Πώς
λειτουργεί στην πράξη το
λεγόμενο «φορολογικό
arbitrage»;
Η επαγγελματική
δραστηριότητα
αποφασίζεται με κριτήριο
και το τελικό ύψος του
φόρου που θα καταβληθεί.
Ενα κέρδος άνω των
35.000 ευρώ επιλέγεται
να φορολογείται κατά
κανόνα στο όνομα μιας
προσωπικής εταιρείας
(Ο.Ε. ή Ε.Ε.) ή ενός
νομικού προσώπου (ΙΚΕ,
Α.Ε. κ.λπ.). Αντιθέτως,
για τα μικρότερα ποσά
επιλέγεται η ατομική
επιχείρηση. Αν είναι
μάλιστα δυνατόν,
υιοθετείται και η λύση
του «σπασίματος» του
φορολογητέου κέρδους σε
περισσότερους ΑΦΜ (π.χ.
δύο ατομικές εταιρείες ή
μία ατομική και μία
προσωπική). Κάτι
αντίστοιχο ισχύει και
για τα εισοδήματα από
ενοίκια. Για ποσά μέχρι
15.000 ευρώ τον χρόνο,
συμφέρει η φορολόγηση σε
επίπεδο φυσικού
προσώπου, ενώ για πολύ
μεγαλύτερα ποσά οι
λογιστές προτείνουν και
τη μεταφορά των
εισοδημάτων από ενοίκια
στο όνομα μιας
εταιρείας.
Χαρακτηριστικά είναι τα
ακόλουθα παραδείγματα:
1.
H
ατομική επιχείρηση
παράγει κέρδη ύψους
12.000 ευρώ. Είναι
προφανές ότι συμφέρει
περισσότερο από την Ο.Ε.
ή την Ε.Ε., καθώς βγάζει
φόρο 1.340 ευρώ έναντι
2.640 ευρώ που προκύπτει
με τον συντελεστή 22%
για την Ο.Ε. και την
Ε.Ε. Αν όμως τα κέρδη
της ατομικής επιχείρησης
φτάνουν τις 40.000 ευρώ;
Τότε η προσωπική
εταιρεία ή το νομικό
πρόσωπο επιβαρύνουν τον
επαγγελματία με λιγότερα
κέρδη: 9.500 ευρώ το
ποσό για την ατομική
επιχείρηση και 8.800
ευρώ για το νομικό
πρόσωπο. Αν, από την
άλλη, έχει κάποιος τη
δυνατότητα να «σπάσει»
τα κέρδη των 40.000 ευρώ
σε δύο ατομικές
επιχειρήσεις (π.χ. από
20.000 ευρώ σε κάθε
επιχείρηση), τότε και
πάλι συμφέρει η λύση των
ατομικών. Και οι δύο
μαζί θα επιβαρύνονταν με
φόρο 6.200 ευρώ έναντι
8.800 ευρώ που είναι ο
φόρος για την προσωπική
εταιρεία ή το νομικό
πρόσωπο, αντιστοίχως.
Πώς θα μπορούσαν να
σπάσουν τα κέρδη; Αν,
για παράδειγμα, δύο
σύζυγοι έκαναν δύο
ατομικές εταιρείες αντί
για μία προσωπική στην
οποία θα εμφανίζονταν
και οι δύο ως εταίροι.
2. Κάτι
ανάλογο ισχύει και με τα
εισοδήματα από ενοίκια.
Δύο και εκεί οι
εναλλακτικοί τρόποι
φορολόγησης. Για
εισόδημα 14.000 ευρώ τον
χρόνο, η κλίμακα
φορολογίας ενοικίων
βγάζει φόρο 3.252,5 ευρώ
και ο εταιρικός
συντελεστής του 22%
βγάζει φόρο 3.740 ευρώ.
Αν πάλι ανεβούμε σε ένα
ποσό της τάξεως των
25.000 ευρώ τον χρόνο, ο
φόρος με την κλίμακα των
φυσικών προσώπων
διαμορφώνεται στα 5.912
ευρώ, ενώ ο ενιαίος
φορολογικός συντελεστής
χρεώνει τον
φορολογούμενο με 5.500
ευρώ. Βέβαια, στα
ενοίκια δεν είναι ο
φόρος η μοναδική
σημαντική παράμετρος. Η
φορολόγηση στο όνομα
φυσικού προσώπου δεν
επιτρέπει την αναγνώριση
δαπανών που μπορούν να
σχετίζονται με την
εκμετάλλευση του
ακινήτου (ειδικά στις
βραχυχρόνιες μισθώσεις,
οι δαπάνες είναι
σημαντικό ποσό).
Αντιθέτως, στις
προσωπικές εταιρείες και
στα νομικά πρόσωπα οι
δαπάνες αναγνωρίζονται,
άρα μειώνεται η
φορολογητέα ύλη, κατά
συνέπεια και ο φόρος
εισοδήματος. Για να
«μεταφερθεί» το εισόδημα
από ακίνητα, δεν αλλάζει
κυριότητα πάντοτε το
ίδιο το ακίνητο. Πολλές
φορές ο ιδιοκτήτης του
επιλέγει να το
«νοικιάσει» ο ίδιος στην
εταιρεία του και η
τελευταία εμφανίζεται να
εισπράττει το σύνολο του
κανονικού μισθώματος,
αφαιρώντας φυσικά και το
ποσό του ενοικίου που
καταβάλλεται στον
ιδιοκτήτη του ακινήτου
(αλλά και της
εταιρείας).Αυτές οι
πρακτικές εξηγούν σε
πολύ μεγάλο βαθμό τον
λόγο για τον οποίο οι 8
στους 10 ιδιοκτήτες
ακινήτων εμφανίζουν
εισοδήματα από ακίνητα
μέχρι του ορίου των
12.000 ευρώ (είναι το
όριο επιβολής του
χαμηλού συντελεστή 15%
με την κλίμακα των
φυσικών προσώπων). Κάτι
αντίστοιχο ισχύει και με
τις ατομικές
επιχειρήσεις, οι οποίες
στη συντριπτική
πλειονότητά τους
δηλώνουν κέρδη κάτω από
20.000 ευρώ.
Πηγή:
Money Review
|