Παράλληλα, ο δείκτης
Hang Seng στο Χονγκ
Κονγκ έχει ενισχυθεί
κατά 20% από την
ορκωμοσία του Trump,
χάρη σε κινεζικές
κυβερνητικές
πρωτοβουλίες για την
τόνωση της οικονομίας. Ο
μεξικανικός δείκτης IPC
επίσης παρουσιάζει
αύξηση 5%, αψηφώντας
τους δασμούς που έχει
επιβάλει η κυβέρνηση
Trump.
Η
αβεβαιότητα γύρω από την
εμπορική πολιτική του
Trump και οι περικοπές
στον ομοσπονδιακό
προϋπολογισμό
δημιουργούν έντονες
διακυμάνσεις στις
αμερικανικές αγορές,
ωθώντας τους
επενδυτικούς συμβούλους
να προτείνουν στους
πελάτες τους
εναλλακτικές αγορές.
Ακόμα
και χρηματιστήρια που
καταγράφουν πτώση
αποδίδουν καλύτερα από
τον S&P 500. Ο
παγκόσμιος δείκτης FTSE
έχει μειωθεί κατά 2,9%
από την ορκωμοσία του
Trump, κυρίως λόγω των
αμερικανικών μετοχών που
περιλαμβάνει. Παρόμοια,
ο καναδικός δείκτης TSX
έχει υποχωρήσει 2%, ενώ
ο ιαπωνικός Nikkei 225
σημειώνει απώλειες 3,6%.
Τις
τελευταίες εβδομάδες,
εταιρείες της Wall
Street έχουν εκδώσει
αναλύσεις και προτάσεις
προς τους πελάτες τους,
συμβουλεύοντάς τους να
απομακρυνθούν από τις
αμερικανικές αγορές.
Μόνο την προηγούμενη
εβδομάδα, επενδυτές
απέσυραν τουλάχιστον 2,5
δισ. δολάρια από
αμοιβαία κεφάλαια που
επενδύουν σε
αμερικανικές μετοχές.
Αντίθετα, στις πρώτες
εννέα εβδομάδες του
2025, οι εισροές
κεφαλαίων σε αυτά τα
funds είχαν φτάσει
σχεδόν τα 100 δισ.
δολάρια.
Αναλυτές
εκτιμούν ότι οι
ρευστοποιήσεις θα
συνεχιστούν. Κάποιοι
επενδυτές αντιδρούν
άμεσα σε νέες
πληροφορίες, ενώ άλλοι
–ιδιαίτερα όσοι
εστιάζουν στο
μακροπρόθεσμο μέλλον–
ενδέχεται να
μετακινήσουν τα κεφάλαιά
τους σταδιακά. Αν η τάση
αυτή συνεχιστεί, η πίεση
στις ρευστοποιήσεις
μπορεί να αυξηθεί
περαιτέρω, κάτι που ήδη
έχει οδηγήσει τον S&P
500 σε πτώση άνω του 10%
από το πρόσφατο υψηλό
του, φέρνοντάς τον σε
«περιοχή διόρθωσης».
Η
Jitania Kandhari,
στέλεχος της Morgan
Stanley Investment
Management, δήλωσε στους
New York Times
ότι οι αμερικανικές
αγορές είναι τόσο
μεγάλες που η πλήρης
αποχώρηση των ξένων
επενδυτών είναι απίθανη.
Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι
αυτή η τάση μπορεί να
δημιουργήσει αναταραχές
στην αγορά.
Σημείο
καμπής για τη Wall
Street;
Η φυγή
επενδυτών από τη Wall
Street συμβαίνει μετά
από χρόνια κυριαρχίας
των αμερικανικών αγορών,
οι οποίες προσελκούσαν
διεθνείς επενδυτές
αναζητώντας υψηλές
αποδόσεις.
Το 2024,
περίπου 420 δισ. δολάρια
επενδύθηκαν σε funds που
τοποθετούνται σε
αμερικανικές μετοχές,
συμβάλλοντας στην άνοδο
βασικών χρηματιστηριακών
δεικτών και στην
ισχυροποίηση του
τεχνολογικού τομέα.
Σήμερα, σχεδόν τα δύο
τρίτα της
κεφαλαιοποίησης του
παγκόσμιου δείκτη FTSE
αποτελούνται από
αμερικανικές μετοχές, με
εννέα από τις 10
μεγαλύτερες εταιρείες να
εδρεύουν στις ΗΠΑ.
Τους 12
μήνες πριν από τις
προεδρικές εκλογές, ο
S&P 500 κατέγραψε άνοδο
32%, υπερβαίνοντας τις
επιδόσεις των
περισσότερων διεθνών
δεικτών. Ο γερμανικός
DAX ακολούθησε, με άνοδο
27%.
Παρότι
ορισμένοι επενδυτές
εξακολουθούν να
πιστεύουν στη
μακροπρόθεσμη υπεροχή
των αμερικανικών αγορών,
εκφράζονται αμφιβολίες
για το αν η πρόσφατη
έξοδος κεφαλαίων
αποτελεί προσωρινό
φαινόμενο ή την αρχή
μιας πιο βαθιάς αλλαγής.
Η
Ευρώπη, ενδεχομένως, θα
αυξήσει τις κρατικές
δαπάνες, δίνοντας ώθηση
στην οικονομική της
ανάπτυξη. Ωστόσο, αυτή η
άνοδος μπορεί να μην
βασίζεται σε πραγματική
οικονομική ισχύ, αλλά σε
φόβους για ενδεχόμενη
πολεμική σύγκρουση.
Επιπλέον, αν η
αμερικανική οικονομία
επιβραδυνθεί, αυτό
ενδέχεται να
συμπαρασύρει και την
παγκόσμια οικονομία.
«Πιστεύω
ότι τελικά η αβεβαιότητα
θα εκτονωθεί και η
αμερικανική αγορά θα
διατηρήσει τα
πλεονεκτήματά της έναντι
της Ευρώπης και άλλων
περιοχών», δήλωσε στους
New York Times
ο Paul Christophe,
επικεφαλής στρατηγικής
αγορών στη Wells Fargo
Investment Institute.
Άλλοι
επενδυτές, όμως,
αναρωτιούνται αν αυτή
είναι η στιγμή που θα
σημάνει το τέλος μιας
μακράς περιόδου
αμερικανικής ηγεμονίας
στις χρηματιστηριακές
αγορές. «Πιστεύω ότι
αυτή η συζήτηση έχει
ξεκινήσει», ανέφερε η
Kandhari.
Πηγή: The New York Times