Στο
επίκεντρο των συζητήσεων
στις οποίες συμμετείχαν
οι τραπεζίτες στη
βρετανική πρωτεύουσα
βρέθηκαν οι προοπτικές
για την οργανική
τους κερδοφορία, η οποία
θα πιεστεί λόγω της εν
εξελίξει μείωσης του
κόστους χρήματος στην
Ευρωζώνη.
Οι
τραπεζίτες σημείωσαν ότι
θα προστατέψουν το
καθαρό τους αποτέλεσμα
μέσω μίας ολιστικής
στρατηγικής, η οποία
περιλαμβάνει τα εξής:
- Αύξηση των ρυθμών
πιστωτικής επέκτασης
- Συγκράτηση της
υποχώρησης του καθαρού
επιτοκιακού περιθωρίου
- Ενίσχυση των
εσόδων από προμήθειες
- Διατήρηση εσόδων
από χαρτοφυλάκια
σταθερού εισοδήματος
- Κέρδη από θέσεις
hedging που άνοιξαν τους
προηγούμενους μήνες
- Υποχώρηση του
κόστους για τον
πιστωτικό κίνδυνο
Οι
τραπεζικές διοικήσεις
στάθηκαν ιδιαίτερα στις
προοπτικές μεγέθυνσης
του ενεργητικού τους,
μέσω της αγοράς των
δανείων.
Αύξηση
ζήτησης
Εκτιμούν
ότι η υποχώρηση του
κόστους δανεισμού θα
ενισχύσει τη ζήτηση στην
ελληνική οικονομία, η
οποία αναμένεται να
αναπτυχθεί και τα
επόμενα χρόνια με
ρυθμούς υψηλότερους σε
σχέση με την υπόλοιπη
Ευρώπη.
Στο
πλαίσιο αυτό, βλέπουν
ενίσχυση της
χρηματοδότησης νέων
επενδύσεων, στο πλαίσιο
και του Ταμείου
Ανάκαμψης, αλλά και
ανάκαμψη της αγοράς των
στεγαστικών δανείων, για
πρώτη φορά μετά από 16
συναπτά έτη συνεχούς
μείωσης των υπολοίπων
τους.
«Η
διατήρηση του ΝΙΜ είναι
σημαντική» τόνισε ο CEO
της Πειραιώς Χρήστος
Μεγάλου, σημειώνοντας
πως με τα σημερινά
δεδομένα τα επιτόκια της
ΕΚΤ θα έχουν υποχωρήσει
στο 2% ή και χαμηλότερα
έως το τέλος του 2025.
Προς
αυτήν την κατεύθυνση,
σημείωσε, για την
επόμενη χρονιά στόχος
είναι η αύξηση του
δανειακού χαρτοφυλακίου,
τόσο μέσω των
επιχειρηματικών
χορηγήσεων, όσο και δια
της αναθέρμανσης των
εργασιών στη λιανική
τραπεζική, ήτοι στη
στεγαστική και
επαγγελματική πίστη.
Ευκαιρίες για έσοδα
Παράλληλα, μέσω
στρατηγικών συνεργασιών
σε μη τραπεζικά πεδία,
τα πιστωτικά ιδρύματα θα
επιχειρήσουν τη
διεύρυνση της συμμετοχής
των μη επιτοκιακών
εσόδων στο συνολικό τους
εισόδημα.
Αναφερόμενος στο θέμα, ο
Βασίλης Ψάλτης, CEO της
Alpha Bank υποστήριξε
ότι «η ελληνική απάντηση
στη μειώσεις επιτοκίων
που έρχονται θα πρέπει
να είναι η δημιουργία
εσόδων από προμήθειες,
με την ανάπτυξη εργασιών
σε τομείς όπως το asset
management και το
bancassurance».
Όπως
είπε, «η διείσδυση αυτών
των χρηματοοικονομικών
προϊόντων στην Ελλάδα
είναι πολύ χαμηλή σε
σύγκριση με την
Πορτογαλία και τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά
μία σειρά από λόγους θα
οδηγήσουν στην ενίσχυση
των σχετικών πωλήσεων».
Σύμφωνα
με τον ίδιο, ο
συνδυασμός της αύξησης
του διαθέσιμου
εισοδήματος, της
βελτίωσης της
χρηματοοικονομικής
παιδείας, της
ψηφιοποίησης και των
στρατηγικών συνεργασιών
θα επιτρέψουν στις
τράπεζες την ανάπτυξη σε
τομείς εσόδων που
στηρίζονται στις
προμήθειες».
Αναφορικά με τις
προοπτικές για την
πιστωτική επέκταση, ο κ.
Ψάλτης τόνισε ότι οι
τράπεζες χρηματοδοτούν
το εν εξελίξει κλείσιμο
του επενδυτικού κενού
που άφησε πίσω της η
κρίση. Αυτό αποτελεί μία
μεγάλη ευκαιρία για
ανάπτυξη, στο πλαίσιο
του στόχου για επίτευξη
διατηρήσιμης
κερδοφορίας.
Επιπλέον, ο CEO της
Alpha Bank βλέπει
ευκαιρίες διεύρυνσης των
εργασιών στις
χρηματοδοτήσεις εύπορων
πελατών, με τη
συγκεκριμένη αγορά να
συγκλίνει με τις
ανεπτυγμένες οικονομίες.
Τεράστια
ρευστότητα
Στις
προοπτικές αύξησης των
δανειακών χαρτοφυλακίων
αναφέρθηκε και ο
πρόεδρος της Eurobank
Γιώργος Ζανιάς, ο οποίος
μιλώντας στο OT Forum
υπογράμμισε την τεράστια
ρευστότητα που διαθέτουν
αυτήν τη στιγμή οι
τράπεζες.
«Οι
επενδύσεις θέλουν
χρηματοδότηση, άρα και
τράπεζες και θα ήταν και
μεγάλη μας χαρά να
συμβάλλουμε σε αυτό. Στο
Ταμείο Ανάκαμψης
εγκρίνονται μεν οι
αιτήσεις, αλλά οι
εκταμιεύσεις είναι πιο
αργές», επισήμανε
σχετικά.
Για τη
Eurobank, τόνισε πως το
2024 η αύξηση των
επιχειρηματικών
ανοιγμάτων φτάνει το 10%
και πρόσθεσε πως «για
τις μικρές επιχειρήσεις
προσπαθούμε να κάνουμε
ό,τι μπορούμε. Για
παράδειγμα,
δημιουργήσαμε ένα νέο
πρόγραμμα που δίνει τη
δυνατότητα σε μια
επιχείρηση ακόμη και με
μηδενικά κέρδη, να
παίρνει χρηματοδότηση
ανάλογα με τον τζίρο στο
POS».
Αναφορικά με τη λιανική
τραπεζική, μίλησε για
απουσία ζήτησης στα
στεγαστικά δάνεια. «Δεν
υπάρχει μεγάλη προσφορά
σπιτιών, είχαμε εξάλλου
και 10 χρόνια χωρίς
οικοδομή, και οι
τράπεζες έχουν πολλά
σπίτια. Ωστόσο, η
διαδικασία επιστροφής
τους στην αγορά
καθυστερεί, διότι
απαιτείται η τακτοποίησή
τους, η οποία είναι
χρονοβόρος», σημείωσε
σχετικά.
Πηγή:
Οικονομικός Ταχυδρόμος
|