Ως
αποτέλεσμα, οι τράπεζες
είναι σε θέση να
λανσάρουν πιο ελκυστικά
προϊόντα και να μειώσουν
τα επιτόκια στα
υφιστάμενα προγράμματά
τους, είτε αυτόματα,
εφόσον είναι συνδεδεμένα
με τους δείκτες euribor
ή με διοικητικές
αποφάσεις.
Τα πλάνα
που σχεδιάζουν οι
τράπεζες προβλέπουν
επιτάχυνση των ρυθμών
πιστωτικής επέκτασης, η
οποία εκτιμάται ότι θα
επιτευχθεί δια της
ενίσχυσης τόσο της
προσφοράς, όσο και της
ζήτησης για
χρηματοδοτήσεις.
Μεγάλος
ανταγωνισμός στις
τράπεζες
Όπως
λένε τραπεζικές πηγές,
το μόνο σίγουρο είναι
ότι ο ανταγωνισμός την
ερχόμενη χρονιά θα
ενισχυθεί περαιτέρω για
τη διεκδίκηση
μεγαλύτερων μεριδίων,
τόσο στην επιχειρηματική
πίστη, όσο και στο
retail banking.
Πρόκειται για μία μάχη
που βρίσκεται ήδη σε
εξέλιξη, με τα πιστωτικά
ιδρύματα να
ανταγωνίζονται για να
δώσουν δάνεια σε όσους
πληρούν τα συνήθη
πιστοληπτικά κριτήρια, ο
αριθμός των οποίων δεν
είναι και απεριόριστος.
Πολλές
επιχειρήσεις είχαν
βρεθεί στο κόκκινο στα
χρόνια της κρίσης και
δεν έχουν ακόμη
ανακάμψει, ενώ άλλες
δηλώνουν πολύ χαμηλή
κερδοφορία, η οποία
λειτουργεί απαγορευτικά
για τη δανειοδότησή
τους.
Εν
προκειμένω το τεκμαρτό
εισόδημα, που θεσπίστηκε
εφέτος για τις ατομικτές
επιχειρήσεις, δεν
λαμβάνεται υπόψιν για
την αξιολόγηση των
ενδιαφερόμενων.
Ως εκ
τούτου, οι τράπεζες
ευελπιστούν ότι το μέτρο
θα οδηγήσει τους
φορολογούμενους σε
δήλωση υψηλότερων
πραγματικών εισοδημάτων
για το 2024, ως αναγκαία
συνθήκη για να ανοίξουν
οι κάνουλες της
χρηματοδότησης.
Πέφτουν
τα spreads
«Με
δεδομένο τον
περιορισμένο για τα
δεδομένα της ελληνικής
αγοράς αριθμό
μικρομεσαίων
επιχειρήσεων που μπορούν
να περάσουν τις
πιστοληπτικές
αξιολογήσεις, όσες
εμφανίζουν επαρκή
οικονομικά μεγέθη
βρίσκονται στο στόχαστρο
όλων των τραπεζών»,
σημειώνει γενικός
διευθυντής συστημικού
ομίλου.
Ο
έντονος ανταγωνισμός
αποτυπώνεται στα χαμηλά
spreads που εξασφάλισαν
και κατά την περίοδο του
ακριβού χρήματος, ακόμη
και ελεύθεροι
επαγγελματίες.
Για
παράδειγμα, τον
περασμένο Οκτώβριο τα
νέα δάνεια στη
συγκεκριμένη κατηγορία
πελατών δόθηκαν με μέσο
σταθμισμένο επιτόκιο
5,96%.
Την ίδια
περίοδο το μέσο ετήσιος
κόστος στις
χρηματοδοτήσεις μη
χρηματοπιστωτικών,
μεγάλων κυρίως
επιχειρήσεων,
διαμορφώθηκε σε 5,15%,
μόλις 80 μονάδες βάσης
χαμηλότερα.
«Δείχνει
αυτό πόσο χαμηλά είναι
διατεθειμένα τα
πιστωτικά ιδρύματα να
ρίξουν τα επιτόκια για
να αυξήσουν τα δανειακά
τους υπόλοιπα με
χορηγήσεις σε υγιείς
πελάτες», σημειώνει
τραπεζική πηγή.
Οι
στόχοι του 2025
Σύμφωνα
με τα πλάνα που
καταρτίζουν αυτήν την
περίοδο οι τράπεζες το
δανειακό τους
χαρτοφυλάκιο θα πρέπει
να αυξηθεί την επόμενη
χρονιά κατά 8 – 10 δισ.
ευρώ σε επίπεδο
συστήματος.
Με τον
τρόπο αυτό θα
περιορίσουν την απώλεια
στα καθαρά έσοδα από
τόκους που θα προκαλέσει
η μείωση των επιτοκίων
λόγω ΕΚΤ, αλλά και στις
προμήθειες, μετά την
εφαρμογή των νέων
ανώτατων ορίων, βάση του
νόμου που θα έλθει προς
ψήφιση άμεσα στη Βουλή.
Παράλληλα, στοχεύουν σε
ενίσχυση των πωλήσεων
επενδυτικών και
τραπεζοασφαλιστικών
προϊόντων, δικών τους
θυγατρικών ή
συνεργαζόμενων
εταιρειών, από τις
οποίες έχουν σημαντικά
έσοδα.
Τέλος,
μεγάλη έμφαση θα δώσουν
στη συγκράτηση των πάσης
φύσεως εξόδων, όπου αυτό
είναι δυνατό.
Μεταξύ
αυτών περιλαμβάνεται και
η μείωση των προβλέψεων
για τον πιστωτικό
κίνδυνο, η οποία
ευνοείται από την
αναμενόμενη περαιτέρω
συρρίκνωση του
αποθέματος μη
εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων, με τη
συμβολή του τρίτου
κύκλου του σχήματος
κρατικών εγγυήσεων
«Ηρακλής».
Άλλωστε,
οι ροές νέων μη
εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων εκτιμάται ότι
θα είναι ακόμη πιο
χαμηλές τη νέα χρονιά,
λόγω της υποχώρησης των
επιτοκίων και του
υποστηρικτικού για τα
εισοδήματα των
νοικοκυριών
μακροοικονομικού
περιβάλλοντος.
|