Αλλαγή
στάσης
Όπως
γράφει το CNN, το
Σάββατο - λίγο πριν την
πτώση της Δαμασκού - ο
Τραμπ έγραψε στο Truth
Social με κεφαλαία
γράμματα: «Αυτός δεν
είναι ο αγώνας μας. Αφήστε
τον να εξελιχθεί.
Μην εμπλακείτε».
Την
επόμενη ημέρα ωστόσο ο
Ρεπουμπλικανός
γερουσιαστής Μαρκγουέιν
Μούλιν, στενός σύμμαχος
του Τραμπ, δήλωνε σε
τηλεοπτική εκπομπή ότι
«όταν το θέμα αφορά το εθνικό
συμφέρον και
[μετατρέπεται σε] απειλή
για τις Ηνωμένες
Πολιτείες, τότε θα
εμπλακούμε».
Πράγματι, η αιφνίδια
αναδιάταξη της γεωπολιτικής
κατάστασης στη
Μέση Ανατολή δεν αφήνει
αδιάφορο τον Τραμπ. Και
αυτό γιατί η ανατροπή
του καθεστώτος Άσαντ τού
επιτρέπει να εντείνει
την πίεση στο Ιράν.
Παράλληλα, αποτελεί
πλήγμα για την ισχύ και
το κύρος της Ρωσίας,
που παραμένει μπλεγμένη
στον πόλεμο της
Ουκρανίας.
Έπειτα η
ανάληψη της εξουσίας από
μια ομάδα ανταρτών, την
οποία η Ουάσιγκτον
θεωρεί τρομοκρατική
οργάνωση με συνδέσεις με
την Αλ Κάιντα, εγείρει
ανησυχίες σχετικά με το
αν η Συρία θα μπορούσε
να γίνει ξανά βάση τρομοκρατίας,
απειλώντας την ασφάλεια
των ΗΠΑ. Ο Τραμπ λοιπόν
θα κληθεί σύντομα να
αποφασίσει εάν θα
διατηρήσει την ανάπτυξη
εκατοντάδων Αμερικανών
στρατιωτών στη Συρία για
να αντιμετωπίσει τυχόν
αναβίωση του ISIS.
Η μεγάλη
εικόνα
Δεν
είναι μόνο οι εξελίξεις
στη Συρία και ευρύτερα
τη Μέση Ανατολή, ωστόσο,
που θα αναγκάσουν τον
Ντόναλντ Τραμπ να
εμπλακεί πολύ
περισσότερο στα διεθνή
τεκταινόμενα από
ό,τι πιθανώς θα
επιθυμούσε ο ίδιος.
Όπως
τονίζει το CNN, oι
συνδεόμενες προκλήσεις
εξωτερικής πολιτικής
εκτείνονται από τη Μέση Ανατολή (Συρία,
Λίβανο, Ισραήλ και
Υεμένη) μέχρι την Ευρώπη και
την Ασία,
με κυριότερο το μέτωπο
στην Ουκρανία. Η
σύγκρουση πλέον έχει
λάβει παγκόσμια
χαρακτηριστικά, με τη
συμμετοχή
βορειοκορεατικών
στρατευμάτων σε έναν
ευρωπαϊκό χερσαίο
πόλεμο. Η εμπλοκή της
Ρωσίας, της Βόρειας
Κορέας και του Ιράν, και
η πιθανή τεχνολογική
συνεργασία μεταξύ τους,
περιπλέκουν ακόμη
περισσότερο την
κατάσταση.
Τα
προβλήματα της Αμερικής
με τη Ρωσία, τη Βόρεια
Κορέα και το Ιράν επιδεινώνονται από
την χαλαρή αλλά
αυξανόμενη στρατηγική
συνεργασία μεταξύ των
τριών αυτών χωρών και
της Κίνας. Πολλοί από
τους κορυφαίους
αξιωματούχους και
υποστηρικτές της νέας
κυβέρνησης που θα
σχηματίσει ο Τραμπ έχουν
στο παρελθόν υποστηρίξει
ότι οι ΗΠΑ πρέπει να αποσυρθούν από
περιοχές όπως η Μέση
Ανατολή και η Ευρώπη,
ώστε να κατευθύνουν
στρατιωτικούς και
οικονομικούς πόρους στη
φερόμενη ως υπαρξιακή
αντιπαράθεση με
την υπερδύναμη της
Ασίας. Ωστόσο, οι
γρήγορες γεωπολιτικές
αλλαγές σημαίνουν ότι οι
εχθροί της Αμερικής
πιθανότατα δεν θα δώσουν
στον εκλεγμένο πρόεδρο
αυτήν την επιλογή.
Αυτός -
υπογραμμίζει το
αμερικανικό δίκτυο -
είναι ένας πολύ πιο περίπλοκος και
πιθανώς πιο επικίνδυνος
κόσμος από αυτόν που
γνώριζε ο Τραμπ κατά την
πρώτη του θητεία. Και
την κατάσταση περιπλέκει
ακόμα περισσότερο η αδυναμία ισχυρών
ευρωπαϊκών χωρών, όπως η
Γαλλία και η Γερμανία,
να παρέμβουν στις
εξελίξεις. Η παράλυση
του γαλλογερμανικού
άξονα κλονίζει την ΕΕ,
ενώ πολλά κράτη γης
γηραιάς ηπείρου θα
δυσκολευτούν να αυξήσουν
τις δαπάνες τους στον
τομέα της Άμυνας, όπως
απαιτεί ο Τραμπ.
Πίσω στη
Συρία
Επιστρέφοντας στη Συρία,
η ταχύτητα της
κατάρρευσης του
καθεστώτος Άσαντ κάνει
αδύνατο να προβλεφθεί η κατάσταση που
θα κληρονομήσει ο Τραμπ
όταν εγκατασταθεί στον
Λευκό Οίκο, τον επόμενο
μήνα. Σε μια χώρα με
βαθιές πολιτικές,
θρησκευτικές και
φυλετικές τομές, μια
νέα ανάφλεξη αποτελεί
πάντα πιθανότητα.
Πρόκειται για μια
εξέλιξη που θα
αποσταθεροποιούσε εκ
νέου την περιοχή ενώ θα
οδηγούσε σε νέα
καραβάνια προσφύγων προς
τις γειτονικές χώρες,
πρωτίστως, και σε
δεύτερο χρόνο προς την
Ευρώπη.
Ακόμη
όμως και αν η κυρίαρχη
ομάδα στον συνασπισμό τζιχαντιστών και
ανταρτών, η Χαγιάτ
Ταχρίρ Αλ-Σαμ (HTS),
επιβάλει τον έλεγχο και
φέρει ειρήνη, τα
πράγματα θα παραμείνουν
δύσκολα: Η οικονομία
παραμένει κατεστραμμένη,
οι πόλεις και οι
δημόσιες υπηρεσίες
έχουν καταστραφεί και
η επιστροφή των προσφύγων που
έφυγαν τα τελευταία
χρόνια θα μπορούσε να
προκαλέσει μεγάλη αστάθεια.
Υπό το
πρίσμα των παραπάνω, ο
Τραμπ πρέπει να
αποφασίσει πόσο βαθιά
θα εμπλακεί στο
μέλλον της Συρίας. Αν
επιλέξει να μην
εμπλακεί, θα πρέπει να
αποφασίσει αν θα είναι
πρόθυμος να επιτρέψει
στους αντιπάλους των ΗΠΑ
να καλύψουν το κενό και
να οικοδομήσουν τη δική
τους ισχύ.
Η
Ουκρανία
Πολύ
βορειότερα από τις
ερήμους της Μέσης
Ανατολής, στην ανατολική
Ευρώπη, ο
πόλεμος μεταξύ της
Ρωσίας και της Ουκρανίας
μαίνεται επί σχεδόν τρία
χρόνια. Ο Τραμπ έχει
δεσμευτεί να τερματίσει
τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσα
σε 24 ώρες, ωστόσο δεν
είναι σαφές αν ο Πούτιν
είναι έτοιμος να
συμμετάσχει σε
ειρηνευτικές συζητήσεις
μετά τις πρόσφατες
προόδους στα πεδία των
μαχών.
Στην
καλύτερη περίπτωση, ο
Πούτιν θα απαιτήσει μια σκληρή
για το Κίεβο συμφωνία,
εγείροντας φόβους ότι ο
Τραμπ θα αναγκάσει την
Ουκρανία να αποδεχθεί
σκληρούς όρους, καθώς
είναι πιθανό να
αποδοθούν στη Ρωσία τα
εδάφη που απέσπασε με τη
βία.
Οι επικριτές του
εκλεγμένου προέδρου
ανησυχούν επίσης ότι ο
Τραμπ θα αντιταχθεί σε
οποιαδήποτε εγγύηση
ασφάλειας για την
Ουκρανία και θα
εμποδίσει τις φιλοδοξίες
της για ένταξη στο ΝΑΤΟ
και την ΕΕ για να
ευχαριστήσει τον Πούτιν.
Μια τέτοια συμφωνία ίσως
σταματήσει τις
εχθροπραξίες
βραχυπρόθεσμα, όμως
ορισμένοι φοβούνται ότι
θα υπάρξει «δεύτερος
γύρος».
Το
δίλημμα
Σε
τελική ανάλυση, το
κεντρικό δίλημμα για τον
Τραμπ έχει ως εξής: Θα
αντιμετωπίσει τις
διάφορες προκλήσεις για
την αμερικανική
ηγεμονία μεμονωμένα,
διαπραγματευόμενος -
όπως αρέσκεται - με κάθε
ηγέτη ξεχωριστά; Ή η
προσέγγισή του θα
εντάσσει το Ιράν, τη
Ρωσία, την Κίνα και τη
Βόρεια Κορέα σε ένα
ενιαίο τόξο, εχθρικό
προς τα αμερικανικά
συμφέροντα, και με βάση
αυτή την οπτική θα
κινηθεί;
Από την
οπτική που θα υιοθετήσει
θα εξαρτηθούν πολλά.
Πηγή:
CNN, “H”
|