Το
συνολικό σχέδιο θα
υλοποιηθεί σε τρείς
φάσεις όπως αποκάλυψε ο
διοικητής της
ΑΑΔΕ Γιώργος
Πιτσιλής στο ertnews:
Οι
επιχειρήσεις οι οποίες
θα κάνουν έναρξη από τον
Απρίλιο και μετά και για
τα δύο πρώτα χρόνια
λειτουργίας τους στην
πρώτη φάση, ανεξαρτήτως
βιβλίων που τηρούν, θα
υποβάλλουν τις δηλώσεις
ΦΠΑ κάθε μήνα. Αυτό
σημαίνει ότι για τις
συναλλαγές του μηνός
Απριλίου, η περιοδική
δήλωση και η πληρωμή του
ΦΠΑ θα γίνει τον Μάιο.
Τον
Ιούλιο το μέτρο θα ΦΠΑ
με τον μήνα για 30.000
νέες επιχειρήσεις από
τον Απρίλιο.
«Πάμε σε
αυτή τη λύση γιατί
οποιαδήποτε άλλη λύση θα
οδηγούσε σε
καταστρατηγήσεις. Εμείς
τι έχουμε δει, έχουμε
δει δύο πράγματα, πρώτον
υπάρχουνε μία σειρά από
επιχειρήσεις οι οποίες
εμφανίζονται έναν
Απρίλιο ένα Μάιο και
εξαφανίζονται έναν
Οκτώβριο. Ο δεύτερος
λόγος έχει να κάνει με
τη ρευστότητα γιατί
βλέπουμε πολλές
επιχειρήσεις (και εδώ
πάμε στο προαιρετικό
μέρος) πια οι οποίες
εισπράττουν το ΦΠΑ σε
τριμηνιαία βάση τον
κάνουν τζίρο, κατά
κάποιο τρόπο δηλαδή τον
κάνουν ταμείο, και όταν
έρχεται η ώρα να
πληρώσουν το ΦΠΑ δεν
έχουν διαθέσιμα με
αποτέλεσμα να αναγκάζουν
να ρυθμίζουν.
Ρυθμίζοντας,
ρυθμίζοντας,
ρυθμίζοντας, ανοίγουν
όλο και περισσότερο τις
εκκρεμότητές τους με την
εφορία. Άρα θέλουμε να
τους δώσουμε τη
δυνατότητα να πληρώνουν
το ΦΠΑ (εάν εκείνες το
θέλουν) σε μηνιαία βάση
πράγμα που πιστεύουμε
ότι θα τις διευκολύνει
και αυτές. Ο νέος τρόπος
αυτός θα ενεργοποιηθεί
από την περίοδο το
Απριλίου (για υποβολές
που θα γίνουν τον
Μάιο)»ανέφερε ο
επικεφαλής της
Ανεξάρτητης Αρχής
Δημοσίων Εσόδων.
Μειώνεται το κενό ΦΠΑ
Πάντως
σε νέο υψηλό
διεμορφώθησαν οι
εισπράξεις ΦΠΑ την
περίοδο
Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου
2024 φτάνοντας τα 25,56
δισ. Ευρώ.
Πρόκειται για ποσό
υψηλότερο από τους
επικαιροποιημένους και
προς τα πάνω
αναθεωρημένους στόχους
της εισηγητικής έκθεσης
του Προϋπολογισμού του
2025αλλά και από όλες
τις προηγούμενες χρονιές
που ανοίγει το δρόμο για
νέα μέτρα από την
ερχόμενη τριετία που
αναμένεται να
ανακοινωθούν από τον
πρωθυπουργό στη ΔΕΘ τον
Σεπτέμβριο.
Η αύξηση
των εσόδων του ΦΠΑ του
2024, που ποσοτικά
φτάνει τα 2,1 δισ. ευρώ
ή σε ποσοστό το 9,3% σε
σχέση με το 2023,
οφείλεται εν μέρει στον
πληθωρισμό και την
ανάπτυξη της ελληνικής
οικονομίας, αλλά
αποδίδεται από το
οικονομικό επιτελείο σε
σημαντικό βαθμό και στην
αντιμετώπιση της
φοροδιαφυγής.
Πηγή:
Ημερησία
|