| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

 

00:01 - 04/10/22

 

 

Προϋπολογισμός

 

Θα ξεκινήσουμε με τα της ελληνικής οικονομίας και των τελευταίων προβλέψεων που προβλέπονται στο προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2023.

 

Θα μείνουμε κυρίως σε δύο πράγματα. Κυρίως στην εκτίμηση για πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ το 2023 (η ανάπτυξη εκτιμάτε στο 2,1%). Μένουμε σε αυτό, επαναλαμβάνοντας την ανησυχία που έχουμε εκφράσει. Πως ενόψει της σταδιακής σύσφιξης της δημοσιονομικής πολιτικής κατά τα επόμενα χρόνια, ειλικρινά δεν ξέρουμε πως η ελληνική οικονομία θα επιστρέψει σε πλεονάσματα άνω του 1 με 1,5% που θα απαιτηθούνε, στα πλαίσια και των συμφωνιών που υπάρχουνε για το χρέος. Και ακόμη και μετά από κάποια αναθεώρηση αυτών των στόχων, θεωρούμε πολύ δύσκολη την επιστροφή σε σχετικά υψηλά πλεονάσματα, χωρίς επιπρόσθετα μέτρα, με επιστροφή ενδεχομένως κάποιον από τα μέτρα που αποσύρθηκαν τα τελευταία 1-2 χρόνια. Ακόμη και το 0,7% που εκτιμάται για του χρόνου, δε θα είναι καθόλου εύκολο. Ξέρουμε πως αυτά μπορούνε να ακούγονται αρκετά απαισιόδοξα. Ωστόσο αυτό πιστεύουμε. Και όλοι καταλαβαίνουμε τι θα μπορούσε να σημαίνουνε όλα τα παραπάνω και η πίεση για τη λήψη νέων μέτρων από το 2023 και κυρίως 2024.

 
 

 

Επιμένουμε

 

Θα μείνουμε όμως και σε κάτι άλλο και θα επιμείνουμε στο ότι είναι υπερβολικό να πανηγυρίζουμε για την ανάπτυξη σε εποχή τόσο υψηλού πληθωρισμού, με ΔτΚ 8,8% και αποπληθωριστή ΑΕΠ 9,1% για φέτος. Και μόνο τον τρόπο υπολογισμού να δει κανείς διαπιστώνει αμέσως πως μιλάμε κυρίως για μια ανάπτυξη που έχει σχέση με τον πληθωρισμό. Το πιο βασικό μιλάμε για μια αρνητική πραγματική ανάπτυξη τόσο κατά τη φετινή, όσο όμως και την επόμενη χρονιά. Θα θέλαμε λοιπόν να βλέπαμε μια ισχυρή πραγματική ανάπτυξη και όχι μια ονομαστική ανάπτυξη, την ώρα που στην οικονομία μιλάμε για τόσο μεγάλο πληθωρισμό. Γιατί αυτό που μετράει είναι η πραγματική και όχι η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ.  

 

 

 

Δημογραφικό

 

Έχοντας γράψει πως το δημογραφικό είναι ίσως το σοβαρότερο πρόβλημα που ήδη αντιμετωπίσει και θα αντιμετωπίσει ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια η χώρα και η Ελληνική Οικονομία. Πάμε να δούμε τα όσα αναφέρονταν σε μια τελευταία έκθεση – ανάλυση - άρθρο:

 

Κατά 1004% θα αυξηθούν ως το 2050 οι υπεραιωνόβιοι, ενώ πάνω από 350% θα αυξηθούν μέχρι τότε και οι υπερήλικες άνω των 85 ετών. Όσο για τους άνω των 65 ετών, προβλέπεται αύξηση 188%. Την ίδια περίοδο, ο πληθυσμός μέχρι 64 ετών θα αυξηθεί μόλις κατά 22%.

 

Με τις παραπάνω εκτιμήσεις του ΟΗΕ για την προοπτική εξέλιξης του παγκόσμιου πληθυσμού από το 2010 ως το 2050, ο εν δυνάμει οικονομικά ενεργός πληθυσμός (πολίτες ηλικίας 20-69 ετών) θα μειωθεί από 7 εκατομμύρια το 2015 σε 4,8-5,5 εκατομμύρια το 2050. Ο πραγματικός οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί από 4,7 εκατομμύρια το 2015 σε 3-3,7 εκατομμύρια.

 

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα και η Ιταλία καταγράφουν τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων (9‰), μετά τη Γερμανία (8,4‰) και την Πορτογαλία (8,5‰).

 

Μείωση πληθυσμού και παιδιών

 

Εξαιτίας της υπογεννητικότητας, της γήρανσης του πληθυσμού και του αρνητικού ισοζυγίου μετανάστευσης, αναμένεται μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας από 11 εκατομμύρια το 2013 σε 8,3 – 10 εκατομμύρια το 2050. Η ελάττωση του πληθυσμού θα κυμανθεί από 800.000 μέχρι 2,5 εκατομμύρια άτομα.

 

Ο πληθυσμός των παιδιών σχολικής ηλικίας (από 3 μέχρι 17 ετών) θα μειωθεί από 1,6 εκατομμύρια σήμερα σε 1,4 εκατομμύρια (αισιόδοξο σενάριο) έως 1 εκατομμύριο (απαισιόδοξο σενάριο) το 2050. Το 2020 ένα στα 7 παιδιά που γεννήθηκαν στη χώρα μας είχαν έναν τουλάχιστον αλλοδαπό γονιό.

 

Ο πληθυσμός της χώρας μειώνεται σε απόλυτους αριθμούς ετησίως συνεχώς από το 2011, οπότε και για πρώτη φορά ο αριθμός των γεννήσεων και των μεταναστευτικών ροών προς τη χώρα υπολείπεται του αριθμού των θανάτων και της μετανάστευσης Ελλήνων στο εξωτερικό.

 

Υπογεννητικότητα

 

Η υπογεννητικότητα είναι χρόνιο πρόβλημα για τη χώρα μας.

 

Ο μέσος όρος ολικής γονιμότητας, δηλαδή παιδιών ανά ζεύγος, είναι 1,26, σταθερός τα τελευταία χρόνια, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 1,49.

 

Επισημαίνεται ότι για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός πρέπει ο δείκτης γονιμότητας να είναι πάνω από 2,1.

 

Τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών αντιπροσωπεύουν σήμερα στη χώρα μας ποσοστό πάνω από το 21,3% του πληθυσμού και σύμφωνα με τις προβλέψεις το 2030 θα είναι περίπου το 30% του πληθυσμού, ενώ το 2050 θα πλησιάσουν το ένα τρίτο του πληθυσμού.

 

Αντίθετα, το αντίστοιχο ποσοστό των ατόμων ηλικίας 0-14 ετών είναι σήμερα περίπου 14% και αναμένεται να υποχωρήσει το 2050 στο 10-12%.

 

Αντίστοιχα, η μέση ηλικία, που ήταν 26 έτη το 1951 και που είναι 44 έτη σήμερα, αναμένεται να αυξηθεί και να αγγίξει τα 50 έτη.

 

«Αυτή η δημογραφική γήρανση -κοινή σε όλες τις δυτικού τύπου χώρες- προκαλεί πολλά προβλήματα ιατρικά, κοινωνικά, οικογενειακά, οικονομικά, ασφαλιστικά, κ.ά. που θα προσλάβουν εκρηκτικές διαστάσεις στις προσεχείς δεκαετίες», επισημαίνει η Ελληνική Γεροντολογική και Γηριατρική Εταιρεία (ΕΓΓΕ) που φέτος αφιερώνει την Παγκόσμια Ημέρα των Ηλικιωμένων στην ενεργό γήρανση, μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις παγκοσμίως.

 

Δεκαετία Υγιούς Γήρανσης

 

Όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της ΕΓΓΕ καθ. Ιωάννης Καραϊτιανός, «Βλέποντας όλα τα παραπάνω στοιχεία αντιλαμβανόμαστε ότι το στοίχημα για υγιή γήρανση πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα σε όλες τις χώρες. Στο πλαίσιο αυτό, ο ΟΗΕ κήρυξε επίσημα τη δεκαετία 2021-2030 ως «Δεκαετία υγιούς γήρανσης», μία πρωτοβουλία παγκόσμιας συνεργασίας όλων των φορέων που ασχολούνται με την υγεία, κυβερνήσεων, διεθνών οργανισμών, ιδιωτικού τομέα, επαγγελματιών υγείας, μέσων μαζικής ενημέρωσης και επικοινωνίας, ακαδημαϊκής και πανεπιστημιακής κοινότητας και κοινωνίας των πολιτών, με στόχο τη βελτιστοποίηση της «λειτουργικής ικανότητας» των ηλικιωμένων και της μακροζωίας, αλλά με υγιή και ευχάριστο τρόπο.

 

Βέβαια κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολα εφαρμόσιμο, αν αναλογιστούμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ηλικιωμένων παγκοσμίως ζει σε χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος, ενώ πολλοί από αυτούς δεν έχουν πρόσβαση ούτε στους βασικούς πόρους και υπηρεσίες.

 

4 τομείς δράσης

 

Σύμφωνα με τον κ. Καραϊτιανό, η «Δεκαετία Υγιούς Γήρανσης», την οποία ήδη διανύουμε εστιάζει σε 4 βασικούς τομείς δράσης:

 

τη δημιουργία φιλικών προς την τρίτη ηλικία κοινωνιών και περιβάλλοντος που επιτρέπουν την πρόσβαση σε συστήματα υγείας, στην τεχνολογία, σε υπηρεσίες και προϊόντα που μπορούν να κάνουν ευκολότερη τη ζωή των ηλικιωμένων ατόμων

την αντιμετώπιση των ηλικιακών διακρίσεων, του λεγόμενου «ageism», που αποκλείει τους μεγαλύτερους ανθρώπους από την ενεργό δράση με μόνο κριτήριο την ηλικία και όχι τις ικανότητες, τη γνώση ή και την εμπειρία

την παροχή της ολοκληρωμένης φροντίδας, που αφορά σε όλες τις υπηρεσίες υγείας στο πεδίο της πρόληψης, της θεραπείας και της αντιμετώπισης ασθενειών με χαμηλό κόστος για τους ηλικιωμένους και

την πρόσβαση στη μακροχρόνια φροντίδα, η οποία απευθύνεται σε άτομα μη αυτοεξυπηρετούμενα με ανάγκη για μόνιμη υποστήριξη και υποβοήθηση.

 

Όλοι οι παραπάνω τομείς έχουν στόχο να βοηθήσουν τα άτομα της τρίτης ηλικίας να έχουν ένα καλό επίπεδο ζωής, με ίσα δικαιώματα και ευκαιρίες με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες και πάνω απ’ όλα να διαβιώνουν με αξιοπρέπεια». 

 
 

 

Είναι πιο σοβαρό πρόβλημα από ότι πιστεύουμε

 

Αρκετές φορές από αυτήν την στήλη έχουμε αναφερθεί στη γενική μιζέρια, όπως δείχνουνε τα νούμερα, η οποία επικρατεί στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Μάλιστα έχουμε σταθεί στη συνεχή αυξανόμενη ανισότητα, έχοντας γράψει χαρακτηριστικά πως ένα μικρό μέρος του ελληνικού λαού, περίπου 5 με 7% είναι σε καλή οικονομική κατάσταση. Και το υπόλοιπο 93% βρίσκεται σε πραγματικά πολύ μέτρια οικονομική κατάσταση, η οποία συνεχώς επιδεινώνεται.

 

Επί της ουσίας αναφερθήκαμε χθες σε αυτά τα στοιχεία. Αξίζει όμως να διαβάσει κανείς και τον ωραίο τρόπο που τα επεξεργάστηκε η Καθημερινή.

 

Ειδικότερα:

 

Όσα ξοδεύει ένα φτωχό νοικοκυριό για τα είδη διατροφής μέσα σε ένα μήνα ξοδεύει ένα πλούσιο νοικοκυριό για τα είδη ένδυσης και υπόδησης. Οι δαπάνες, δε, για μεταφορές ενός πλούσιου νοικοκυριού αποτελούν το 84% της συνολικής μηνιαίας ισοδύναμης δαπάνης ενός πολύ φτωχού νοικοκυριού. Την ίδια ώρα, τα στοιχεία δείχνουν ότι τα πολύ φτωχά νοικοκυριά στηρίζονται μόνο στη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, καθώς συνολικά στον τομέα της εκπαίδευσης κατευθύνεται μόλις το 0,9% των δαπανών τους, ενώ σε δεύτερη μοίρα έρχονται και οι δραστηριότητες αναψυχής και πολιτισμού.

 

Η ύπαρξη οικονομικών ανισοτήτων είναι αν μη τι άλλο διαχρονικό φαινόμενο. Ωστόσο, τα στοιχεία της Ερευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών με βάση τα εισοδήματα και τις δαπάνες του 2021 που ανακοίνωσε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) αποκαλύπτουν στην πραγματικότητα ότι ο δεύτερος χρόνος της πανδημίας με τις βαριές οικονομικές συνέπειές του και η απαρχή της πληθωριστικής κρίσης διεύρυναν περαιτέρω την ψαλίδα.

 

Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτά τα στοιχεία, το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,2 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (4,8 για το 2020). Αν και η απόσταση μειώνεται σε 4,1 φορές όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη και οι λεγόμενες τεκμαρτές δαπάνες, όπου περιλαμβάνονται και αγαθά και υπηρεσίες που μπορεί να έχει ένα νοικοκυριό από δική του παραγωγή ή κατάστημα, παραμένει γεγονός ότι είναι και πάλι μεγαλύτερη σε σύγκριση με την αντίστοιχη του 2020 (3,5 φορές). Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2020 κατά 2,6%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 10,7%, με τη μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη στην πρώτη περίπτωση να διαμορφώνεται σε μόλις 336 ευρώ και σε 1.744,24 ευρώ στη δεύτερη περίπτωση. Διευκρινίζεται εδώ ότι ισοδύναμη δαπάνη δεν είναι η ακριβής δαπάνη που κάνει ένα νοικοκυριό, αλλά η συνολική δαπάνη του νοικοκυριού μετά τη διαίρεσή της με το ισοδύναμο μέγεθος του νοικοκυριού. Το ισοδύναμο μέγεθος του νοικοκυριού υπολογίζεται με βάση την τροποποιημένη κλίμακα του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με την οποία ορίζεται συντελεστής στάθμισης 1 για τον πρώτο ενήλικο, 0,5 για τον δεύτερο ενήλικο και τα παιδιά 14 ετών και άνω, και 0,3 για τα παιδιά κάτω των 14 ετών.

 

 

Τα πολύ φτωχά νοικοκυριά δαπανούν πάνω από το 1/3 του μηνιαίου προϋπολογισμού τους (34,8%) για την αγορά τροφίμων, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 13,9%. Και μπορεί σε απόλυτα ποσά να είναι υπερδιπλάσιο στη δεύτερη περίπτωση (117 ευρώ έναντι 243 ευρώ σε όρους ισοδύναμης δαπάνης), όμως η επιβάρυνση στην πραγματικότητα, ειδικά από μια αύξηση των τιμών των τροφίμων, είναι πολύ μεγαλύτερη για τα φτωχά νοικοκυριά. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι φέτος οι τιμές των τροφίμων έχουν αυξηθεί κατά 13% θέτει ζήτημα επιβίωσης για τις ευάλωτες οικονομικά ομάδες της ελληνικής κοινωνίας.

 

Το κόστος στέγασης

 

Και εάν οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα είναι ο ένας «πονοκέφαλος» για τα χαμηλά εισοδήματα, ο άλλος είναι οι δαπάνες για τη στέγαση. Τα πολύ φτωχά νοικοκυριά δίνουν σχεδόν το 23% του προϋπολογισμού τους για δαπάνες στέγασης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα πλουσιότερα νοικοκυριά είναι μόλις 12,2%.

 

Πού κατευθύνεται το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών για τους πλουσιότερους; Στις μεταφορές πηγαίνει το 16,2% της μηνιαίας ισοδύναμης δαπάνης (283 ευρώ), καθώς διαθέτουν συχνά πολλά Ι.Χ., αλλά κάνουν και αεροπορικά ταξίδια για δουλειά ή διασκέδαση, κάτι που απουσιάζει εντελώς από την καθημερινότητα των φτωχών νοικοκυριών. Μεγάλο μέρος των δαπανών των πιο πλούσιων κατευθύνεται στην εστίαση και στα ξενοδοχεία (10,8% του προϋπολογισμού έναντι 4,6% για τους πιο φτωχούς). Σε απόλυτους αριθμούς το χάσμα είναι πολύ μεγαλύτερο: 188 ευρώ στην περίπτωση των πλουσίων, αλλά μόλις κάτι λιγότερο από 16 ευρώ στην περίπτωση των φτωχών.

 

Η νέα φάση φτωχοποίησης που πιθανόν φέρνουν οι δύο διαδοχικές κρίσεις, η πανδημική και στη συνέχεια η πληθωριστική, φαίνεται και από το γεγονός ότι το 2021 αυξήθηκε το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας στο 17,1% το 2021 από 15,6% το 2020.

 

Γενικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, κατά το έτος 2022, ανήλθε στα 17.037,48 ευρώ (1.419,79 τον μήνα), καταγράφοντας αύξηση σε τρέχουσες τιμές 6,6% και σε σταθερές τιμές 1,4% σε σχέση με το έτος 2020, στοιχείο που δείχνει την επίδραση των ανατιμήσεων, οι οποίες έκαναν την εμφάνισή τους από το δεύτερο εξάμηνο του 2021. Tο μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, σε τρέχουσες τιμές, αφορά: τα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (22%), τη στέγαση (14,7%) και τις μεταφορές (12,7%), ενώ το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,4%) αντιστοιχεί στις υπηρεσίες εκπαίδευσης.

 
 

 

Σοκαριστικό

 

Κλείνοντας, να σταθούμε σε κάτι το οποίο αναφέρονταν σε μια από τις τελευταίες αναλύσεις του ΔΝΤ. Κάτι το οποίο όπως και αν το δει κανείς είναι πραγματικά σοκαριστικό, όσο και αν νιώθουμε πως δε μας αγγίζει.

 

345 εκατομμυρίων ανθρώπων  οι ζωές και τα μέσα διαβίωσης βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο από την οξεία επισιτιστική ανασφάλεια. Και σε όλο τον κόσμο περισσότεροι από 828 εκατομμύρια άνθρωποι πέφτουν για ύπνο πεινασμένοι κάθε βράδυ, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα.

 
 
 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2022 Greek Finance Forum