Εξαίρεση
αποτελούν οι νέοι
αγοραστές για τους
οποίους το όριο
εξυπηρέτησης του δανείου
σε σχέση με το εισόδημα
ανεβαίνει στο 50% και
αντίστοιχα το ύψος του
δανείου διαμορφώνεται
στο 90% της αξίας του
ακινήτου. Νέος αγοραστής
θεωρείται αυτός που
καταφεύγει για πρώτη
φορά στον τραπεζικό
δανεισμό για την αγορά
σπιτιού, ανεξάρτητα εάν
διαθέτει ήδη ακίνητο,
π.χ. έπειτα από γονική
παροχή. Το όριο για τον
υπολογισμό του δείκτη
εξυπηρέτησης χρέους
(debt service to income)
θα αφορά όλες τις
οφειλές που έχει κάποιος
στην τράπεζα.
Συγκεκριμένα, εάν η δόση
ενός στεγαστικού δανείου
απορροφά το 30% του
εισοδήματος, η τράπεζα
θα πρέπει να λαμβάνει
υπόψη και τυχόν άλλες
οφειλές, π.χ. από
καταναλωτικά δάνεια ή
κάρτες, αθροίζοντας τις
δαπάνες αυτές κατά τον
υπολογισμό του δείκτη.
Επίσης, ως εισόδημα για
τον υπολογισμό του
δείκτη εξυπηρέτησης
χρέους θεωρείται το
καθαρό, δηλαδή αυτό που
προκύπτει μετά την
αφαίρεση των φορολογικών
και ασφαλιστικών
υποχρεώσεων.
Από την
πλευρά τους οι τράπεζες
θα μπορούν να
υπερβαίνουν τα δύο
παραπάνω όρια για το 10%
του αριθμού των νέων
εκταμιεύσεων και η
υπέρβαση θα
παρακολουθείται διακριτά
για όσους είναι
αγοραστές για πρώτη φορά
και για τους λοιπούς
δανειολήπτες. Σύμφωνα με
στοιχεία από τις
τράπεζες, τα νέα όρια
που τέθηκαν σε ισχύ από
την αρχή του χρόνου δεν
απέχουν από την πρακτική
που εφαρμόζουν ήδη,
καθώς περίπου το 94% των
νέων χορηγήσεων
στεγαστικών δανείων
καλύπτουν έως το 80% της
αξίας του ακινήτου.
Επιπλέον το 70% των νέων
δανειοληπτών δαπανά
σήμερα έως το 30% του
μισθού του, το 21% το
30%-50% και μόλις το
2,2% δαπανά άνω του 50%
του μισθού για την
εξυπηρέτηση της μηνιαίας
δόσης.
Ετσι, αν
και τα νέα όρια δεν
αντιβαίνουν τη γενική
πιστοδοτική πολιτική που
εφαρμόζουν οι τράπεζες,
η καθιέρωσή τους με
διοικητική πράξη
θεωρείται ότι θα
αυστηροποιήσει την
πολιτική των χορηγήσεων
στεγαστικών δανείων που
φθίνουν συνεχώς λόγω των
μεγάλων αποπληρωμών που
υπερβαίνουν τις νέες
εκταμιεύσεις. Σύμφωνα με
τα τελευταία στοιχεία,
τα υπόλοιπα των
στεγαστικών δανείων
έχουν περιοριστεί στα 27
δισ. από 80 δισ. το 2010
και οι νέες εκταμιεύσεις
το 2024 εκτιμάται ότι
ανήλθαν κοντά στο 1,5
δισ. έναντι 1,3 δισ. το
2023. Οι νέες
χρηματοδοτήσεις
περιλαμβάνουν και τις
εκταμιεύσεις από το
πρόγραμμα «Σπίτι μου 1»
–υπολογίζονται στα 500
εκατ.– σε ό,τι αφορά το
σκέλος που είναι
δανεισμός από την
τράπεζα. Το κενό
χρηματοδότησης στη
στεγαστική πίστη
ερμηνεύει και τη μείωση
του ποσοστού
ιδιοκατοίκησης στη χώρα
μας, που εκτιμάται ότι
έχει διαμορφωθεί κοντά
στο 70%.
Πηγή:
Money Review
|