Η
ανεύρεση του κατάλληλου
ακινήτου είναι το
βασικότερο πρόβλημα που
αντιμετωπίζουν οι
ενδιαφερόμενοι που
κάνουν αίτηση για το
«Σπίτι μου ΙΙ». Οπως
δείχνουν τα τελευταία
στοιχεία, οι αιτήσεις
προς τις τράπεζες έχουν
φθάσει ήδη τις 20.000
και μέχρι σήμερα οι
υπαγωγές στο πρόγραμμα
είναι περίπου 500. Να
σημειωθεί ότι για να
υπαχθεί κάποιος στο
πρόγραμμα θα πρέπει να
έχει βρει το ακίνητο για
το οποίο κάνει αίτηση
για δάνειο, και ο
χαμηλός αριθμός σε σχέση
με τον όγκο των αιτήσεων
που υπάρχει στις
τράπεζες επιβεβαιώνει το
σημαντικό έλλειμμα που
υπάρχει στην αγορά
κατοικίας, ειδικά στην
Αττική.
Η
υπαγωγή προϋποθέτει ότι
τα ακίνητα που έχουν
βρει οι ενδιαφερόμενοι
είναι με ηλεκτρονική
ταυτότητα και άρα μπορεί
να προχωρήσει η
διαδικασία της
δανειοδότησης, εφόσον ο
υποψήφιος δανειολήπτης
πληροί τα πιστοδοτικά
κριτήρια της τράπεζας.
Σύμφωνα με στοιχεία από
τις τράπεζες, 10% των
υποψήφιων δανειοληπτών
δηλώνουν ότι έχουν βρει
το ακίνητο, ανεβάζοντας
τον αριθμό αυτών που
μπορούν να ενταχθούν
άμεσα με βάση τις μέχρι
σήμερα αιτήσεις κοντά
στους 2.000. Το επιτόκιο
του προγράμματος
διαμορφώνεται με βάση το
euribor
–σήμερα είναι κοντά στο
2,5%–, πάνω στο οποίο
εφαρμόζεται το περιθώριο
που χρεώνει κάθε τράπεζα
και το οποίο
διαμορφώνεται
μεσοσταθμικά στο 1,5%.
Με δεδομένο ότι το 50%
του επιτοκίου είναι
επιδοτούμενο, το τελικό
επιτόκιο διαμορφώνεται
κοντά στο 2%.
Οι
τράπεζες αλλά και οι
εταιρείες που
διαχειρίζονται τα
ακίνητα που έχουν
περιέλθει στην κυριότητά
τους έπειτα από
πλειστηριασμούς λόγω
οφειλών από κόκκινα
δάνεια έχουν κάθε λόγο
να προωθήσουν το στοκ
αυτών των ακινήτων,
προκειμένου αφενός να
περιορίσουν το πρόβλημα
που υπάρχει στην αγορά
και αφετέρου να
αποφύγουν να πληρώσουν
διπλό ΕΝΦΙΑ από το 2026.
Ο διπλασιασμός του ΕΝΦΙΑ
επιβλήθηκε με τον
πρόσφατο νόμο για τις
τραπεζικές χρεώσεις και
αφορά όλα τα ακίνητα που
έχουν στην κατοχή τους
στα τέλη του 2025 και
δεν έχουν ενοικιαστεί.
Υπενθυμίζεται ότι
πρόσφατα η
Attica
Bank
ανακοίνωσε τη συνεργασία
της με τη
Resolute
Cepal
Greece
για τη σταδιακή διάθεση
έως και 780 ακινήτων που
πληρούν τα κριτήρια του
προγράμματος, από τα
οποία όμως άμεσα
μεταβιβάσιμα είναι 150.
Το μεγαλύτερο
χαρτοφυλάκιο ακινήτων
έχουν οι εταιρείες
διαχείρισης του ομίλου
Intrum
–εκτιμώνται κοντά στα
7.500– και ακολουθεί η
dovalue
με 3.500 και η
Cepal
με 2.500 ακίνητα.
Συνολικά πρόκειται για
13.500 ακίνητα, τα οποία
δεν είναι όλα οικιστικά
και επιλέξιμα για το
«Σπίτι μου ΙΙ». Σύμφωνα
με τις εκτιμήσεις, το
30% αυτών εμπίπτει στις
προδιαγραφές του
προγράμματος, αλλά η
πλειονότητά τους
προϋποθέτει τακτοποίηση,
που απαιτεί αρκετούς
μήνες. Αλλα 8.200
οικιστικά ακίνητα
διαθέτουν οι τράπεζες,
τα οποία όμως δεν είναι
όλα επιλέξιμα για το
πρόγραμμα, ούτε ώριμα
προς μεταβίβαση.
|