
15,5%, ενώ ο φετινός
προϋπολογισμός τοποθετεί
το αποτέλεσμα στο 6,6%.
Για το 2024, ο
προϋπολογισμός της ίδιας
χρονιάς προέβλεπε αύξηση
15,1%, ο προϋπολογισμός
του 2025 την αποτιμούσε
στο 6,7% και το 9μηνο ο
ρυθμός βρισκόταν στο
2,2%. Κι αυτά παρά τους
πόρους του Ταμείου
Ανάκαμψης, οι οποίοι κι
αυτοί καθυστερούν να
φτάσουν στους τελικούς
αποδέκτες και να
ξεκινήσουν τα έργα. Οι
δε ξένες επενδύσεις
αφορούν κυρίως ακίνητα
και τουρισμό.
Ο
καθηγητής Γιάννης
Τσουκαλάς, επικεφαλής
του Γραφείου
Προϋπολογισμού του
Κράτους στη Βουλή,
σημειώνει κατ’ αρχάς ότι
η θεωρία του ελατηρίου
δεν επιβεβαιώνεται σε
χώρες με κρίσεις μεγάλης
διάρκειας, όπως η
ελληνική. Σε αυτές τις
περιπτώσεις, ιδίως στις
χρηματοπιστωτικές
κρίσεις, η ανάκαμψη
είναι συνήθως αργή,
λέει. Από κει και πέρα
και αφού συνεκτιμηθούν
οι αρνητικές επιπτώσεις
της πανδημίας και της
ενεργειακής-πληθωριστικής
κρίσης, ο κ. Τσουκαλάς
αναγνωρίζει ότι υπάρχει
θέμα επενδύσεων και
χαμηλής παραγωγικότητας.
«Η ανάπτυξη της Ελλάδας
την τελευταία περίοδο
στηρίχθηκε κυρίως στην
αύξηση της απασχόλησης»,
λέει. «Η επίδοση της
παραγωγικότητας είναι
απογοητευτική και
συνδέεται και με τη
σχετικά χαμηλή επίδοση
των επενδύσεων». Κατά
την εκτίμηση του κ.
Τσουκαλά, θα έπρεπε να
κινούμαστε με ρυθμούς
αύξησης επενδύσεων
8%-10% για 4-6 χρόνια.
Σε αυτή την περίπτωση
εκτιμά ότι ο ρυθμός
ανάπτυξης θα μπορούσε να
πάει από το 2,5% περίπου
σήμερα στο 3,5%.
Το γιατί
δεν γίνονται επενδύσεις,
τουλάχιστον όχι αρκετές,
ώστε να απογειωθεί η
οικονομία, δεν έχει
εύκολη απάντηση. Ενα
μέρος της είναι ασφαλώς
η δομή της ελληνικής
οικονομίας, με τις
πολλές μικρές
επιχειρήσεις, που δεν
έχουν πρόσβαση στη
χρηματοδότηση, καθώς
συχνά δεν εμφανίζουν
κέρδη και δεν
αναπτύσσονται για να
πετύχουν οικονομίες
κλίμακας.
«Το
2019-24 το ελατήριο
λειτούργησε, από την
άποψη ότι περίπου μισό
εκατομμύριο εργαζόμενοι
βρήκαν δουλειά»,
υποστηρίζει ο Μιχάλης
Αργυρού, πρόεδρος του
Συμβουλίου Οικονομικών
Εμπειρογνωμόνων και
πλέον επικεφαλής του
Οικονομικού Γραφείου του
πρωθυπουργού. «Τώρα
πρέπει να αλλάξουμε
ακόμη περισσότερο τη
δομή της οικονομίας.
Πρέπει να αλλάξουμε
πίστα, να αυξήσουμε την
παραγωγικότητα, με
επενδύσεις μεγαλύτερης
προστιθέμενης αξίας. Η
συγκυρία ευνοεί γιατί
και η Ευρώπη κινείται σ’
αυτή την κατεύθυνση».
Τι
σχεδιάζει η κυβέρνηση:
μια στροφή στη
micro
οικονομία, όπως την
χαρακτήρισε ο υπουργός
Εθνικής Οικονομίας
Κωστής Χατζηδάκης,
δηλαδή στις
επιχειρήσεις. Ο κ.
Αργυρού διαμορφώνει αυτή
την περίοδο έναν
κατάλογο με τα εμπόδια
που αναφέρουν οι
επιχειρήσεις ότι
αναστέλλουν τα
επενδυτικά τους σχέδια.
Πέρα από
την ταχύτερη απονομή της
δικαιοσύνης, που
παραμένει κορυφαίο
πρόβλημα, ψηλά στη λίστα
βρίσκεται η
δυσλειτουργία της
δημόσιας διοίκησης, όπου
υπεισέρχεται ο
ανθρώπινος παράγων.
Επίσης, το θέμα της
χρηματοδότησης είναι
σημαντικό, ειδικά για
τις νέες επιχειρήσεις
και ο στόχος εδώ είναι
να αναπτυχθεί ένα
οικοσύστημα, με πρόσβαση
σε κεφαλαιαγορά,
private
equity
και
venture
capital.
Η αναδιοργάνωση του
Enterprise
Greece
είναι επίσης στους
στόχους, ενώ εξετάζεται
και η αλλαγή του
πλαισίου ώστε να
διευκολυνθεί το κλείσιμο
επιχειρήσεων,
απελευθερώνοντας
κεφάλαια.
Το
κίνητρο του αναπτυξιακού
νόμου για φοροαπαλλαγές
θα επιδιωχθεί να δίνεται
εκ των υστέρων μέσω
υπεραποσβέσεων σε
κερδοφόρες επιχειρήσεις.
«Πρέπει να επιδείξουμε
ένα μεταρρυθμιστικό
άλμα, σ’ αυτή τη
συγκυρία, για να
συμβαδίσουμε και με την
Ευρώπη», υποστηρίζει ο
κ. Αργυρού.
|