Οι
πρωταγωνιστές των
τραπεζικών deals
Δύο από
τους βασικούς
πρωταγωνιστές αυτού του
γύρου συγκέντρωσης είναι
ο Carlos Torres Vila,
πρόεδρος της Banco
Bilbao Vizcaya
Argentaria (BBVA) με
κεφαλαιοποίηση 63 δισ.
ευρώ, και ο Andrea
Orcel, CEO της
UniCredit, που
αποτιμάται στα 69 δισ.
ευρώ.
Τον
Μάιο, ο Torres υπέβαλε
προσφορά 12 δισ. ευρώ
για την ισπανική Banco
de Sabadell, ενώ ο Orcel
προχώρησε στην απόκτηση
σχεδόν 30% της
γερμανικής Commerzbank
(22 δισ. ευρώ
κεφαλαιοποίηση), με
πρόθεση πλήρους
εξαγοράς, αν λάβει το
πράσινο φως των αρχών.
Στη
συνέχεια, ο Orcel
υπέβαλε προσφορά 10 δισ.
ευρώ για την ιταλική
Banco BPM, κίνηση που
οδήγησε στην ανταπάντηση
της Banca Monte dei
Paschi di Siena με
πρόταση 13 δισ. ευρώ για
την Mediobanca.
Σε όλες
τις περιπτώσεις, οι
διοικήσεις των
τραπεζών-στόχων είτε
απέρριψαν επισήμως τις
προσφορές είτε δήλωσαν
ξεκάθαρα ότι δεν
ενδιαφέρονται,
υπονοώντας πως οι
αγοραστές θα πρέπει να
απευθυνθούν απευθείας
στους μετόχους.
Επιστροφή στις
επιθετικές εξαγορές
Η
αναζωπύρωση αυτής της
τακτικής προκαλεί
εντύπωση, δεδομένου ότι
μετά την κρίση του 2008
είχε σχεδόν εξαφανιστεί.
Η ιστορία δείχνει ότι
τέτοιες συμφωνίες σπάνια
είναι επιτυχημένες.
Σύμφωνα
με τη λίστα της LSEG για
εξαγορές στον ευρωπαϊκό
τραπεζικό κλάδο, μόλις 5
από τις 24 επιθετικές
εξαγορές άνω του 1 δισ.
δολαρίων ολοκληρώθηκαν,
ποσοστό επιτυχίας μόλις
21%.
Ακόμα
και οι εξαγορές που
προχώρησαν αποδείχθηκαν
συχνά προβληματικές. Η
πιο χαρακτηριστική
περίπτωση είναι η
εξαγορά της ABN Amro από
κοινοπραξία υπό την
Royal Bank of Scotland
το 2007, μια συμφωνία 71
δισ. ευρώ που οδήγησε
στη διάσωση των
συμμετεχόντων. Ειρωνικά,
ο Orcel είχε τότε ενεργό
ρόλο στην οργάνωση του
deal ως τραπεζίτης της
Merrill Lynch.
Ανάλογα,
το 1999, η BNP Paribas
επιχείρησε να εξαγοράσει
επιθετικά τις Paribas
και Societe Generale,
προκαλώντας την
αντίδραση του τότε
διοικητή της Τράπεζας
της Γαλλίας, Jean-Claude
Trichet, ο οποίος
εισήγαγε το «δόγμα
Trichet» για να
αποτρέψει μελλοντικές
επιθετικές εξαγορές
μεταξύ γαλλικών
τραπεζών.
Γιατί
τώρα;
Η
επιστροφή των επιθετικών
εξαγορών οφείλεται στην
αύξηση των επιτοκίων,
που ενίσχυσε τις
τραπεζικές αποτιμήσεις
και τις αποδόσεις
κεφαλαίου,
αναζωπυρώνοντας
παράλληλα την επιθετική
στρατηγική ορισμένων
τραπεζών.
Το 2024,
ισχυροί τραπεζικοί
όμιλοι βρέθηκαν με
περίσσεια κεφαλαίων και
ένα ισχυρό εργαλείο
εξαγορών στα χέρια τους.
Με τις μετοχές τους σε
υψηλά επίπεδα, η
επαναγορά ιδίων μετοχών
έμοιαζε λιγότερο
ελκυστική, καθιστώντας
τις εξαγορές πιο
ελκυστικές.
Ταυτόχρονα, όμως, η ίδια
αυτή τάση ενίσχυσε
τράπεζες-στόχους όπως οι
Sabadell, BPM και
Commerzbank,
επιτρέποντάς τους να
απορρίψουν τις προσφορές
εξαγοράς ως χαμηλές.
Εάν οι
Orcel και Torres είχαν
κάνει τις ίδιες κινήσεις
λίγα χρόνια νωρίτερα,
πιθανότατα θα είχαν
μικρότερη αντίσταση,
σημειώνει το Reuters.
Το
δίλημμα των τραπεζών
Το
ερώτημα πλέον είναι αν
κάποια από τα deals θα
κλείσουν και αν οι
μέτοχοι των αγοραστών θα
πρέπει όντως να
επιθυμούν κάτι τέτοιο.
Οι
πολιτικοί παράγοντες, οι
ρυθμιστικές εγκρίσεις
και το ύψος των
προσφορών θα παίξουν
καθοριστικό ρόλο. Οι
τράπεζες-στόχοι
προβλέπεται να επιτύχουν
απόδοση ιδίων κεφαλαίων
άνω του 10% το
2026-2027, κάτι που
σημαίνει πως οι
προσφορές πρέπει να
είναι σημαντικά
υψηλότερες από τη
λογιστική τους αξία.
Η
UniCredit για την BPM, η
BBVA για τη Sabadell και
η MPS για την Mediobanca
πιθανώς να πρέπει να
ανεβάσουν τις προσφορές
τους, εάν θέλουν να
πετύχουν συμφωνία.
Αυτό
όμως γεννά ένα νέο
πρόβλημα: η αύξηση του
τιμήματος ίσως
εξουδετερώσει τα
οικονομικά οφέλη των
συμφωνιών, καθιστώντας
τες λιγότερο ελκυστικές.
Οι τραπεζίτες βρίσκονται
έτσι μπροστά σε ένα
δίλημμα: να ρισκάρουν
μεγαλύτερες προσφορές ή
να εγκαταλείψουν τα
σχέδιά τους;
|