00:01 - 13/01/25
|
|
|
|
|
Ελληνική Οικονομία
Σε συνάρτηση με τα
όσα αρκετά συχνά γράφουμε για το πρόβλημα κυρίως της
ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Μείωση των
εξαγωγών για δεύτερο συνεχές έτος και ταυτόχρονα διεύρυνση
του εμπορικού ελλείμματος αναμένεται το 2024, καθώς με βάση
τα στοιχεία του ενδεκαμήνου για τις εμπορευματικές
συναλλαγές της Ελλάδας, η κατάσταση δεν φαίνεται να είναι
αναστρέψιμη. Ακόμη κι αν σημαντικό μέρος της πτώσης της
αξίας των ελληνικών εξαγωγών το 2024 οφείλεται στην
υποχώρηση των τιμών των πετρελαιοειδών, το πρόβλημα του
εμπορικού ελλείμματος δυστυχώς δεν είναι συγκυριακό, καθώς
πέρα από τους έκτακτους παράγοντες οφείλεται σε δύο δομικά
χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας: την ισχυρή εξάρτηση
μεγάλου μέρους των εξαγωγών από συγκεκριμένες χώρες της
Ευρωπαϊκής Ενωσης και κυρίως την ισχυρή εξάρτηση της Ελλάδας
από τις εισαγωγές, τόσο μη διαρκών καταναλωτικών ειδών όσο
και κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, εισαγωγές οι οποίες
ενισχύονται μόλις η χώρα σημειώνει υψηλούς ρυθμούς
ανάπτυξης.
Το τελευταίο
αναμφίβολα έρχεται να επιβεβαιώσει με τη σειρά του ότι
δυστυχώς η αύξηση του ΑΕΠ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην
αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (αποτελεί το 70% του ΑΕΠ),
αλλά και να θέσει υπό αμφισβήτηση πολιτικές που έχουν
εφαρμοστεί κατά καιρούς και ενισχύουν τις εισαγωγές και όχι
εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα. ∆ιαχρονικά επελέγη, για
παράδειγμα, η επιδότηση αγοράς αυτοκινήτων και στη συνέχεια
ψυγείων και κλιματιστικών και μόνο πολύ πρόσφατα η επιδότηση
εγκατάστασης ηλιακών θερμοσιφώνων, οι οποίοι παράγονται στην
Ελλάδα.
Αν και σαφώς
υπάρχει βελτίωση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας,
η οποία ξεκίνησε μες στην οικονομική κρίση, η Ελλάδα
εξακολουθεί να έχει ακόμη σημαντικά υψηλό βαθμό εξάρτησης
από τις εισαγωγές. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση 2024 του
Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, ο δείκτης ισοζυγίου
αγαθών το 2008, λίγο πριν από την εκδήλωση της κρίσης, ήταν
0,35, δηλαδή οι εξαγωγές αποτελούσαν μόλις το 35% των
εισαγωγών, όταν στην Ευρωζώνη ο αντίστοιχος δείκτης ήταν την
ίδια χρονιά 1,02, δηλαδή οι εξαγωγές υπερτερούσαν των
εισαγωγών. ∆εκαέξι χρόνια και τρία μνημόνια μετά, ο δείκτης
ισοζυγίου αγαθών στην Ελλάδα έχει μεν βελτιωθεί αισθητά,
παραμένει δε αρκετά μακριά από τη μονάδα (0,60 το 2023).
Σύμφωνα, λοιπόν, με
τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), η
συνολική αξία των εισαγωγών τον Νοέμβριο του 2024
διαμορφώθηκε σε 7,2 δισ. ευρώ, αυξημένη κατά 3,2% σε
σύγκριση με τον Νοέμβριο του 2023. Εξαιρουμένων των
πετρελαιοειδών η αύξηση των εισαγωγών ήταν 4,9%. Η συνολική
αξία των εξαγωγών διαμορφώθηκε σε 4,02 δισ. ευρώ,
υποχωρώντας κατά 6,5%. Εάν, ωστόσο, αφαιρεθούν τα
πετρελαιοειδή, τα στοιχεία δείχνουν αύξηση των ελληνικών
εξαγωγών κατά 157,5 εκατ. ευρώ ή κατά 5,2% σε σύγκριση με
τον Νοέμβριο του 2023.
Το στοιχείο αυτό
είναι μεν ενθαρρυντικό, όμως δεν αρκεί για να προκαλέσει
αισιοδοξία ή για να περιορίσει την ανησυχία για το
διαχρονικό πρόβλημα του εμπορικού ελλείμματος. Η αύξηση
προήλθε κυρίως από τις εξαγωγές τροφίμων (12,5%), χημικών
(9,6%) και ελαίων (55,2%, καθώς πρόκειται για ποσότητες
ελαιολάδου με αυξημένη ακόμη τιμή). Από την άλλη, στις
εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων και μηχανημάτων καταγράφηκε
μείωση 12,9% και 14,1% αντιστοίχως. Το εμπορικό έλλειμμα,
πάντως, ενισχύθηκε τον Νοέμβριο κατά 18,7%, ενώ αύξηση κατά
4,5% σημείωσε εάν εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή.
Η εικόνα σε επίπεδο
ενδεκαμήνου είναι λιγότερο αισιόδοξη: το εμπορικό έλλειμμα
παρουσιάζει αύξηση 9,9% ή κατά 2,8 δισ. ευρώ και αύξηση 7,8%
ή κατά 1,82 δισ. ευρώ χωρίς τα πετρελαιοειδή.
Οι οιωνοί δεν είναι
καλοί για το 2025, καθώς η επιβολή περαιτέρω μέτρων
προστατευτισμού του εμπορίου, όπως έχει προαναγγείλει ο
νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται να
πλήξει και τις ελληνικές εξαγωγές. Ηδη το 2023 επιβλήθηκαν
παγκοσμίως 2.500 μέτρα επιβλαβή προς το εμπόριο αγαθών,
περίπου τριπλάσια σε σύγκριση με το 2019. Επιπλέον, όπως
επεσήμανε πρόσφατα η Τράπεζα της Ελλάδος στην ενδιάμεση
έκθεση για τη νομισματική πολιτική, «ο αναιμικός ρυθμός
ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία αποτελεί την κύρια
αγορά των ελληνικών εξαγωγών, δεν θα επιτρέψει τη σημαντική
αύξηση των εξαγωγών αγαθών».
Τα όσα συμβαίνουν
στην Ε.Ε. και ειδικά στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της
Ευρωζώνης, τη Γερμανία και τη Γαλλία, επηρέασαν ήδη τις
ελληνικές εξαγωγές το 2024. Στο ενδεκάμηνο Ιανουαρίου –
Νοεμβρίου 2024 η αξία των εξαγωγών προς τις χώρες-μέλη της
Ε.Ε. υποχώρησε κατά 6,6% συμπεριλαμβανομένων των
πετρελαιοειδών και κατά 1,2% εξαιρουμένων των
πετρελαιοειδών. Το 65,3% των ελληνικών εξαγωγών (χωρίς
πετρελαιοειδή) και το 55,2% (με πετρελαιοειδή) κατευθύνεται
στην Ε.Ε.
|
|
|
|
|
|
Μόνο με ακίνητα βιώσιμη ανάπτυξη δε γίνεται
Επειδή πάρα πολλές
φορές, με χαρακτηριστικό τρόπο έχουμε γράψει. Πως μόνο με
αγορές ακινήτων ανάπτυξη δε γίνεται.
Το 2024, η μεγάλη
πλειοψηφία των ξένων άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα
κατευθύνθηκε στον τομέα των ακινήτων, με έμφαση στις
κατοικίες. Από τα συνολικά 3,11 δισ. ευρώ που εισήχθησαν
στην ελληνική οικονομία την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου
2024, σχεδόν 2 δισ. ευρώ (1,92 δισ. ευρώ) επενδύθηκαν στην
αγορά ακινήτων, καταλαμβάνοντας πάνω από το 60% των
συνολικών επενδύσεων.
Όπως σχολίασε και
σε σχετικό δημοσίευμα ο Ο.Τ., αυτό το γεγονός κατατάσσει τον
τομέα των ακινήτων ως τον πιο δυναμικό για τις ξένες
επενδύσεις στην Ελλάδα. Ενώ οι συνολικές ξένες άμεσες
επενδύσεις (ΞΑΕ) παρουσίασαν πτώση, ο τομέας των ακινήτων
παρέμεινε το πιο ισχυρό χαρτί της ελληνικής οικονομίας.
Η αύξηση της
συμμετοχής των ακινήτων στις συνολικές ξένες επενδύσεις
είναι εντυπωσιακή. Στο τρίτο τρίμηνο του 2024, το ποσοστό
των επενδύσεων στην αγορά ακινήτων έφτασε το 62%,
σημειώνοντας αύξηση σε σχέση με το 54,2% του πρώτου εξαμήνου
της χρονιάς. Αυτή η άνοδος αντανακλά τη συνεχιζόμενη
αυξημένη ζήτηση από ξένους επενδυτές που βλέπουν στην Ελλάδα
έναν ελκυστικό και σταθερό προορισμό για την τοποθέτηση των
κεφαλαίων τους. Μάλιστα, οι ξένες επενδύσεις στον τομέα των
ακινήτων αυξήθηκαν κατά 45% στο τρίτο τρίμηνο του 2024 σε
σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2023, φτάνοντας τα 783,7
εκατ. ευρώ, ενώ για το σύνολο του εννεαμήνου ξεπέρασαν τα
1,9 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 17,2% σε σχέση με το
2023.
Οι αιτίες για
την αυξημένη ζήτηση στην αγορά ακινήτων είναι ποικίλες, με
σημαντικότερους παράγοντες τα κυβερνητικά μέτρα που
επηρέασαν την αγορά. Η απαγόρευση δημιουργίας νέων
καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης στο κέντρο της Αθήνας και
η περιορισμένη δυνατότητα αγοράς ακινήτων μέσω του
προγράμματος «χρυσή βίζα» ενεργοποίησαν τους ξένους
επενδυτές, οι οποίοι σπεύδουν να εκμεταλλευτούν τις
υπάρχουσες συνθήκες, προκαλώντας έντονη κινητικότητα, κυρίως
σε περιοχές με υψηλή ζήτηση, όπως η Αθηναϊκή Ριβιέρα και τα
νότια προάστια της Αθήνας.
|
|
|
|
|
|
«Σωτήρας» τα ακίνητα
Ο τομέας των
ακινήτων, λοιπόν, αναδείχθηκε ως «σωτήρας» των ξένων άμεσων
επενδύσεων στην Ελλάδα το 2024. Παρά τη μείωση των συνολικών
ΞΑΕ, ο κλάδος των ακινήτων συνέβαλε στην «διατήρηση» των
επενδύσεων και στην ενίσχυση της οικονομικής σταθερότητας
της χώρας. Συνολικά, οι ΞΑΕ το 2024 ανήλθαν σε 3,112 δισ.
ευρώ, μειωμένες κατά 15% σε σχέση με το 2023, ενώ σε σχέση
με το 2022, καταγράφεται πτώση της τάξης του 51,7%. Ωστόσο,
το 2022 υπήρξε χρονιά ρεκόρ για τις ΞΑΕ με 7,5 δισ. ευρώ,
και η αγορά ακινήτων διατήρησε τη δυναμική της, παρά τις
δύσκολες συνθήκες των τελευταίων δύο ετών.
Αν και οι
προσδοκίες για το μέλλον παραμένουν θετικές, υπάρχουν
προκλήσεις για την ελληνική αγορά ακινήτων. Οι παράγοντες
της αγοράς επισημαίνουν την αυξημένη επιφυλακτικότητα,
κυρίως για τα επαγγελματικά ακίνητα, λόγω της γεωπολιτικής
αστάθειας, των αυξήσεων στο κόστος κατασκευής και των
συνεχιζόμενων νομοθετικών παρεμβάσεων. Επίσης, η
γραφειοκρατία στις μεταβιβάσεις ακινήτων παραμένει ένα
σημαντικό εμπόδιο που επιβαρύνει τη ροή των επενδύσεων.
Θετικές οι
προσδοκίες
Σύμφωνα με την
Τράπεζα της Ελλάδος, οι προσδοκίες για την αγορά ακινήτων το
2025 παραμένουν θετικές, αν και η αγορά ενδέχεται να
αντιμετωπίσει προκλήσεις λόγω των παραπάνω παραμέτρων. Παρά
τις αβεβαιότητες, η αγορά ακινήτων εξακολουθεί να παραμένει
ένας από τους πιο ελκυστικούς και ασφαλείς τομείς για
επενδύσεις στην Ελλάδα, με τις ξένες άμεσες επενδύσεις να
συνεχίζουν να ενισχύουν την ανάπτυξή της και να συμβάλλουν
στη διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας.
Η διατήρηση της
ανταγωνιστικότητας του τομέα ακινήτων στην Ελλάδα, σε
συνδυασμό με τις συνεχείς βελτιώσεις στις υποδομές και την
προσέλκυση διεθνών επενδύσεων, θα συνεχίσει να αποτελεί
σημαντικό παράγοντα για την ανάπτυξή του τα επόμενα χρόνια,
δημιουργώντας νέες ευκαιρίες σε όλη τη χώρα.
|
|
|
|
|
|
Data Centers
Σε ένα διαφορετικό
και ενδιαφέρον θέμα. Η ανάπτυξη ενεργοβόρων data centers
στην Ελλάδα συναντά σοβαρά εμπόδια λόγω της έλλειψης
επαρκούς ενεργειακής υποδομής, ειδικά στα αστικά κέντρα όπως
η Αττική. Η πρόσφατη έρευνα του ΑΔΜΗΕ αποκαλύπτει τον
κορεσμό του δικτύου σε βασικούς επενδυτικούς προορισμούς,
υποδεικνύοντας την ανάγκη αναθεώρησης του χωροταξικού
σχεδιασμού και της κατεύθυνσης επενδύσεων προς την
περιφέρεια.
Βασικά σημεία της
έρευνας:
Ενεργειακή
ανεπάρκεια αστικών κέντρων:
Το δίκτυο της
Αττικής έχει φτάσει στα όριά του, με τις γραμμές 150 kV να
μην μπορούν να υποδεχθούν νέα φορτία.
Οι γραμμές
υπερυψηλής τάσης (400 kV) προσφέρουν μεγαλύτερα περιθώρια
για νέες συνδέσεις, κυρίως στην περιφέρεια.
Κατάλληλες περιοχές
για data centers:
Η Δυτική Μακεδονία
αναδείχθηκε ως ιδανική λόγω υψηλής παραγωγής από
φωτοβολταϊκά και χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας.
Ο σχεδιασμός
επενδύσεων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τόσο την ενεργειακή
επάρκεια όσο και τη συνδεσιμότητα με τηλεπικοινωνιακά
δίκτυα.
Σχεδιαστικά λάθη:
Ορισμένοι επενδυτές
επέλεξαν τοποθεσίες χωρίς να αξιολογήσουν πλήρως την
επάρκεια του ηλεκτρικού δικτύου.
Ο ΑΔΜΗΕ έχει
εκδώσει όρους σύνδεσης για έργα 500 MW σε Αττική και
Κόρινθο, αλλά χρειάζεται ευρύτερος σχεδιασμός.
Αυξημένες
ενεργειακές ανάγκες:
Σύμφωνα με τη
Goldman Sachs, οι ενεργειακές ανάγκες των data centers θα
αυξηθούν κατά 160% έως το 2030, με την κατανάλωση στην
Ευρώπη να φτάνει επίπεδα που αντιστοιχούν στη συνολική
κατανάλωση ενέργειας σε Ελλάδα, Ολλανδία και Πορτογαλία.
Οι αντιδράσεις σε
χώρες όπως η Ιρλανδία και οι περιορισμοί σε πόλεις όπως το
Άμστερνταμ και το Παρίσι αποδεικνύουν τις προκλήσεις για
τέτοιες επενδύσεις.
Ενίσχυση δικτύου
στην Αττική:
Σχεδιάζονται νέες
υποδομές (ΚΥΤ, υποσταθμοί) για την ενίσχυση του δικτύου,
αλλά η υλοποίησή τους εξαρτάται από χρονοβόρες αδειοδοτικές
διαδικασίες.
Προοπτικές και
προκλήσεις:
Η ανάγκη
αναθεώρησης της στρατηγικής για τις επενδύσεις data centers
στην Ελλάδα είναι προφανής. Οι επενδυτές πρέπει να στραφούν
σε περιοχές με ενεργειακή επάρκεια, ενώ παράλληλα απαιτείται
ταχύτερη ενίσχυση του ηλεκτρικού δικτύου και συντονισμένος
σχεδιασμός για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Επιπλέον, καθώς η
τεχνητή νοημοσύνη και οι υπηρεσίες cloud αυξάνουν την
ενεργειακή ζήτηση, η εξισορρόπηση μεταξύ ανάπτυξης και
περιβαλλοντικής ευθύνης γίνεται πιο κρίσιμη από ποτέ.
|
|
|
|
|
|
Κλιματική Αλλαγή
Κλείνουμε με το τεράστιο πρόβλημα της
κλιματικής αλλαγής και μερικά τελευταία data. Τα τελευταία
δύο χρόνια, η μέση αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη
ξεπέρασε το όριο του 1,5°C που είχε τεθεί με τη Συμφωνία του
Παρισιού, όπως αποκαλύπτει το ευρωπαϊκό παρατηρητήριο
Κοπέρνικος. Αυτή η ένδειξη υπογραμμίζει τη συνεχιζόμενη,
χωρίς προηγούμενο στη σύγχρονη ιστορία, άνοδο της
θερμοκρασίας.
Σύμφωνα με την
έκθεση της υπηρεσίας κλιματικής αλλαγής (C3S) του
Copernicus, το 2024 ήταν η θερμότερη χρονιά από το 1850,
όταν ξεκίνησε η καταγραφή θερμοκρασιών. Αν και το 2025 δεν
προβλέπεται νέο ρεκόρ, η βρετανική μετεωρολογική υπηρεσία
εκτιμά ότι η χρονιά θα είναι μία από τις τρεις πιο ζεστές
που έχουν καταγραφεί ποτέ.
Το 2025, όλες οι
κυβερνήσεις πρέπει να παρουσιάσουν νέους οδικούς χάρτες για
τη δράση τους στο κλίμα, σύμφωνα με τη Συμφωνία του
Παρισιού. Ωστόσο, η μείωση των εκπομπών αερίων του
θερμοκηπίου παραμένει ελάχιστη σε ορισμένες ανεπτυγμένες
χώρες, όπως οι ΗΠΑ, όπου μειώθηκαν μόλις κατά 0,2% το 2024.
Η έκθεση του
Κοπέρνικου επιβεβαιώνει ότι τόσο το 2024 όσο και την περίοδο
2023-2024, η αύξηση της θερμοκρασίας ξεπέρασε το όριο του
1,5°C σε σύγκριση με την προβιομηχανική εποχή. Παρόλο που το
φιλόδοξο όριο της Συμφωνίας του Παρισιού δεν έχει
παραβιαστεί μόνιμα, η υπερθέρμανση ξεπερνά ό,τι έχουν
γνωρίσει οι σύγχρονοι άνθρωποι και δεν έχει προηγούμενο εδώ
και 120.000 χρόνια, σύμφωνα με επιστήμονες.
Ο Γιόχαν Ρόκστρεμ,
διευθυντής του Ινστιτούτου του Πότσνταμ για την Έρευνα στον
Αντίκτυπο του Κλίματος, περιγράφει την κατάσταση ως «σοβαρή
προειδοποίηση». Η αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1,5°C έχει
ήδη προκαλέσει πρωτοφανή προβλήματα και οικονομικά κόστη, με
ακραία καιρικά φαινόμενα όπως ξηρασίες, πλημμύρες, πυρκαγιές
και καταιγίδες να εντείνονται λόγω της ανθρώπινης
δραστηριότητας.
Παραδείγματα
καταστροφών που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή
περιλαμβάνουν 1.300 θανάτους στο προσκύνημα της Μέκκας λόγω
υπερβολικής ζέστης, ιστορικές πλημμύρες στην Αφρική,
κυκλώνες στις ΗΠΑ και στην Καραϊβική, καθώς και τις
καταστροφικότερες πυρκαγιές στην ιστορία της Καλιφόρνιας.
Οι φυσικές
καταστροφές προκάλεσαν ζημίες ύψους 320 δισ. δολαρίων το
2024, σύμφωνα με την εταιρεία Munich Re. Ο περιορισμός της
αύξησης της θερμοκρασίας στον 1,5°C, αντί για τους 2°C που
αποτελούν το ανώτατο όριο της Συμφωνίας του Παρισιού, θα
μπορούσε να μετριάσει σημαντικά τις πιο καταστροφικές
συνέπειες, όπως επισημαίνει η Διακυβερνητική Επιτροπή για
την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ (GIEC).
|
|
|
|