|
00:01 - 04/03/24 |
|
|
Ελληνική
Οικονομία
Έχοντας πάρα
πολλές φορές αναφερθεί σε ζητήματα ανταγωνιστικότητας της
ελληνικής οικονομίας, μισθών και μια σειρά άλλων ζητημάτων
που αφορούν την ελληνική οικονομία. Αρκετά “to the point”,
σε σχέση και με τα όσα συνεχώς γράφουμε ήτανε τα όσα έγραψε
σε άρθρο του στον Ο.Τ. ο
Γιάννης Αγουρίδης, γράφοντας χαρακτηριστικά πως αν και η
Ελλάδα κατέκτησε την επενδυτική βαθμίδα ενώ έχει…αφήσει πίσω
της τα μνημόνια ήδη από το 2018, εντούτοις φαίνεται ότι
μένουν ακόμη πολλά να γίνουν προκειμένου να επιστρέψει στα
προ κρίσης επίπεδα. Τόσο το ΑΕΠ όσο και
οι μισθοί υπολείπονται της προ κρίσης εποχής, κάτι που
συνεπάγεται ότι θα πρέπει να διανυθεί ακόμη αρκετή απόσταση,
προκειμένου να επανέλθει μια οικονομική κανονικότητα.
Παράλληλα, τόσο η κατανάλωση των νοικοκυριών όσο και η
αγοραστική δύναμη που παράγεται από τα εισοδήματα παραμένουν
σε χαμηλότερο επίπεδο, κάτι που αποδίδεται σε ένα βαθμό και
στην εκτεταμένη ακρίβεια που επικρατεί σε ολόκληρη την
ελληνική επικράτεια.
Είναι
χαρακτηριστικό ότι Πρόσφατη μελέτη της Eurobank απέδειξε ότι
το ελληνικό ΑΕΠ θα αγγίξει το προ του 2009 εθνικό προϊόν
μετά από πολλά χρόνια. Σύμφωνα με σχετική έρευνα που
προέκυψε από επεξεργασία των εκτιμήσεων του ΔΝΤ και της
ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι το επίπεδο του ελληνικού ΑΕΠ 2023-24
παρά την ονομαστική αύξησή του αρκετά πάνω από τα 200
δισεκατομμύρια (στα 240 δισ. ευρώ και πλέον κατά κυβερνητική
πρόβλεψη για το 2024), το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2024
θα υπολείπεται κατά 15,6% σε σχέση με τα προ κρίσης χρέους
επίπεδα (2007).
Επιπλέον με
βάση τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ το ελληνικό ΑΕΠ σε σταθερές
τιμές θα φθάσει στα επίπεδα του 2007 το μακρινό 2037, δηλαδή
μετά από 13 χρόνια, βάσει των προβλεπόμενων από το Ταμείο
ρυθμών ανάπτυξης.
Πιο
αισιόδοξες είναι οι εκτιμήσεις των διεθνών επενδυτών που από
τον συγκερασμό τους ,όπως παραθέτει το Focus, η επίτευξη του
στόχου προσδιορίζεται για το 2032.
Χαμηλότερα η
κατανάλωση και οι κρατικές δαπάνες
Μεγάλη είναι
ακόμη η απόσταση που χωρίζει την ελληνική οικονομία από την
προηγούμενη κορύφωση, του έτους 2007, σύμφωνα με έρευνα του
Ινστιτούτου LEVY. Όπως προκύπτει, δεκαεφτά χρόνια μετά, το
πραγματικό ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι 19,5% χαμηλότερα, η
κατανάλωση των νοικοκυριών 14% χαμηλότερα, οι κρατικές
δαπάνες 15% χαμηλότερα. Ολα αυτά, παρά το γεγονός ότι οι
εξαγωγές ήταν το 2023 κατά 33% υψηλότερες σε σχέση με το
2007!
Παράλληλα,
οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είναι οι μοναδικοί σε επίπεδο
Ευρώπης που εξακολουθούν να έχουν χαμηλότερο ονομαστικό
μισθό σε σχέση με πριν δέκα χρόνια. Μάλιστα, εάν η σύγκριση
γίνει με τα προ μνημονίων επίπεδα, οι απώλειες φθάνουν στο
17% χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η όποια ζημιά έχει προκαλέσει
ο πληθωρισμός.
Σύγκριση με
τα μνημονιακά χρόνια
Αξίζει δε να
σημειωθεί ότι ακόμη και εν μέσω μνημονίων η Ελλάδα
εξακολουθούσε να διατηρεί τη 14η θέση στην Ευρώπη με βάση
τις μέσες ετήσιες αποδοχές του εργαζομένου με πλήρη
απασχόληση. Σήμερα κατατάσσεται στην 5η θέση από το τέλος
μεταξύ των 27 χωρών-μελών. Ως χώρα, είμαστε πάνω μόνο τη
Βουλγαρία, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία, ενώ με την Πολωνία
οι διαφορές είναι πλέον ελάχιστες.
Το 2013 η
διαφορά ήταν 11.561 ευρώ (17.358 ευρώ η Ελλάδα και 28.919
ευρώ ο μέσος όρος της Ε.Ε.) και στο τέλος του 2022 η
απόσταση έφτασε σε 18.668 ευρώ (16.661 ευρώ η Ελλάδα και
35.329 ευρώ η Ευρωζώνη). Χώρες που είχαν πολύ χαμηλότερες
ετήσιες αποδοχές από την Ελλάδα (Σλοβακία, Κροατία, Λετονία,
Τσεχία, Πορτογαλία, Εσθονία, Λιθουανία) πλέον έχουν
ξεπεράσει τη χώρα μας και προσφέρουν καλύτερους μισθούς.
Αγοραστική
δύναμη
Σημαντικό
ζήτημα αποτελεί και η αγοραστική δύναμη που προκύπτει από
τους μισθούς και βρίσκεται σε άμεση σχέση και με τον
πληθωρισμό που επικρατεί. Σύμφνωνα με σχετικά πρόσφατη
μελέτη της EurobankΤο 2000, η αγοραστική δύναμη του μέσου
μισθού στην Ελλάδα βρισκόταν στο 70% περίπου του αντίστοιχου
της Ευρωζώνης και το 2006 είχε ανέλθει στο 87,2%.
Το 2009,
έτος κατά το όποιο άρχισε να εκδηλώνεται η κρίση χρέους,
βρισκόταν στο 86,4%, προτού μειωθεί απότομα τα χρόνια που
ακολούθησαν. Έκτοτε, και ειδικότερα από το 2018 και έπειτα,
βρίσκεται σε ήπια υποχώρηση (με εξαίρεση το 2020 κατά το
οποίο σημείωσε οριακή άνοδο) ενώ αποκλίνει και από τις
υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με χαρακτηριστικά
συγκρίσιμα με αυτά της Ελλάδας. Το 2022, αντιπροσώπευε το
56,9% του μέσου μισθού στην Ευρωζώνη και ήταν η χαμηλότερη
στο μπλοκ. Άλλωστε, σύμφωνα με την ίδια ανάλυση της
Eurobank, κατά 23,9% χαμηλότεροι σε σχέση με το ιστορικό
υψηλό που είχε καταγραφεί το 2009, πριν φανούν οι επιπτώσεις
της κρίσης χρέους, διαμορφώνονται σήμερα οι μισθοί στην
Ελλάδα. |
|
|
|
Η επιστροφή
Συνεχίζοντας, για να επιστρέψει η ελληνική οικονομία σε δέκα
χρόνια από σήμερα στα προ κρίσης χρέους επίπεδα πραγματικού
ΑΕΠ, θα πρέπει να μεγεθύνεται με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό της
τάξης του 2,2%. Αυτό προϋποθέτει τη διεύρυνση των
παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας, σύμφωνα με άλλη
ανάλυση της Eurobank, μέσω συσσώρευσης φυσικού και
ανθρώπινου κεφαλαίου και μέσω βελτίωσης της συνολικής
παραγωγικότητας. Δηλαδή, θα πρέπει να αντιστραφούν οι
υπάρχουσες τάσεις της μείωσης του φυσικού κεφαλαίου, της
καθαρής εκροής ανθρώπινου κεφαλαίου και της χαμηλής
παραγωγικότητας.
Προσωπικά αν
μας ρωτήσετε για μια, δύο, το πολύ 3 χρονιές η επίτευξη
ανάπτυξης 2,2% είναι πιθανή. Ωστόσο σε επίπεδο δεκαετίας,
πολύ θα θέλαμε να κάνουμε λάθος, αλλά το θεωρούμε πολύ
δύσκολο η ελληνική οικονομία να καταφέρει να επιτυγχάνει
μέση ανάπτυξη 2,2%. Τι σημαίνει αυτό; Πως υπάρχει πιθανότητα
για να επιστρέψουμε σε επίπεδα προ κρίσης να απαιτηθούνε 15
ή και ακόμη περισσότερα χρόνια. |
|
|
|
Σχεδόν
εντυπωσιακό
Αν και
προσωπικά τα νούμερα λίγο πολύ τα ξέρουμε, αφού αφορούν και
έναν αριθμό εισηγμένων εταιρειών. Είναι τουλάχιστον
εντυπωσιακό και ένα σημείο που σίγουρα προβληματίζει, το
γεγονός πως το 30% των εξαγωγών γίνεται από μόλις πέντε
επιχειρήσεις. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρονταν σε δημοσίευμα
του MR – Καθημερινής, χαμηλό παραμένει το εξαγωγικό
αποτύπωμα της πλειονότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και
κυρίως των μικρομεσαίων, παρά το γεγονός ότι σε σύγκριση με
το 2019, την τελευταία προ COVID-19 χρονιά, έχουν αυξηθεί οι
επιχειρήσεις των οποίων τα προϊόντα πωλούνται και εκτός
ελληνικών συνόρων.
Την ίδια ώρα
διαπιστώνεται ότι οι διαδοχικές κρίσεις των τελευταίων ετών,
αν και οδήγησαν συνολικά σε αύξηση των ελληνικών εξαγωγών,
διεύρυναν το χάσμα μεταξύ των πολύ μικρών και των μεγάλων
επιχειρήσεων, με τις πρώτες να συμμετέχουν λιγότερο. Είναι
χαρακτηριστικό ότι σχεδόν το 53% των ελληνικών εξαγωγών
έγινε από τις μεγάλες επιχειρήσεις, με πάνω από 250 άτομα
προσωπικό και μάλιστα σχεδόν το 30% των συνολικών εξαγωγών
της Ελλάδας το 2022 πραγματοποιήθηκε από μόλις 5
επιχειρήσεις. Πρόκειται για τις Μοtor Oil, Elvalhalcor,
Ελινοϊλ, Boehringer Ingelheim Hellas, Mytilineos.
Σύμφωνα με
τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), το
2022 πραγματοποίησαν εξαγωγές συνολικής αξίας 51,75 δισ.
ευρώ 19.154 επιχειρήσεις.
Το 72,3%
(37,39 δισ. ευρώ) πραγματοποιήθηκε από επιχειρήσεις των
τομέων οικονομικής δραστηριότητας «Μεταποίησης», «Παροχής
ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού»,
«Παροχής νερού, επεξεργασίας λυμάτων, διαχείρισης αποβλήτων
και δραστηριοτήτων εξυγίανσης» και «Ορυχείων και λατομείων».
Το 21,9%
(11,32 δισ. ευρώ) της συνολικής αξίας των εξαγωγών
πραγματοποιήθηκε από επιχειρήσεις του τομέα «Χονδρικού και
λιανικού εμπορίου, επισκευής μηχανοκίνητων οχημάτων και
μοτοσικλετών».
Το 5,8%
(3,03 δισ. ευρώ) της συνολικής αξίας των εξαγωγών
πραγματοποιήθηκε από επιχειρήσεις των τομέων «Γεωργίας,
δασοκομίας και αλιείας», «Κατασκευών» και «Λοιπών υπηρεσιών»
(πλην χονδρικού και λιανικού εμπορίου κ.λπ.).
Από την
ανάλυση της κατανομής των επιχειρήσεων με βάση το μέγεθος
της αξίας των συναλλαγών που διενήργησαν, όσον αφορά τις
εξαγωγές, το 29,6% της συνολικής αξίας των εξαγωγών
πραγματοποιήθηκε από 5 συνολικά επιχειρήσεις, το 53,4% από
50 συνολικά επιχειρήσεις, το δε 86% πραγματοποιήθηκε από
1.000 επιχειρήσεις.
Στον
αντίποδα, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, αν και πολύ
περισσότερες, είχαν τη μικρότερη συμμετοχή στη συνολική αξία
των ελληνικών εξαγωγών. Ειδικότερα, εξαγωγές το 2022
πραγματοποίησαν 11.415 πολύ μικρές επιχειρήσεις που
απασχολούν έως 9 άτομα προσωπικό. Η συνολική αξία των
εξαγωγών αυτών των επιχειρήσεων ήταν 4,11 δισ. ευρώ ή μόλις
το 7,9% του συνόλου των εξαγωγών το 2022. Το αντίστοιχο
ποσοστό το 2019 ήταν 7,6%, με τη διαφορά ότι τότε είχαν
κάνει εξαγωγές 10.743 πολύ μικρές επιχειρήσεις, ενώ το 2014,
εν μέσω κρίσης και σε μια περίοδο που οι εξαγωγές αποτέλεσαν
ένα από τα ελάχιστα «σωσίβια» των ελληνικών επιχειρήσεων και
εν γένει της ελληνικής οικονομίας, η συμβολή των πολύ μικρών
επιχειρήσεων στην αξία των συνολικών εξαγωγών ήταν 10,2%. Θα
πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι τότε εξαγωγές είχαν
πραγματοποιήσει 9.434 επιχειρήσεις.
Από τη
διαχρονική εξέταση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι οι
επιχειρήσεις που έχουν ενισχύσει την εξωστρέφειά τους στο
πέρασμα των ετών είναι οι μεσαίου μεγέθους και δη των
κατηγοριών που απασχολούν από 1049 άτομα και από 50 έως 249
άτομα. Οι επιχειρήσεις με 10-49 άτομα προσωπικό (στην ουσία
οι μικρομεσαίες) συνέβαλαν στη συνολική αξία των εξαγωγών το
2022 κατά 13,8% έναντι 12,3% το 2019 και 13% το 2014. Οι
επιχειρήσεις με προσωπικό από 50 έως 249 άτομα
πραγματοποίησαν το 2022 το 21,7% των ελληνικών εξαγωγών
έναντι ποσοστού 20,1% το 2019 και 20,9% το 2014. |
|
|
|
Εισοδήματα
Και σε σχέση
με τα παραπάνω. Όπως έγραφε η Καθημερινή σε πρόσφατο άρθρο
της, μπορεί φέτος να συμπληρώνονται έξι χρόνια από την έξοδο
της χώρας από τα μνημόνια, όμως η επαναφορά των εισοδημάτων
στην προ του 2010 κατάσταση απέχει πολύ από το να γίνει
πραγματικότητα. Ενα στα τρία νοικοκυριά έχει μηνιαίο
εισόδημα έως 1.450 ευρώ, όταν η αντίστοιχη αναλογία το 2008
ήταν περίπου ένα στα τέσσερα, ενώ πλέον μόλις το 11,46% των
νοικοκυριών έχει μηνιαίο εισόδημα πάνω από 3.500 ευρώ,
ποσοστό που το 2008 ήταν διπλάσιο. Οι απόλυτοι αριθμοί είναι
ακόμη πιο αποκαλυπτικοί: το 2008 υπήρχαν 907.176 νοικοκυριά
με εισόδημα πάνω από 3.500 ευρώ, το 2018 μόλις 280.970 και
το 2022, 471.151.
Αντιστρόφως, ενώ το 2008 μόλις το 4,75%
των νοικοκυριών είχε εισόδημα έως 750 ευρώ, το ποσοστό αυτό
ήταν 12,75% το 2018. Από το 2021 διαμορφώνεται σε επίπεδα
κάτω του 10% (7,64% το 2022), όμως υπάρχει ακόμη μεγάλη
απόσταση να διανυθεί σε έναν δρόμο που παρά την ανάκαμψη της
εθνικής οικονομίας δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.
Η κατάσταση αυτή σαφώς επηρεάζει και
την κατανάλωση, με τις μηνιαίες δαπάνες αφενός να είναι
σημαντικά μειωμένες σε σύγκριση με την προ μνημονίου εποχή
και αφετέρου εστιασμένες κυρίως στα είδη διατροφής και στη
στέγαση με τις δαπάνες για είδη ένδυσης και υπόδησης και
άλλες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών να βρίσκονται σε
διαρκή πτώση με ό,τι αυτό σημαίνει και για τις λιανεμπορικές
επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτές τις κατηγορίες.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα τελευταία
διαθέσιμα στοιχεία από τις έρευνες οικογενειακών
προϋπολογισμών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ),
όπως αυτά αναλύονται στην ετήσια έκθεση ελληνικού εμπορίου
2023 της ΕΣΕΕ (Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και
Επιχειρηματικότητας) το μερίδιο της κατώτερης εισοδηματικής
κατηγορίας «μέχρι 750 ευρώ», από 4,75% που ήταν το 2008,
αυξάνεται σε 12,75% το 2018. Το στοιχείο αυτό αντανακλά τις
επιπτώσεις της κρίσης και των πολιτικών των μνημονίων, ως
προς την κατανομή των εισοδημάτων. Ωστόσο, κατά το διάστημα
της τετραετίας 2019-2022, η συμμετοχή των νοικοκυριών στην
εισοδηματική κατηγορία «μέχρι 750 ευρώ» σημειώνει σταδιακή
συρρίκνωση, φτάνοντας στο 7,64%, το 2022.
Παρόμοια κατανομή παρουσιάζει και η
εισοδηματική κατηγορία των νοικοκυριών με μηνιαίο συνολικό
εισόδημα «από 751 έως 1.100 ευρώ», καθώς από 17,94% που ήταν
το 2018, μειώνεται στο 11,46% το 2022. Το ίδιο ισχύει και
για την τρίτη εισοδηματική κατηγορία («από 1.101 έως 1.450
ευρώ»), η οποία, από 16,71% το 2018, μειώνεται στο 14,46% το
2022. Με άλλα λόγια, το μερίδιο των χαμηλότερων
εισοδηματικών κατηγοριών στο σύνολο των νοικοκυριών
μειώνεται σημαντικά, στοιχείο που σηματοδοτεί τη βελτίωση
των εισοδημάτων συνολικότερα, όμως απέχει ακόμη πολύ από την
επαναφορά στην προ μνημονίων εποχή, που είναι άγνωστο τελικά
εάν και πότε θα επιτευχθεί.
Στη διάρκεια αυτών των ετών μεταβλήθηκε
σημαντικά τόσο το ύψος όσο και η κατανομή των μηνιαίων
δαπανών. Ετσι, ενώ το 2008 η μέση μηνιαία δαπάνη των
νοικοκυριών ήταν 2.117,7 ευρώ, το 2022 είχε φτάσει τα
1.600,3 ευρώ, καταγράφοντας συνολική πτώση της τάξης του
24,4%.
Σε ό,τι αφορά ειδικά τις αγορές αγαθών,
είναι σαφές ότι όσο το εισόδημα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα
τόσο μεγαλύτερη βαρύτητα θα έχουν οι δαπάνες για είδη
διατροφής. Ετσι, η εν λόγω δαπάνη ενώ το 2008 αποτελούσε το
16,4% του συνόλου, το 2022 έφτασε να αποτελεί το 20,9%. Από
την άλλη η δαπάνη για είδη ένδυσης από 6,26% το 2008
αντιστοιχούσε μόλις στο 3,64% των συνολικών δαπανών το 2022,
η δαπάνη για είδη υπόδησης από 1,96% το 2008 σε 1,19% το
2022, ενώ η δαπάνη για οικιακές συσκευές από 0,79% το 2008
σε 0,62% το 2022. |
|
|
|
Ο
Κασσελάκης, ο Πολάκης και τα λάθη που πληρώνονται
Όπως τώρα
έγραψε ο Βηματοδότης, άρχισαν τα όργανα στην Κουμουνδούρου
μετά το εκρηκτικό συνέδριο και την επιβεβαίωση της
εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Στέφανου Κασσελάκη.
Καρατομήσεις, ανακατατάξεις και αλλαγές σε πρόσωπα σε
κομβικές θέσεις στο κόμμα και στην Κοινοβουλευτική Ομάδα
επιφύλαξε ο Stefanos, ο οποίος το πρωί (στον ANT1 και στον
Λιάγκα) έλεγε ότι η σχέση του με τον Παύλο Πολάκη -στον
οποίο οφείλει στην πραγματικότητα το ότι είναι αρχηγός-
είναι καλή και ότι όπου πάει τον εκθειάζουν («ακόμα και στις
Σπέτσες οι γείτονές μου ζητούσαν τον Παύλο για συμβουλές»,
είπε χαρακτηριστικά, προφανώς εννοώντας τις ιατρικές
συμβουλές του) και το βράδυ τον «έκοβε» από υπερσυντονιστή
των Τομέων της Κ.Ο., υποβιβάζοντάς τον στην θέση που είχε
και στο παρελθόν ως τομεάρχης Διαφάνειας.
Ήταν θέμα
χρόνου να «πληρώσει» ο κ. Πολάκης για την αποχή του από την
ψηφοφορία για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. «Έκανε λάθος
που απείχε», είπε ο κ. Κασσελάκης. Και ως γνωστόν τα λάθη
πληρώνονται… Το ερώτημα είναι πώς θα το πάρει ο «αψύς
Σφακιανός», ο οποίος έχει «τον δικό του Θεό» και δεν
υπολογίζει τίποτα και κανέναν. Αλλά αυτό θα φανεί σύντομα,
οπότε θα είμαι σε καλύτερη θέση να διαγνώσω τις πραγματικές
προθέσεις του βουλευτή Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο
αντικατέστησε ο Γιάννης Σαρακιώτης (με αναπληρώτρια την
Ραλλία Χρηστίδου). |
|
|
|