Ο αντίκτυπος
στο πλεόνασμα
Πάντα για
όποιον δεν διάβασε την έκθεση, πολύ ενδιαφέρον ήτανε τα όσα
αναφέρονται για τη σχέση πληθωρισμού – πρωτογενή
πλεονάσματα.
Ειδικότερα,
στο θέμα των επιπτώσεων του πληθωρισμού στα δημόσια
οικονομικά της Ελλάδας αναφέρεται μία άλλη μελέτη της ΤτΕ,
την οποία συνέταξαν η Σοφία
Λαζαρέτου και ο Γιώργος Παλαιοδήμος.
Κατά κανόνα,
σημειώνουν μια μέτρια αύξηση του πληθωρισμού θεωρείται
ευνοϊκή για τα δημόσια οικονομικά, κυρίως διότι ο
πληθωρισμός αυξάνει τα ονομαστικά φορολογικά έσοδα και,
αυξάνοντας το ονομαστικό ΑΕΠ, διευκολύνει, ceteris
paribus, την αποπληρωμή του χρέους. Πράγματι, η
μεγάλη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέος προς το ΑΕΠ στην
Ελλάδα το 2022 οφείλεται κυρίως στην επιτάχυνση του
πληθωρισμού.
Αρνητικός αντίκτυπος από τον πληθωρισμό
κόστους
Από την
ανάλυσή τους προκύπτει ότι μεσοπρόθεσμα, μετά δηλαδή από 4-5
τρίμηνα, ο
αντίκτυπος του πληθωρισμού στο πρωτογενές δημοσιονομικό
αποτέλεσμα θα εξαρτάται από το είδος της διαταραχής.
Συγκεκριμένα, στην περίπτωση του
πληθωρισμού ζήτησης, ο αντίκτυπος στο πρωτογενές αποτέλεσμα
ως ποσοστό στο ΑΕΠ θα είναι μικρός και συνεπώς δεν
επιδεινώνει τη δημοσιονομική θέση της χώρας.
Αντίθετα,
στην περίπτωση που ο πληθωρισμός
προκαλείται από εξωγενή αύξηση του κόστους (πληθωρισμός
κόστους), η επίπτωση
είναι αρνητική, σημαντική και έχει διάρκεια,
συνδέεται δε μεσοπρόθεσμα με αρνητικές επιδράσεις στην
οικονομική δραστηριότητα και στα φορολογικά έσοδα.
Συνεπώς,
καταλήγουν οι συγγραφείς, «κρίσιμης σημασίας για τον
ποσοτικό και χρονικό προσδιορισμό των επιπτώσεων μιας
αύξησης του πληθωρισμού και κατ’ επέκταση για τον καθορισμό
του είδους της αντίδρασης της οικονομικής πολιτικής, είναι
να διαπιστωθεί εγκαίρως αν η πληθωριστική έκπληξη οφείλεται
σε διαταραχές στη συνολική ενεργό ζήτηση (πληθωρισμός
ζήτησης) ή σε διαταραχές στη συνολική προσφορά προϊόντος
(πληθωρισμός κόστους)». |