Σύμφωνα
με την Τράπεζα της
Ελλάδος, η βασικότερη
συνιστώσα της
οικονομικής μεγέθυνσης
εκτιμάται ότι θα είναι η
κατανάλωση, ενώ οι
επενδύσεις και οι
εξαγωγές θα συνεχίσουν
να συμβάλλουν θετικά.
Συνολικά, η καθαρή
συμβολή του εξωτερικού
τομέα στο ΑΕΠ θα είναι
ελαφρώς αρνητική τα
επόμενα έτη, καθώς η
έντονη επενδυτική
δραστηριότητα και η
ενίσχυση της κατανάλωσης
αναμένεται να
προκαλέσουν αύξηση των
εισαγωγών με ρυθμούς
αντίστοιχους με εκείνους
των εξαγωγών.
Ο
πληθωρισμός, βάσει του
Εναρμονισμένου Δείκτη
Τιμών Καταναλωτή
(ΕνΔΤΚ), το 2024
αναμένεται να
διαμορφωθεί σε 3,0%, από
4,2% το 2023,
αντανακλώντας τη μεγάλη
επιβράδυνση του
πληθωρισμού των ειδών
διατροφής. Μέχρι το 2026
ο πληθωρισμός θα
συγκλίνει προς το στόχο
της ΕΚΤ (2%), αλλά θα
παραμείνει ελαφρά πάνω
από αυτόν. Ο πληθωρισμός
των υπηρεσιών αναμένεται
να είναι πιο επίμονος σε
σχέση με τον πληθωρισμό
των λοιπών συνιστωσών
του ΕνΔΤΚ, αντανακλώντας
κυρίως τις αναμενόμενες
αυξήσεις στις αμοιβές
εργασίας. Τέλος, ο
πυρήνας του πληθωρισμού
αναμένεται να μειωθεί
σημαντικά στο 3,5% το
2024 και στο 3,1% το
2025, αντικατοπτρίζοντας
την αποκλιμάκωση κυρίως
του πληθωρισμού των μη
ενεργειακών βιομηχανικών
αγαθών.
Κίνδυνοι
και αβεβαιότητες
Οι
κίνδυνοι που περιβάλλουν
τις μακροοικονομικές
προβλέψεις της Τράπεζας
της Ελλάδος για την
ανάπτυξη είναι κυρίως
καθοδικοί και συνδέονται
με: (α) τυχόν επιδείνωση
της γεωπολιτικής κρίσης
στην Ουκρανία και τη
Μέση Ανατολή και τις
επιπτώσεις της στο
διεθνές οικονομικό
περιβάλλον, (β) ενίσχυση
του εμπορικού
προστατευτισμού διεθνώς,
(γ) χαμηλότερο του
αναμενομένου ρυθμό
απορρόφησης και
αξιοποίησης των
κονδυλίων του RRF, (δ)
εντεινόμενη στενότητα
στην αγορά εργασίας και
ενδεχόμενες μισθολογικές
πιέσεις, (ε) βραδύτερη
του αναμενομένου
υλοποίηση των
απαραίτητων
μεταρρυθμίσεων και (στ)
ενδεχόμενες φυσικές
καταστροφές λόγω της
κλιματικής κρίσης.
Πρόοδος
Η
ελληνική οικονομία έχει
σημειώσει αξιόλογες
επιτυχίες τα τελευταία
χρόνια και έχει
αποδειχθεί ιδιαίτερα
ανθεκτική σε διάφορες
εξωτερικές διαταραχές,
όπως η πανδημία
COVID-19, η ενεργειακή
κρίση και ο πόλεμος στην
Ουκρανία και η
επακόλουθη άνοδος του
πληθωρισμού, τονίζει η
ΤτΕ. Ο ρυθμός ανάπτυξης
της ελληνικής οικονομίας
είναι υψηλότερος του
αντίστοιχου μέσου ρυθμού
της ΕΕ από το 2019 και
έπειτα, με αποτέλεσμα
την επιτάχυνση της
πραγματικής σύγκλισης
του κατά κεφαλήν ΑΕΠ με
το μέσο ευρωπαϊκό
επίπεδο. Η απασχόληση
αυξάνεται και το ποσοστό
ανεργίας έχει υποχωρήσει
σε μονοψήφια επίπεδα
παρά την πολύ σημαντική
αύξηση του κατώτατου
μισθού. Ως συνέπεια, το
διαθέσιμο εισόδημα
αυξάνεται και το ποσοστό
του πληθυσμού που
αντιμετωπίζει κίνδυνο
φτώχειας και κοινωνικού
αποκλεισμού έχει μειωθεί
μεταξύ 2019 και 2023. Η
συνετή δημοσιονομική
πολιτική που
ακολουθείται τα
τελευταία χρόνια και οι
προσπάθειες
καταπολέμησης της
φοροδιαφυγής αποδίδουν
καρπούς, καθώς
επιτυγχάνονται υψηλά
πρωτογενή πλεονάσματα
χωρίς την ανάγκη λήψης
περιοριστικών μέτρων και
αποκλιμακώνεται το
δημόσιο χρέος ως ποσοστό
του ΑΕΠ.
Η θετική
πορεία της οικονομίας τα
τελευταία χρόνια είχε ως
αποτέλεσμα την
αναβάθμιση της
πιστοληπτικής ικανότητας
του Ελληνικού Δημοσίου
στην επενδυτική
κατηγορία. Η επιβεβαίωση
της προόδου που έχει
συντελεστεί αντανακλάται
και στην πρόσφατη
αναβάθμιση του αξιόχρεου
των ελληνικών κρατικών
ομολόγων στη βαθμίδα ΒΒΒ
από ΒΒΒ- από τον οίκο
αξιολόγησης Scope
Ratings.
Προκλήσεις
Οι
επιτυχίες που
καταγράφονται τα
τελευταία χρόνια
αποτελούν ένδειξη ότι η
οικονομία είναι στο
σωστό δρόμο. Ωστόσο, η
προσπάθεια οικονομικής
ανάκαμψης από τη δεκαετή
κρίση χρέους δεν έχει
ολοκληρωθεί, σημειώνεται
στην Ενδιάμεση Έκθεση.
Σε πραγματικούς όρους,
τόσο το ΑΕΠ όσο και το
κατά κεφαλήν ΑΕΠ
υπολείπονται ακόμη σε
σχέση με τα προ της
κρίσης επίπεδα και η
σύγκλισή τους με τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο
απαιτεί ακόμη
ισχυρότερους ρυθμούς
ανάπτυξης.
Επιπρόσθετα, αρκετές
εγχώριες διαρθρωτικές
αδυναμίες, κάποιες από
τις οποίες προϋπήρχαν
της κρίσης χρέους,
παραμένουν. Για
παράδειγμα, η έλλειψη
ανταγωνισμού σε αρκετούς
κλάδους της οικονομίας,
η οποία επιτείνει το
διεθνές πρόβλημα της
ακρίβειας, το υψηλό
δημόσιο χρέος, το μεγάλο
επενδυτικό κενό, η
χαμηλή αποταμίευση, η
χαμηλή διαρθρωτική
ανταγωνιστικότητα που
επιδεινώνει το ισοζύγιο
τρεχουσών συναλλαγών, το
χαμηλό ποσοστό
συμμετοχής των γυναικών
και των νέων στο
εργατικό δυναμικό και η
γήρανση του πληθυσμού,
που επιτείνουν τη
στενότητα της αγοράς
εργασίας διαχρονικά,
αποτελούν παράγοντες που
περιορίζουν την
αναπτυξιακή δυναμική της
οικονομίας.
Σε αυτές
τις εγχώριες αδυναμίες
έρχονται να προστεθούν
και παγκόσμιες
προκλήσεις, όπως η
ένταση των γεωπολιτικών
αντιπαραθέσεων, ο
γεωοικονομικός
κατακερματισμός και η
αναβίωση της τάσης προς
τον εμπορικό
προστατευτισμό, η
κλιματική κρίση, η
ενεργειακή ασφάλεια, η
μετάβαση προς μια
βιώσιμη και κυκλική
οικονομία, καθώς και η
επέλαση των νέων
ψηφιακών τεχνολογιών και
ειδικότερα της τεχνητής
νοημοσύνης.
Προτάσεις πολιτικής
Λαμβάνοντας υπόψη τα
ανωτέρω, η οικονομική
πολιτική θα πρέπει να
παραμείνει προσηλωμένη
στη διαφύλαξη της
δημοσιονομικής
αξιοπιστίας και
σταθερότητας και στην
υλοποίηση των
απαιτούμενων επενδύσεων
και μεταρρυθμίσεων που
προβλέπονται στο Εθνικό
Σχέδιο Ανάκαμψης και
Ανθεκτικότητας “Ελλάδα
2.0” και οι οποίες θα
διευκολύνουν την πράσινη
και ψηφιακή μετάβαση της
οικονομίας και την
επιτάχυνση του
αναπτυξιακού ρυθμού τα
επόμενα χρόνια.
Παράλληλα, κάτι τέτοιο
θα διασφαλίσει τη
βαθμιαία βελτίωση της
πιστοληπτικής
αξιολόγησης της
ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο,
παρότι η έγκαιρη
απορρόφηση και η
αποτελεσματική
αξιοποίηση των πόρων του
RRF είναι αποφασιστικής
σημασίας για την πορεία
της οικονομίας τα
επόμενα χρόνια, δεν
επαρκεί για να καλύψουμε
το χαμένο έδαφος της
δεκαετούς κρίσης χρέους.
Κατά συνέπεια,
απαιτούνται πρόσθετες
ενέργειες για την
αντιμετώπιση των εγγενών
αδυναμιών της ελληνικής
οικονομίας και για να
επιτευχθεί διατηρήσιμη
οικονομική ανάπτυξη,
σημειώνει η ΤτΕ.
Ενδεικτικά, η
δημογραφική γήρανση
αναμένεται να
συρρικνώσει το ποσοστό
του πληθυσμού σε ηλικία
εργασίας. Αυτό απαιτεί
την υιοθέτηση
ενεργητικών πολιτικών
και προγραμμάτων
εκπαίδευσης και
κατάρτισης στην αγορά
εργασίας που θα έχουν ως
στόχο την αύξηση της
συμμετοχής των γυναικών
και των νέων στο
εργατικό δυναμικό.
Παράλληλα όμως,
απαιτούνται και
στοχευμένες πολιτικές
όσον αφορά την ένταξη
των μεταναστών και την
προσέλκυση ξένων
εργαζομένων για να
αντιμετωπιστούν οι ήδη
παρατηρούμενες ελλείψεις
εργατικού δυναμικού στον
αγροτικό τομέα και στους
κλάδους που σχετίζονται
με τον τουρισμό και τις
κατασκευές.
Δεδομένων των
περιορισμών που θέτουν
οι δημογραφικές
εξελίξεις, απαιτείται η
αύξηση της
παραγωγικότητας της
εργασίας προκειμένου να
διατηρηθεί η αναπτυξιακή
δυναμική. Η αύξηση των
επενδύσεων αποτελεί
καθοριστικό παράγοντα
για την ενίσχυση της
παραγωγικότητας της
εργασίας. Κάτι τέτοιο
προϋποθέτει την πλήρη
απορρόφηση και
παραγωγική αξιοποίηση
των διαθέσιμων
ευρωπαϊκών πόρων.
Ταυτόχρονα όμως,
προϋποθέτει και την
ενίσχυση του τραπεζικού
τομέα, ώστε να μπορεί να
αντιμετωπίσει τις
υφιστάμενες προκλήσεις
και να χρηματοδοτήσει
αποτελεσματικά τις
επενδύσεις και τη
μεγέθυνση της
οικονομίας. Συνεπώς,
χρειάζεται εγρήγορση
ώστε να επιτευχθεί
περαιτέρω εξυγίανση του
ενεργητικού των τραπεζών
και να αποφευχθούν νέες
καθαρές εισροές μη
εξυπηρετούμενων δανείων.
Στο ίδιο πλαίσιο,
ιδιαίτερα σημαντική
είναι και η
διαφοροποίηση των πηγών
χρηματοδότησης με
διεύρυνση των
μικροπιστώσεων και
πρόσβαση σε εναλλακτικές
μορφές χρηματοδότησης
μέσω των κεφαλαιαγορών
για την κάλυψη των
επενδυτικών αναγκών των
μικρομεσαίων
επιχειρήσεων, ιδίως των
νεοφυών και καινοτόμων,
που δεν διαθέτουν
εμπράγματες εξασφαλίσεις
για τη λήψη τραπεζικών
δανείων.
Λόγω των
περιβαλλοντικών
προκλήσεων και της
κλιματικής αλλαγής,
καθίσταται ιδιαίτερα
σημαντική η βελτίωση της
συνολικής
παραγωγικότητας των
συντελεστών παραγωγής,
καθώς επιτρέπει τη
διατήρηση ή την αύξηση
του βιοτικού επίπεδου,
προστατεύοντας παράλληλα
τους φυσικούς πόρους και
το περιβάλλον.
Προκειμένου να ενισχυθεί
η συνολική
παραγωγικότητα της
οικονομίας, απαιτείται η
βελτίωση της εκπαίδευσης
και κατάρτισης ειδικά σε
νέες τεχνολογίες, ούτως
ώστε να αυξηθεί το
ανθρώπινο κεφάλαιο.
Επιπλέον, οι αγορές
εργασίας και κεφαλαίων
θα πρέπει να λειτουργούν
με τέτοιο τρόπο ώστε οι
πιο παραγωγικές
επιχειρήσεις σε κάθε
τομέα να είναι σε θέση
να προσελκύουν το
μεγαλύτερο μέρος της
εργασίας και του
κεφαλαίου. Αυτή η
διαδικασία διασφαλίζει
ότι οι καλύτερες
επιχειρήσεις θα
ευδοκιμούν, ενώ οι
λιγότερο αποτελεσματικές
θα εξέρχονται από την
αγορά. Πρόκειται για τη
λεγόμενη «κατανεμητική
αποδοτικότητα», η οποία
συνεπάγεται την αύξηση
της συνολικής
παραγωγικότητας και την
οικονομική πρόοδο.
Αντίθετα, αν η εργασία
και το κεφάλαιο
παραμένουν στις σχετικά
μη παραγωγικές
επιχειρήσεις, η
οικονομία και η
παραγωγικότητα σταδιακά
υποχωρούν. Κάτι τέτοιο
μπορεί να προκύψει αν,
για παράδειγμα, η αγορά
εργασίας χαρακτηρίζεται
από υπερβολικές
ρυθμίσεις, αν οι μη
βιώσιμες επιχειρήσεις
συνεχίζουν να
λειτουργούν, χάρη σε
ευνοϊκές διατάξεις ή
φραγμούς στην είσοδο
νέων επιχειρήσεων, ή αν
οι νέες πιο δυναμικές
επιχειρήσεις έχουν
δυσκολία πρόσβασης σε
χρηματοδότηση.
Ζωτικής
σημασίας για τη
μακροπρόθεσμη ανάπτυξη
είναι επίσης η
αντιμετώπιση άλλων
ζητημάτων που εμποδίζουν
την αποτελεσματική
κατανομή των πόρων.
Τέτοια ζητήματα είναι η
πολυνομία και η
κακονομία, οι
καθυστερήσεις στην
απονομή της δικαιοσύνης,
το ασαφές χωροταξικό
πλαίσιο, η ελλιπής
διασύνδεση εκπαίδευσης
και αγοράς εργασίας, οι
ελλείψεις σε υποδομές,
το υψηλό κόστος
ηλεκτρικής ενέργειας, η
μεγάλη φορολογική
επιβάρυνση του
εισοδήματος από εργασία
και οι αυξημένοι έμμεσοι
φόροι.
Επιπρόσθετα, απαιτείται
η ενίσχυση της
εξωστρέφειας της
οικονομίας, καθώς η
πρόσβαση των
επιχειρήσεων στην
παγκόσμια αγορά τούς
δίνει την ευκαιρία να
εκμεταλλευθούν
οικονομίες κλίμακας και
να ενισχύσουν το
τεχνολογικό τους
περιεχόμενο, ενώ ο
διεθνής ανταγωνισμός
τείνει να επιβραβεύει
τις πλέον παραγωγικές
επιχειρήσεις.
Ωστόσο,
πέρα από τα ανωτέρω, η
βελτίωση της συνολικής
παραγωγικότητας
προέρχεται από την
αυξημένη παραγωγικότητα
που επιτυγχάνεται σε
επίπεδο επιχείρησης μέσω
υιοθέτησης καλύτερης
τεχνολογίας, βελτιωμένων
πρακτικών διαχείρισης
και καινοτόμων
διαδικασιών. Συνεπώς, οι
επιχειρήσεις που
υιοθετούν τεχνολογίες
αιχμής και προσελκύουν
κορυφαία ταλέντα μπορούν
να βελτιώσουν σημαντικά
την παραγωγικότητά τους.
Εκτός όμως από τις
δράσεις των ίδιων των
ενδιαφερόμενων
επιχειρήσεων, απαιτείται
κρατική παρέμβαση με
επιδοτήσεις και
φορολογικά κίνητρα ώστε
να ενθαρρυνθεί η
δημιουργία ενός
οικοσυστήματος
καινοτομίας με
συνεργασίες μεταξύ
επιχειρήσεων,
ερευνητικών ιδρυμάτων
και πανεπιστημίων για να
προωθηθεί η βασική
έρευνα, αλλά και η
εμπορική της
αξιοποίηση.
|