Το πρώτο
δεκαπενθήμερο του
Μαρτίου οι μέσες
ημερήσιες συναλλαγές
ήταν της τάξεως των 252
εκατ. ευρώ, δηλαδή
διπλάσιες σε σχέση με
την προηγούμενη χρονιά,
με το επίπεδο να
ανεβαίνει στα 275,6
εκατ. ευρώ το δεύτερο
δεκαπενθήμερο, ήτοι μετά
την αναβάθμιση της
ελληνικής οικονομίας από
τη Moody’s. Ουσιαστικά
όμως οι 18 συνεδριάσεις
του Μαρτίου, έχουν
αλλάξει χέρια σχεδόν 5
τρισ. ευρώ.
Η Moody’s και η
8η Απριλίου
Η αναβάθμιση της
ελληνικής οικονομίας σε
επενδυτική βαθμίδα από
τη Moody’s στις 14
Μαρτίου επιτάχυνε μια
τάση που φαινόταν κατά
τη διάρκεια των ημερών
που προηγήθηκαν. Αρκετά
κεφάλαια διέγνωσαν ότι
ήρθε το πλήρωμα του
χρόνου για να μπει για
τα καλά η ελληνική αγορά
στο ραντάρ τους, κάτι
που επιβεβαιώθηκε και
στις ημέρες που
ακολούθησαν.
Η κίνηση
αυτή πλέον έχει
ενισχύσει τις προσδοκίες
ότι στις 8 Απριλίου,
μετά το κλείσιμο της
αγοράς, θα ανακοινωθεί
εάν το ελληνικό
χρηματιστήριο πάρει την
πολυπόθητη ημερομηνία
για αναβάθμιση σε
Αναπτυγμένη αγορά, από
το καθεστώς Προηγμένης
Αναδυόμενης σήμερα. Και
αυτό διότι τότε θα
είναι η ανακοίνωση του
FTSE Russell, ο οποίος
έχει θέσει την Ελλάδα
στη λίστα παρακολούθησης
του FTSE από τον
Σεπτέμβριο του 2024.
Το
ακμαίο επενδυτικό
ενδιαφέρον αποτυπώνεται
και στο τζίρο, ανάλογα
με αυτές που
παρατηρήθηκαν στους
μήνες του 2009
Όπως
είχε αναφέρει τότε ο
οίκος, η Ελλάδα πληροί
τις ακόλουθες
προϋποθέσεις για την
απόκτηση του καθεστώτος
Αναπτυγμένης Αγοράς
εντός του πλαισίου
ταξινόμησης του FTSE:
• τα 22
κριτήρια ποιότητας των
αγορών FTSE.
• τις
ελάχιστες απαιτήσεις
κεφαλαιοποίησης αγοράς
και τις μέτρησης τίτλων
και
• το
όριο στο κατά κεφαλήν
Ακαθάριστο Εθνικό
Εισόδημα (Μέθοδος Atlas)
να είναι στο «Υψηλό».
Ωστόσο,
ο οίκος είχε βάλει έναν
αστερίσκο, αναφορικά με
την αξιολόγηση του
ελληνικού αξιόχρεου.
Όπως αναφέρει, η Ελλάδα
διατηρεί αξιολόγηση
πιστοληπτικής ικανότητας
«Speculative» (μη
επενδυτικής βαθμίδας) με
βάση τη χαμηλότερη
αξιολόγηση πιστωτικού
κινδύνου από τους τρεις
κύριους οίκους
αξιολόγησης. Για την
κατάταξη της στις
αναπτυγμένες αγορές
απαιτείται όμως η
επενδυτική βαθμίδα, που
δεν θα έχει αρνητικές
προοπτικές.
Ο
αστερίσκος αυτός από τις
14 Μαρτίου όμως έπαψε να
υφίσταται, καθώς ο
οίκος Moody’s αναβάθμισε
σε επενδυτική βαθμίδα
την ελληνική οικονομία,
κλείνοντας τον
κύκλο junk που άνοιξε
κατά τη διάρκεια της
δημοσιονομικής κρίσης
της χώρας.
Και
ουσιαστικά, όσα κεφάλαια
ακολουθούν τους
σχετικούς δείκτες
του FTSE Russell (σαφώς
λιγότερα από εκείνα που
ακολουθούν τους
δείκτες MSCI της Morgan Stanley)
θα κινηθούν αναλόγως,
προσπαθώντας να πάρουν
τις θέσεις που τους
αναλογούν σε μια ούτως ή
άλλως «ρηχή» αγορά, η
προσφορά τίτλων στην
οποία επιβάλει τη
σταδιακή τοποθέτηση.
Η άλλη
όψη
Πριν
ακριβώς ένα χρόνο, τον
Μάρτιο του 2024, η JP
Morgan είχε ταράξει τα
νερά της αγοράς,
υποστηρίζοντας ότι η
αναβάθμιση της Ελλάδας
στις ώριμες αγορές θα
είναι, εκτός από
εξαιρετικά απίθανη, ένας
σημαντικός αρνητικός
καταλύτης. Μάλιστα, την
ανάλυση βάσει της οποίας
το υποστηρίζει, έβαλε
τίτλο «μην αφήνετε μια
κακή ιδέα να καταστρέψει
ένα καλό χρηματιστήριο».
Η
ανάλυσή της στηριζόταν
στο σενάριο της
επιστροφής της Ελλάδας
στους δείκτες MSCI DM
(αναπτυγμένων αγορών),
εξηγώντας ότι η
αναβάθμιση θα
συρρικνώσει το
επενδυτικό σύμπαν (το
ελάχιστο όριο μεγέθους
διπλασιάζεται από EM σε
DM) και θα έκανε την
Ελλάδα τη μικρότερη
αγορά στην MSCI Europe
με 13 μ.β. της MSCI
Europe. Η Ελλάδα θα
είναι μικρότερη από την
Αυστρία ή την
Πορτογαλία, εξηγούσε,
γεγονός που θα της έδινε
ένα μικρό μερίδιο στις
κατανομές των κεφαλαίων.
Πηγή:
Οικονομικός Ταχυδρόμος
|