Αναλυτές
επισημαίνουν ότι η
χρηματιστηριακή
συμπεριφορά των
τραπεζικών μετοχών δεν
είναι άσχετη με το
μεγάλο placement της Εθνικής που
προκάλεσε αναδιαρθρώσεις
χαρτοφυλακίων. Ο Μάνος
Χατζηδάκης της Beta σημειώνει,
αναφερόμενος στην
ευρύτερη τάση της
αγοράς, ότι «η
δυναμική της πτώσης
μπορεί να αλλάξει ή να
αναχαιτιστεί μόνο αν
αλλάξει η ατζέντα της
αγοράς και αυτό μπορεί
να συμβεί κυρίως με την
επιβεβαίωση των ισχυρών
επιδόσεων που
αναμένονται για το 2024
μέσα από τις
ανακοινώσεις του γ’
τριμήνου και την ύπαρξη
αγοραστικού αντίβαρου
στις πιέσεις».
Όπως
τονίζει ο αναλυτής, «η
εκκίνηση των ανακοινώσεων
των τραπεζικών
αποτελεσμάτων του
γ’ τριμήνου την προσεχή
Παρασκευή 1η Νοεμβρίου
(Τρ. Πειραιώς πριν το
άνοιγμα) είναι ίσως
κομβική για την πορεία
της Αγοράς καθώς η
πρόσφατη πίεση είχε
επίκεντρο τις μετοχές
του τραπεζικού κλάδου.
Τα κύρια στοιχεία τα
οποία θα εστιάσει η
αγορά είναι τα εξής:
α)
το βαθμό μείωσης των
εσόδων από τόκους,
β)
το νέο καθεστώς
τιμολόγησης ειδικών
κατηγοριών των
τραπεζικών προμηθειών
που απευθύνονται στην
λιανική,
γ)
την ποιότητα του
ενεργητικού,
δ)
το ενοποιημένο σχήμα
Eurobank – Ελληνικής,
ε)
το πλάνο μείωσης της
αναβαλλόμενης φορολογίας
και
στ)
την επικαιροποίηση
επίτευξης των ετήσιων
στόχων».
Οι προβλέψεις
για τα κέρδη και το
εξαιρετικό α' εξάμηνο
Ο πήχης
για την τραπεζική
κερδοφορία τίθεται
αρκετά ψηλά, ενόψει των
ανακοινώσεων. Όπως
αναφέρει ο κ.
Χατζηδάκης, «για το
σύνολο του γ’ τριμήνου
οι συγκλίνουσες
εκτιμήσεις της αγοράς
για τις τέσσερις
συστημικές τράπεζες
αναμένουν καθαρά
κέρδη 1,15 δισ. ευρώ, σταθεροποίηση
των NPEs στο 3,6% και
οριακή αύξηση των
χορηγήσεων κατά 0,3%».
Το πρώτο
εξάμηνο για τις
ελληνικές τράπεζες ήταν
εξαιρετικό, όπως
επιβεβαιώθηκε και από τα
στοιχεία που παρουσίασε
η Τράπεζα της
Ελλάδος στην
Έκθεση για τη
Χρηματοπιστωτική
Σταθερότητα σε σχέση με
την αποδοτικότητά τους,
συγκριτικά με τους
αντίστοιχους δείκτες των
τραπεζών της ευρωζώνης.
Όπως
φαίνεται στον πίνακα, σε
όλους τους επιμέρους
δείκτες οι ελληνικές
τράπεζες έχουν πολύ
υψηλότερη αποδοτικότητα, εμφανίζοντας,
μεταξύ άλλων, απόδοση
κεφαλαίων 13,8%, έναντι
10,1% στην ευρωζώνη.
Βασικό
στοιχείο που
διαφοροποιεί τις
ελληνικές τράπεζες είναι
το πολύ υψηλό
καθαρό επιτοκιακό
περιθώριο, που
έφτασε το 2,8% το πρώτο
εξάμηνο, έναντι 1,6%
στην ευρωζώνη. Επιπλέον,
τα λειτουργικά έξοδα των
ελληνικών τραπεζών
συμπιέστηκαν σε ποσοστό
μόλις 33,4% των εσόδων,
έναντι 54,2% στην
ευρωζώνη. Πάντως,
ασθενές σημείο των
τραπεζών,
όπως φάνηκε και από την
έκθεση της ΤτΕ, είναι
ότι δεν έχουν αυξήσει
επαρκώς τις χορηγήσεις
δανείων και στρέφουν
πολύ περισσότερα
κεφάλαια σε ομόλογα παρά
σε νέα δάνεια.
Οι
δείκτες αποδοτικότητας
των ελληνικών τραπεζών
Τι λένε
οι τελευταίες εκθέσεις
ξένων οίκων
Οι ξένοι
αναλυτές διατηρούν την
εμπιστοσύνη τους στις
τραπεζικές μετοχές,
ωστόσο στην τελευταία
σειρά εκθέσεων φάνηκε να
τίθενται ερωτήματα για
την πορεία της κερδοφορίας τους
εν μέσω μείωσης των
ευρωπαϊκών επιτοκίων,
καθώς έως τώρα έχουν
ωφεληθεί σημαντικά από
τα υψηλά επιτόκια
της ΕΚΤ.
Πάντως,
στις τρεις εκθέσεις που
δημοσιοποιήθηκαν την
προηγούμενη εβδομάδα οι
ξένοι αναλυτές
παραμένουν πιστοί στην
πρότασή τους για
τοποθετήσεις στις
ελληνικές τράπεζες,
ακόμη και σε περιπτώσεις
που προχωρούν σε
μειώσεις των τιμών –
στόχων, τονίζοντας ότι η
πορεία των μεγεθών τους
θα συνεχίσει να είναι
ανοδικοί.
Goldman
Sachs: Χαμηλότερες τιμές
– στόχοι
Σε
επικαιροποίηση
των εκτιμήσεών της για
την πορεία των τεσσάρων
συστημικών τραπεζών,
προχώρησε η Goldman
Sachs, βασισμένη στα
τελευταία στοιχεία που
έδωσε στη δημοσιότητα η
Τράπεζα της Ελλάδος,
αναφορικά τόσο με τις
μακροοικονομικές της
εκτιμήσεις όσο και τις
τάσεις που αναμένεται να
επικρατήσουν στον
κλάδο.
Πιο
αναλυτικά:
Για την Alpha
Bank, η νέα
τιμή – στόχος είναι στα
1,90 ευρώ, από 2 ευρώ
πριν, με «ουδέτερη»
σύσταση.
Για την Πειραιώς,
η νέα τιμή – στόχος
είναι στα 5,40 ευρώ, από
5,80 ευρώ πριν, με
σύσταση «αγορά».
Για την Εθνική
Τράπεζα η νέα
τιμή – στόχος είναι στα
10,60 ευρώ, από 11 ευρώ
πριν, με σύσταση
«αγορά».
Για τη Eurobank,
η νέα τιμή – στόχος
είναι στα 2,50 ευρώ από
2,70 ευρώ πριν, με
σύσταση «αγορά».
Παράλληλα οι εκτιμήσεις
της GS στηρίζονται και
στις αντίστοιχες
προβλέψεις των
οικονομολόγων της για τη
μελλοντική νομισματική
πολιτική της ΕΚΤ. Όπως
εκτιμούν ότι το
2024/2025/2026 τελικό
ετήσιο επιτόκιο της ΕΚΤ
θα διαμορφωθεί στο
3%/2%/2% (έναντι της
προηγούμενης εκτίμησης
για 3,25%/2,25%/2,25%).
Η
αναθεώρηση αυτή
μεταφράζεται σε
0%/-5%/-2%/-1% μέση
αναθεώρηση των εσόδων
από τόκους (ΝΙΙ) για
τις ελληνικές τράπεζες
το 2024/2025/2026/2027
και 0%/-6%/-3%/-1%
αναθεώρηση των κερδών
ανά μετοχή το 2024-2027.
Ως αποτέλεσμα της
αναθεώρησης των κερδών
ανά μετοχή σε αυτά τα
έτη, οι τιμές-στόχοι για
τις ελληνικές τράπεζες
μειώνονται κατά 6% κατά
μέσο όρο.
JPMorgan: Ελκυστικό
σημείο εισόδου η πτώση
Η
πρόσφατη πτώση για τις
μετοχές των ελληνικών
τραπεζών έχει
δημιουργήσει ένα «ελκυστικό σημείο
εισόδου», σύμφωνα
με έκθεση της JPMorgan,
η οποία διατηρεί την "overweight"
σύσταση για τον
κλάδο και δεν προχωρά σε
κάποια αλλαγή των τιμών
- στόχων.
Σύμφωνα
με τον αμερικανικό οίκο
και εν όψει των
ανακοινώσεων, το επόμενο
διάστημα, των μεγεθών γ'
τριμήνου, ο ελληνικός
τραπεζικός κλάδος
διαθέτει ισχυρή δυναμική
κερδοφορίας και υπάρχουν
συνεχείς αναθεωρήσεις
για τα κέρδη ανά
μετοχή.
Οι
ελληνικές τράπεζες
παραμένουν η «αγαπημένη
επιλογή» των αναλυτών
της JPMorgan για την
περιοχή της Κεντρικής
και Ανατολικής Ευρώπης,
της Μέσης Ανατολής και
Αφρικής (CEEMEA). Στο
τρέχον διάστημα προτιμά
τις μετοχές των Eurobank και Πειραιώς σε
σύγκριση με αυτές των Alpha
Bank και Εθνικής
Τράπεζας.
Morgan
Stanley: Τα ισχυρά και
τα αδύναμα σημεία
Σύσταση «overweight» αλλά
και ταυτόχρονη μείωση
των τιμών - στόχων από
τη Morgan
Stanley, η
οποία σε έκθεσή της
καταγράφει τις
εντυπώσεις της από την
πρόσφατη επίσκεψη των
αναλυτών της στην Ελλάδα
και τις επαφές που
είχαν τόσο με
κυβερνητικά στελέχη όσο
και με τις διοικήσεις
τραπεζών αλλά και
ορισμένων άλλων
επιχειρηματικών ομίλων.
Σε ό,τι
αφορά τις τιμές -
στόχους είναι οι
ακόλουθοι:
Για την Alpha
Bank στα 2,28
ευρώ από 2,50 ευρώ πριν
Για την Εθνική
Τράπεζα στα
10,25 ευρώ από 10,43
ευρώ πριν
Για την Πειραιώς στα
5,39 ευρώ από 5,51 ευρώ
πριν και
Για τη Eurobank στα
2,63 ευρώ από 2,63 ευρώ
πριν.
Στα
βασικά συμπεράσματα της
αμερικανικής τράπεζας
από τις συναντήσεις με
τις τραπεζικές
διοικήσεις είναι ότι θα
υπάρξει συνέχιση της
αύξησης του ρυθμού
παροχής δανείων, με το
πλήγμα στα έσοδα από
τόκους να είναι εμφανές
αλλά να μπορεί να
αντιμετωπιστεί, ενώ οι
τράπεζες παραμένουν
«πιστές» στην προσπάθειά
τους για αύξηση των
μερισμάτων. Προσθέτει,
πάντως, ότι προχωρά σε
μία μετρημένη μείωση
των εκτιμήσεων της για
τις τράπεζες, λόγω και
της διαδικασίας μείωσης
επιτοκίων που
έχει ξεκινήσει η ΕΚΤ.