| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

 

00:01 - 12/06/23

 

Εντυπωσιακό

Θα ξεκινήσουμε κάπως διαφορετικά την εβδομάδα. Γνωρίζουμε πως στην αγορά εργασίας έχουνε συντελεστεί ιστορικές αλλαγές κατά τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά την πανδημία. Αλλά και του νέου τρόπου σκέψης και λειτουργίας στην αγορά εργασίας των νεότερων γενιών.

Δεν κρύβουμε όμως πως βρήκαμε εντυπωσιακό το στατιστικό πως το 15% των εργαζομένων στην Ελλάδα έχει αλλάξει εργοδότη τους τελευταίους έξι μήνες.

Συγκεκριμένα, η τελευταία μελέτη της Randstad δείχνει πως το 15% των εργαζομένων στην Ελλάδα έχει αλλάξει εργοδότη τους τελευταίους έξι μήνες, ποσοστό ελαφρώς μεγαλύτερο από το 2022 (13%), ενώ και το 23% των εργαζομένων που συμμετείχε στην έρευνα, εμφανίστηκε πρόθυμο να το πράξει εντός του 2023.

Μάλιστα το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 27%, στους εργαζομένους ηλικίας 18-34 ετών, με την έρευνα να αποτυπώνει τη διαφορετική προσέγγιση στην εργασία των νεότερων γενιών εργαζομένων. Πρόκειται για μια μεγάλη μερίδα εργαζομένων που έχουν κάνει την εμφάνισή τους και στην Ελλάδα, έχουν επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές τους, δεν διστάζουν να αποχωρήσουν από την εργασία τους εάν δεν ανταποκρίνεται πλέον στις ανάγκες και στις αξίες τους, δεν θέλουν πια μια δουλειά μόνο για τον μισθό, ο οποίος μάλιστα συνήθως είναι σημαντικά χαμηλότερος από το κόστος ζωής και δεν επιθυμούν να ζουν μόνο για να δουλεύουν.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι οι Ελληνες που γεννήθηκαν μετά τη δεκαετία του ’80 –ανήκουν δηλαδή στις γενιές των Millennials και Generation Z–, οι οποίοι δεν διστάζουν να αλλάξουν το εργασιακό τους περιβάλλον, με στόχο μια νέα, καλύτερη θέση εργασίας, σε αντίθεση με τους γονείς τους που είχαν «παντρευτεί» τη δουλειά τους. Πολλοί εργαζόμενοι μετακινούνται σε κλάδους εργασίας με ευνοϊκότερες οικονομικές αποδοχές ή σε πολλές περιπτώσεις, με εργασιακά περιβάλλοντα που συμβαδίζουν με τις προσωπικές αξίες τους.

Στη μελέτη της Randstad, το 64% των Ελλήνων εργαζομένων θα εξέταζε το ενδεχόμενο να εγκαταλείψει τον εργοδότη του λόγω των χαμηλών αποδοχών, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στις μικρότερες ηλικίες βέβαια (18-24 ετών), εκτός από τους μισθούς προστίθενται και άλλα κριτήρια βάσει των οποίων κάποιος θα άλλαζε εργοδότη, με το μισθολογικό να παραμένει ο βασικός παράγοντας για το 53%.

Συνολικά, η ελληνική αγορά εργασίας φαίνεται να είναι πλέον ελαφρώς πιο ρευστή σε σχέση με το 2022, όταν και ξεκίνησαν οι τεκτονικές αλλαγές στην αγορά εργασίας.

Όπως συνήθως, οι νέοι, έως 34 ετών, αλλάζουν πιο συχνά εργοδότη (21%) ή έχουν την πρόθεση να αλλάξουν (27%). Το φύλο ή το μορφωτικό επίπεδο δεν φαίνεται να παίζουν ρόλο στην απόφαση αλλαγής. Ο φόβος όμως διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Είναι ενδεικτικό ότι το 16% των εργαζομένων φοβάται ότι θα χάσει τη δουλειά του, ποσοστό ελαφρώς μικρότερο από ό,τι το 2022 (19%). Ο φόβος αυτός είναι αισθητά υψηλότερος στη Μακεδονία και στη Θράκη (20%) από ό,τι στην Αττική (14%). Περίπου τρεις στους δέκα (31%) από αυτούς που φοβούνται, δηλώνουν πως σκοπεύουν να αλλάξουν εργοδότη, ποσοστό παρόμοιο με πέρυσι. Ο κυριότερος όμως λόγος για να σκεφτεί κάποιος να φύγει από την εργασία του, είναι το πακέτο παροχών και αποδοχών.

Δύο στους τρεις Ελληνες εργαζομένους (64%) θα εξέταζαν το ενδεχόμενο να εγκαταλείψουν τον εργοδότη τους λόγω των χαμηλών αποδοχών τους ενόψει της αύξησης του κόστους ζωής. Αυτό είναι το υψηλότερο ποσοστό σε σύγκριση με άλλες χώρες και η πρόθεση αυτή διαπερνά κάθε ομάδα, εκτός από τους νεότερους (18-24), από τους οποίους λίγο λιγότεροι (53%) σκέφτονται ανάλογα. Αλλοι παράγοντες που παίζουν επίσης ρόλο εκτός από το να λάβει κάποιος μια προσφορά που δεν μπορεί να αρνηθεί (κάτι που σπάνια συμβαίνει στην πραγματική ζωή) είναι ο φόβος ότι θα χάσουν τη δουλειά τους, η βελτίωση της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, η μείωση του χρόνου μετακίνησης, η έλλειψη ενδιαφέροντος για την εργασία τους ή οι ευκαιρίες εξέλιξης της καριέρας. Οι παράγοντες αυτοί καταγράφονται από το σύνολο των εργαζομένων, όλων των ηλικιών, με αξιοσημείωτη εντούτοις διαφοροποίηση στην προτεραιότητα της βελτίωσης της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, η οποία παραμένει σημαντική μόλις για το 22% των εργαζομένων άνω των 54 ετών.

Ισες ευκαιρίες

Από την έρευνα προκύπτει επίσης ότι οι εργοδότες στην Ελλάδα δεν καλύπτουν την ανάγκη για επαγγελματική ανάπτυξη. Μόνο οι μισοί από τους εργαζομένους που επιθυμούν να αναπτυχθούν, έχουν πραγματικά τις ευκαιρίες να το κάνουν. Σύμφωνα με τη Randstad λοιπόν, εάν οι εργοδότες επιθυμούν να διατηρήσουν το προσωπικό τους, πρέπει να δίνουν ίσες ευκαιρίες τόσο στην επανεκπαίδευση όσο και στην αναβάθμιση δεξιοτήτων, καθώς εκτιμώνται ιδιαίτερα.

Στην Ελλάδα συμμετείχαν 3.547 άτομα, μεταξύ των οποίων Ελληνες φοιτητές, εργαζόμενοι και άνεργοι, ηλικίας από 18 έως 65 ετών, ενώ οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν διαδικτυακά τον Ιανουάριο του 2023.

 

 

Τηλεργασία

Και συνεχίζοντας με την αγορά εργασίας και τα νέα δεδομένα που δημιούργησε η πανδημία. Η προσωπική μας άποψη εδώ και καιρό είναι πως η περιβόητη τηλεργασία δεν ήλθε για να μείνει και πως το μοντέλο δε θα κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια όπως πιστεύουνε οι περισσότεροι. Επίσης συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως με ελάχιστες εξαιρέσεις (λόγω της φύσης της εργασίας), ο μέσο εργαζόμενος δε μπορεί να αποδώσει το ίδιο σε σύγκριση με την αυτοπρόσωπη παρουσία στο γραφείο και αυτό σιγά – σιγά θα αποδειχθεί.  Μάλιστα, στην πορεία του χρόνου, πιστεύουμε πως οι εργαζόμενοι μέσω τηλεργασίας θα έχουνε όλο και χαμηλότερη απόδοση.

Μικρή βέβαια σημασία έχει τι πιστεύουμε εμείς. Πάμε να δούμε τα συμπεράσματα μιας σχετικής έρευνας:

Αποδυναμώνεται, προϊόντος του χρόνου, η τάση της τηλεργασίας στην Ελλάδα. Έχοντας διανύσει τρία χρόνια από την έναρξη της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, η τηλεργασία, το μοντέλο εργασίας που ενσωματώθηκε σε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων παγκοσμίως, καταγράφει μειούμενη τάση: 5% μείωση σε σχέση με πέρσι.

Πρακτικά σήμερα, μόνο το 21% των Ελλήνων εργαζομένων συνεχίζει να εργάζεται εξ αποστάσεως. Με βάση τα πορίσματα της έρευνας Employer Brand της Randstad, το υβριδικό μοντέλο εργασίας έχει μειωθεί από το 48% στο 21%, καταγράφοντας μια διαφορετική τάση, σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. 

Την ίδια στιγμή, πάντως, που η τηλεργασία, την οποία εδραίωσε η πανδημία, αποδυναμώνεται, άλλες τάσεις, που επίσης τροφοδότησε η πανδημική κρίση, παραμένουν. Στη νέα εργασιακή πραγματικότητα οι οικονομικές παροχές, το ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον και τις δυνατότητες εξέλιξης να αποτελούν τα πιο σημαντικά κριτήρια επιλογής εργοδότη. 

Όπως επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα της έρευνας Employer Brand της Randstad, ο μισθός και οι παροχές καθιστούν τον σημαντικότερο παράγοντα για την επιλογή εργοδότη για το 2023, γεγονός που αποτυπώνει και το σημερινό, αυξημένο κόστος διαβίωσης ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού. 

Αναφορικά με τους υπόλοιπους παράγοντες που καθορίζουν την επιλογή εργοδότη, τη δεύτερη θέση της λίστας καταλαμβάνει το ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον, επιβεβαιώνοντας ότι αποτελεί μια τάση που πλέον έχει μετατραπεί ως πάγια προσδοκία από τους εργαζόμενους. 

 
 

Άλλο ένα πράγμα που πηγαίνει καλύτερα του αναμενομένου

Βλέπαμε τα στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού τον Μάιο, όπου καταγράφηκε σημαντική αποκλιμάκωση στο 2,8%. Σε σχέση και με τα όσα είχαμε γράψει την προηγούμενη εβδομάδα για τις τιμές των τροφίμων, θα πούμε πως η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού το Μάιο ήτανε σημαντικότερη του αναμενομένου. Και αν και σίγουρα η ακρίβεια στα τρόφιμα παραμένει, με μεγάλη ικανοποίηση διαπιστώνουμε πως οι εξελίξεις με τον πληθωρισμό είναι ένα ακόμη μέτωπο το οποίο κατά τους τελευταίους μήνες εξελίσσεται καλύτερα του αναμενομένου.

 

 

Τρόφιμα

Με αφορμή όλα τα παραπάνω και όσον αφορά τις τιμές των τροφίμων, πάμε να δούμε την έκθεση της Oxford Economics. Ειδικότερα, οι παγκόσμιες τιμές τροφίμων θα συνεχίσουν να μειώνονται το υπόλοιπο του 2023 και το 2024, αναφέρει σε έκθεσή της η Oxford Economics, τονίζοντας ότι οι πιέσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα εκτονώνονται, τα περισσότερα κόστη εισροών εξομαλύνονται και η προσφορά παραμένει επαρκής. Εκτιμά, ωστόσο ότι παρά τις μειώσεις οι τιμές δεν θα υποχωρήσουν στα προ πανδημίας επίπεδα.

Οι συντάκτες της έκθεσης υπογραμμίζουν ότι οι τιμές των λιπασμάτων παραμένουν πολύ υψηλότερες από ό,τι πριν από την πανδημία.

Αυτός είναι ένας από τους παράγοντες που εμποδίζουν μια μεγαλύτερη πτώση των τιμών βραχυπρόθεσμα, καθώς οι αγρότες περιορίζουν τη χρήση λιπασμάτων και ως αποτέλεσμα θα μειωθούν οι αποδόσεις των καλλιεργειών.

Ομοίως, οι εμπορικοί περιορισμοί, όπως οι δασμοί και οι απαγορεύσεις εξαγωγών, παραμένουν πολύ πιο διαδεδομένοι από ό,τι πριν από την πανδημία και θα αποτελέσουν τροχοπέδη για την ομαλοποίηση των τιμών.

Μακροπρόθεσμες πιέσεις

Μακροπρόθεσμα, η κλιματική αλλαγή πιθανότατα θα ασκήσει ανοδική πίεση στις τιμές των τροφίμων. Η IPCC προβλέπει μέση αύξηση 7,6% για τις τιμές των σιτηρών έως το 2050 λόγω των πιο κοινών ακραίων καιρικών φαινομένων, της αύξησης της θερμοκρασίας και της υψηλότερης συχνότητας ξηρασιών.

«Κατά συνέπεια, ενώ πιστεύουμε ότι οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων θα μειωθούν, θα παραμείνουν 25% υψηλότερες από ό,τι κατά τη δεκαετία πριν από την πανδημία» τονίζει η Oxford Economics.

Η συμφωνία της Μαύρης Θάλασσας

Η έκθεση υπογραμμίζει ότι η ανανέωση της συμφωνίας για τα σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας άσκησε καθοδική πίεση στις παγκόσμιες τιμές των τροφίμων, με τις τιμές του καλαμποκιού και του σιταριού να μειώνονται κατά 7,9% και 2,76 % σε μηνιαία βάση τον Μάιο του 2023, καθώς οι έμποροι αναμένουν πλέον επαρκή επίπεδα προσφοράς τα επόμενα τρίμηνα.

Η επισιτιστική ασφάλεια

Μετά την πρόσφατη άνοδο των τιμών, η επισιτιστική ανασφάλεια έχει επιδεινωθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις να εφαρμόζουν εμπορικούς περιορισμούς, όπως απαγορεύσεις εξαγωγών και δασμούς.

Σύμφωνα με την Oxford Economics, αυτές οι πολιτικές μπορεί να εμποδίσουν την προσφορά τροφίμων μεσοπρόθεσμα, καθώς τα διφορούμενα μηνύματα τιμών δεν επιτρέπουν στις παγκόσμιες αγορές να προσαρμοστούν. Παρόλο που ο αριθμός τέτοιων πολιτικών μειώθηκε το 2023, παραμένει πολύ υψηλότερος από ό,τι πριν από την πανδημία και επομένως αντιπροσωπεύει ένα ακόμη εμπόδιο στην ομαλοποίηση των τιμών.

Λόγω της αύξησης των παγκόσμιων τιμών των τροφίμων, ωστόσο, οι κυβερνήσεις ενίσχυσαν επίσης τις πολιτικές για την ενθάρρυνση των εισαγωγών, όπως επιχορηγήσεις σε παραγωγούς τροφίμων με στόχο τη σταθεροποίηση των τιμών . Τα κίνητρα των επιχορηγήσεων για την υποστήριξη παραγωγών και καταναλωτών αυξάνονται από το 2020 και βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, περιορίζοντας τη μετάβαση από τις υψηλές τιμές των βασικών προϊόντων στους ΔΤΚ.

Οι δύο παράμετροι που εμποδίζουν την πτώση

Μακροπρόθεσμα, οι συντάκτες της έκθεσης πιστεύουν ότι δύο παράγοντες θα αποτρέψουν την πτώση των τιμών στα προ πανδημίας επίπεδα.

Πρώτον, αναμένουν ότι η ζήτηση για βιοκαύσιμα θα παραμείνει πολύ υψηλότερη από τους ιστορικούς μέσους όρους, καθώς οι χώρες έχουν θέσει σε εφαρμογή ευνοϊκά προγράμματα κινήτρων για την παραγωγή βιοκαυσίμων. Η αυξημένη παραγωγή βιοκαυσίμων αντιπροσωπεύει μια επιπλέον πηγή ζήτησης για σόγια και αραβόσιτο και έχει παρακινήσει τους παραγωγούς να απομακρυνθούν από την κατανομή της έκτασης του σίτου. Αυτό σημαίνει επιπλέον ζήτηση για ορισμένες καλλιέργειες και χαμηλότερη προσφορά για άλλες, καθώς οι αγρότες ενθαρρύνονται να αλλάξουν την κατανομή των καλλιεργειών τους.

Δεύτερον, τονίζουν ότι η κλιματική αλλαγή έχει αρνητικές επιπτώσεις στις τιμές των τροφίμων, αυξάνοντας την πιθανότητα καιρικών φαινομένων που διαταράσσουν την προσφορά, όπως ξηρασίες, ερημοποίηση, υψηλότερες θερμοκρασίες και αλλοιωμένα πρότυπα βροχοπτώσεων. Στην πραγματικότητα, η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή προβλέπει αύξηση 7,6% που σχετίζεται με το κλίμα για τις τιμές των σιτηρών έως το 2050, αν και οι κίνδυνοι είναι σαφώς ανοδικοί, με δυσμενή κλιματικά φαινόμενα που ενδέχεται να δημιουργήσουν σημαντική μελλοντική αβεβαιότητα τιμών.

 
 

Στα σκαριά συνάντηση υπουργών Άμυνας Ελλάδας – Τουρκίας

Όπως έγραψε ο Βηματοδότης: «Ψήνεται», μαθαίνω, συνάντηση στο ΝΑΤΟ ανάμεσα στον (υπηρεσιακό) υπουργό Εθνικής Άμυνας στρατηγό έ.α. Αλκιβιάδη Στεφανή και στον τοποθετηθέντα από τον Ερντογάν υπουργό Άμυνας στρατηγό έ.α. Γιασάρ Γκιουλέρ. Η συνάντηση όταν θα πραγματοποιηθεί, θα είναι κυρίως εθιμοτυπική και θα γίνει στο περιθώριο της διϋπουργικής διάσκεψης της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας στις Βρυξέλλες, στις 15 και 16 Ιουνίου. Έτσι οι δύο υπουργοί, με τον τρόπο αυτό, θα επιχειρήσουν να διατηρήσουν το έθιμο των προκατόχων τους Παναγιωτόπουλου και Ακάρ για ανοικτό δίαυλο διαλόγου ανάμεσα στις δύο χώρες. Σημειώνεται ότι με την ανάληψη των καθηκόντων του ο στρατηγός Αλκιβιάδης Στεφανής είχε συγχαρεί τηλεφωνικά τον νέο υπουργό Άμυνας της Τουρκίας. Το μικροπρόβλημα που υπάρχει είναι ότι στρατηγός Γκιουλέρ δεν γνωρίζει αγγλικά, συνεπώς (όταν θα υπάρξει η συνάντηση) θα έχει μαζί του διερμηνέα. Κανένα ρόλο δεν παίζει το γεγονός ότι ο κ. Στεφανής είναι υπηρεσιακός υπουργός Άμυνας, αλλά η ουσία είναι ότι καταβάλλεται προσπάθεια για να παραμείνει ανοιχτός ο δίαυλος επικοινωνίας (ακόμα και με την υπηρεσιακή κυβέρνηση) ανάμεσα στην Αθήνα και την Άγκυρα.

Εκεί όμως που τα βλέμματα της Αθήνας και της Άγκυρας στρέφονται με ενδιαφέρον είναι στην πιθανή συνάντηση στη Λιθουανία (στη Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ) που αναμένεται να έχει στις 11 Ιουλίου ο Κυριάκος Μητσοτάκης (εάν η ΝΔ σχηματίσει κυβέρνηση) με τον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν. Όλες οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για τη συνάντηση αυτή θα γίνουν αμέσως μετά τις εκλογές, με την καινούργια κυβέρνηση.

 
 
 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2023 Greek Finance Forum