|
Αν οι ηγέτες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης θέλουν να αντισταθούν στο παγκόσμιο κύμα
λαϊκισμού που απειλεί τις δημοκρατίες τους, οφείλουν να
επανεκκινήσουν μια οικονομία η οποία εδώ και χρόνια αδυνατεί
να προσφέρει ευημερία. Για να το πετύχουν, πρέπει πρώτα να
σταματήσουν να βάζουν μόνοι τους εμπόδια στην πρόοδο.
Οι Ευρωπαίοι
πολίτες τοποθετούν σταθερά την οικονομία ως το σημαντικότερο
ζήτημα. Και αυτό είναι απολύτως εύλογο. Από το 2020, το
εισόδημα του μέσου ενήλικα έχει μείνει πίσω σε σχέση με τον
πληθωρισμό, οι λογαριασμοί ενέργειας παραμένουν περίπου 60%
υψηλότεροι και η συνολική αύξηση της παραγωγής περιορίστηκε
γύρω στο 1,2% κατά μέσο όρο. Το αποτέλεσμα: το επίπεδο
διαβίωσης, όπως αποτυπώνεται στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, βρίσκεται
στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 40 και πλέον ετών
συγκριτικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ανάπτυξη αποτελεί
μονόδρομο αν οι Ευρωπαίοι ηγέτες θέλουν να αντέξουν το
λαϊκιστικό κύμα
Υπάρχει ήδη ένας
σαφής οδηγός για την αντιμετώπιση της κατάστασης: οι
περσινές προτάσεις του Μάριο Ντράγκι, του ιδιαίτερα σεβαστού
πρώην προέδρου της ΕΚΤ, οι οποίες διατυπώθηκαν κατόπιν
αιτήματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σύμφωνα με αυτό το
πλαίσιο, η ΕΕ πρέπει να αυξήσει δραστικά τις παραγωγικές
επενδύσεις – σε υποδομές, καθαρή ενέργεια και νεοφυείς
επιχειρήσεις – κατά πάνω από 750 δισ. ευρώ ετησίως, μέσω
δημόσιων και ιδιωτικών πόρων. Για να συμβεί αυτό, απαιτείται
μεγαλύτερος κοινοτικός προϋπολογισμός, ο οποίος ιδανικά θα
χρηματοδοτείται εν μέρει από κοινά εκδιδόμενα ομόλογα.
Χρειάζεται επίσης ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών των
κρατών-μελών, οι οποίες σήμερα είναι πολύ μικρές και
κατακερματισμένες ώστε να κινητοποιήσουν ιδιωτικό κεφάλαιο
αντίστοιχο με αυτό των ΗΠΑ. Παράλληλα, απαιτείται
περιορισμός της υπέρμετρης ρυθμιστικής επιβάρυνσης, ώστε οι
διαθέσιμοι πόροι να αξιοποιούνται με τη μέγιστη δυνατή
αποτελεσματικότητα.
Ωστόσο, οι
δεσμεύσεις που δόθηκαν υπέρ αυτής της στρατηγικής δεν
μετουσιώθηκαν σε ουσιαστικές ενέργειες, προκαλώντας τη
δυσαρέσκεια του Ντράγκι. Ο νέος μακροπρόθεσμος
προϋπολογισμός της ΕΕ, ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμένει
ελάχιστα μεγαλύτερος από τον προηγούμενο. Η κοινή έκδοση
χρέους περιορίζεται σε ένα αμυντικό ταμείο 150 δισ. ευρώ,
πολύ μακριά από την ευρεία, βαθιά αγορά ομολόγων που λείπει
τόσο πολύ στην Ευρώπη. Η Ένωση Κεφαλαιαγορών παραμένει σε
θεωρητικό επίπεδο, καθώς πολλά κράτη-μέλη –ιδίως η Γερμανία–
αντιτίθενται σε διασυνοριακές τραπεζικές συγχωνεύσεις και σε
κοινό σύστημα εγγύησης καταθέσεων, δύο κρίσιμα στοιχεία για
άρση των χρηματοπιστωτικών εμποδίων. Όσο για τη
γραφειοκρατία, η ΕΕ ανέβαλε ορισμένες απαιτήσεις
περιβαλλοντικών αναφορών, αλλά έχει σημειώσει μικρή πρόοδο
στην κατάργηση διαρθρωτικών φραγμών, όπως οι αποκλίνουσες
φορολογικές, πτωχευτικές και άλλες νομικές ρυθμίσεις.
Το βαθύτερο
πρόβλημα είναι πως οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών δεν
επιθυμούν να παραχωρήσουν εξουσίες. Είναι λογικό να
προτιμούν να διαμορφώνουν τους δικούς τους κανόνες, να
προστατεύουν τις δικές τους τράπεζες και να καθορίζουν πώς
επιτρέπεται να λειτουργούν και να επενδύουν οι επιχειρήσεις
στο έδαφός τους. Φοβούνται ότι η ΕΕ μπορεί να σπαταλήσει τα
χρήματά τους ή να διασώσει καταθέτες αλλού σε βάρος των
δικών τους φορολογουμένων. Ωστόσο, διαθέτουν επαρκή εργαλεία
σε ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε να διαχειριστούν αυτές τις
ανησυχίες – οι οποίες δεν πρέπει να τους τυφλώνουν ως προς
τα οφέλη που η Ένωση μπορεί ακόμη να προσφέρει καλύτερα από
ό,τι κάθε χώρα μόνη της.
Σε κρίσιμες καμπές,
οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν δείξει ότι μπορούν να αφήσουν στην
άκρη τα στενά εθνικά συμφέροντα και να συνεργαστούν, συχνά
με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Στην κρίση χρέους της δεκαετίας
του 2010, κατάφεραν να καθιερώσουν ενιαία τραπεζική
εποπτεία, η οποία έχει αποδειχθεί σε μεγάλο βαθμό
αποτελεσματική. Στην πανδημία, δημιούργησαν ένα κοινό ταμείο
ανάκαμψης που ενίσχυσε την ανάπτυξη και πέτυχε πρόοδο σε
αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Σήμερα καλούνται να
αντιμετωπίσουν μια νέα κρίση – πολιτικής φύσης αυτή τη φορά.
Οι δεξιοί λαϊκιστές, αξιοποιώντας τη δυσαρέσκεια απέναντι
στην αδύναμη διακυβέρνηση, έχουν ήδη συγκεντρώσει αρκετή
εκλογική ισχύ ώστε να περιορίζουν τη δυνατότητα των
παραδοσιακών κομμάτων να κυβερνούν αποτελεσματικά. Αν οι
ευρωπαίοι κεντρώοι δεν συντονίσουν τις προσπάθειές τους ώστε
να επιτύχουν ουσιαστική πρόοδο τα επόμενα χρόνια –ιδίως στην
οικονομία– υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να
περιθωριοποιηθούν.
Κατά διαστήματα
φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται το μέγεθος της απειλής. Η
Γερμανία, για παράδειγμα, έχει μειώσει την αντίστασή της σε
μια ενιαία χρηματοπιστωτική εποπτεία, ενώ ο καγκελάριος
Φρίντριχ Μερτς ζήτησε πρόσφατα τη δημιουργία ενός ενιαίου
ευρωπαϊκού χρηματιστηρίου – δύο θεμελιώδη στοιχεία μιας
πραγματικής ένωσης κεφαλαιαγορών. Ο Μερτς και οι υπόλοιποι
Ευρωπαίοι ηγέτες χρειάζεται τώρα να προχωρήσουν από τις
δηλώσεις στις πράξεις. Μια πιο αποτελεσματική ΕΕ δεν είναι
μόνο θετική για την οικονομική ανάπτυξη· εξυπηρετεί άμεσα
και το εθνικό τους συμφέρον.
|