| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

00:01 - 14/01/25

 
                                

Ανισότητα – Έρευνα

 

Μια παγκόσμια έρευνα (Pew Research) ανέλυσε τις απόψεις πολιτών από 36 χώρες σχετικά με την ανισότητα και τις διακρίσεις, εστιάζοντας σε παράγοντες όπως το εισόδημα, το φύλο, η φυλή και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις. Τα αποτελέσματα αποκαλύπτουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών, καθώς και τάσεις που αντικατοπτρίζουν την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα.

 

Η Οικονομική Ανισότητα στην Ελλάδα

 

Στην Ελλάδα, το 91% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι η οικονομική ανισότητα είναι ένα σοβαρό ζήτημα, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη μετά τη Γερμανία (92%). Σε παγκόσμιο επίπεδο, το ποσοστό αυτό αγγίζει το 84%. Η εκτίμηση αυτή ευθυγραμμίζεται με την κατάσταση της χώρας, όπου το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού κερδίζει 5,3 φορές περισσότερα από το φτωχότερο 20%.

 

Πολιτικές και Ιδεολογικές Διαφορές

 

Η έρευνα δείχνει ότι οι πολίτες με αριστερή ιδεολογική τοποθέτηση είναι πιο ευαισθητοποιημένοι απέναντι στην ανισότητα. Στην Ελλάδα, το 75% των αριστερών θεωρεί την οικονομική ανισότητα σοβαρό πρόβλημα, έναντι του 46% των δεξιών και του 51% των κεντρώων. Παράλληλα, οι λιγότερο προνομιούχοι, που βιώνουν άμεσα τις συνέπειες της ανισότητας, ανησυχούν περισσότερο για το ζήτημα από ό,τι οι πλουσιότεροι.

 

Ζητείται Αλλαγή του Οικονομικού Συστήματος

 

Το 87% των Ελλήνων πιστεύει ότι το οικονομικό σύστημα της χώρας χρειάζεται ριζικές αλλαγές ή πλήρη αναμόρφωση. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, ξεπερνώντας κατά πολύ τον παγκόσμιο μέσο όρο του 79%. Περίπου επτά στους δέκα Έλληνες ζητούν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, ενώ δύο στους δέκα θεωρούν ότι απαιτείται συνολική αναδιάρθρωση του συστήματος.

 

Αιτίες της Ανισότητας

 

Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αξιολογήσουν διάφορους παράγοντες που ενισχύουν την ανισότητα. Στην Ελλάδα, το 95% θεωρεί ότι οι πλούσιοι έχουν υπερβολική πολιτική επιρροή, ποσοστό που αποτελεί το υψηλότερο παγκοσμίως. Επιπλέον, το εκπαιδευτικό σύστημα και η έλλειψη ίσων ευκαιριών αναδείχθηκαν ως βασικοί παράγοντες, με 85% και 82% αντίστοιχα να τα θεωρούν σημαντικά προβλήματα.

 

Παράλληλα, ένα 45% πιστεύει ότι η κοινωνική ανισότητα οφείλεται σε προνόμια που κληρονομούνται, κάτι που καθιστά την Ελλάδα τρίτη στην Ευρώπη, μετά την Ιταλία και τη Βρετανία. Αντίθετα, μόνο το 28% αξιολογεί τις φυλετικές και εθνοτικές διακρίσεις ως σοβαρό αίτιο της ανισότητας, αν και το 68% τις αναγνωρίζει ως σημαντικό παράγοντα.

 
                                                     

Μια Ζοφερή Προοπτική για το Μέλλον

 

Συνεχίζοντας με τη συγκεκριμένη έρευνα. Το 72% των Ελλήνων εκτιμά ότι η επόμενη γενιά θα αντιμετωπίσει χειρότερες οικονομικές συνθήκες από τη σημερινή, ξεπερνώντας κατά πολύ τον παγκόσμιο μέσο όρο του 57%. Μόλις το 25% πιστεύει ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν καλύτερα. Η απαισιοδοξία αυτή έχει ενταθεί κατά την τελευταία πενταετία, με αύξηση 11% στις αρνητικές εκτιμήσεις από το 2019.

 

Διεθνείς Αντιθέσεις

 

Σε αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπως αυτές της νοτιοανατολικής Ασίας, οι πολίτες διατηρούν αισιοδοξία για το μέλλον, καθώς πολλοί ελπίζουν σε κοινωνική και οικονομική πρόοδο. Αντίθετα, σε χώρες όπως η Κένυα και η Νιγηρία, η πλειοψηφία των πολιτών ανησυχεί ότι η επόμενη γενιά θα ζήσει σε ακόμα πιο δύσκολες συνθήκες.

                                                                     

                                                                     

                                                                        

                                                                         

 
                                          

Εισοδήματα

 

Ενα πραγματικά δύσκολο παζλ καλείται να διαχειριστεί και να λύσει εντός του 2025 η κυβέρνηση, καθώς το στοίχημα της πραγματικής βελτίωσης των εισοδημάτων περνάει μέσα από την ενίσχυση των μεσαίων και υψηλών αμοιβών και όχι μόνο μέσα από την αύξηση του κατώτατου μισθού.

 

Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, οι ειδικοί εκτιμούν ότι η πραγματική αύξηση των μισθών, εντός του νέου έτους, θα κινηθεί πέριξ του 3%, καθώς προβλέπουν ότι οι αυξήσεις θα «τρέξουν» φέτος με πιο αργούς ρυθμούς απ’ ό,τι το 2024. Οπως φάνηκε, δε, μέσα από τον προϋπολογισμό του 2025 οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας θα ενισχυθούν κατά 3,4% (σωρευτικά +8,6% στη διετία 2024-2025) και των αμοιβών ανά εργαζόμενο από +2,7% έως +3,2% (σωρευτικά +7,5% στη διετία 2024-2025).Δεδομένου ότι ο πληθωρισμός για το 2024 θα κλείσει στο 2,7% και το 2025 θα υποχωρήσει στο 2,1%, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, το εύρος της πραγματικής αύξησης των μισθών θα κινηθεί πέριξ του 3%.

 

Αντίστοιχα, αυξήσεις μισθών κατά 5,6% προβλέπει για φέτος και η Τράπεζα της Ελλάδος, ελαφρώς χαμηλότερες από τις αυξήσεις του 2024 σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, που κινήθηκαν πλησίον του πεδίου του 5,9%.

                                          

Συγκεκριμένα, στην ενδιάμεση έκθεσή της η ΤτΕ εκτιμά πως για το 2025 οι συνολικές αμοιβές και οι αμοιβές ανά μισθωτό θα επιβραδυνθούν ελαφρώς έναντι του 2024, γεγονός που, σε συνδυασμό με τη μικρή επιτάχυνση της παραγωγικότητας, θα συντελέσει σε υποχώρηση του ρυθμού ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Σημειώνεται, δε, ότι η άνοδος των αποδοχών το 2024 επηρεάστηκε από την αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και από τη λήξη της αναστολής των επιδομάτων προϋπηρεσίας (τριετιών) των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, η οποία είχε νομοθετηθεί κατά την περίοδο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Επιπλέον, χορηγήθηκε αύξηση 6,4% από 1ης Απριλίου 2024 στον κατώτατο μισθό.Στο σύνολο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας, σύμφωνα με την ΤτΕ, οι αυξήσεις ήταν της τάξης του 5,9% το 2024 και η πρόβλεψη για το 2025 είναι ότι θα αυξηθούν κατά 5,6%.

Τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, βέβαια, κατέγραψαν για τον ιδιωτικό τομέα, κατά το τρίτο τρίμηνο του 2024, μισθολογικές αυξήσεις που σε ετήσια βάση ξεπέρασαν τις προσδοκίες του οικονομικού επιτελείου.

Για παράδειγμα, στις κατηγορίες Μεταφορά και αποθήκευση, Παροχή καταλύματος και εστίασης, Ενημέρωσης και επικοινωνίας, Διαχείριση ακίνητης περιουσίας, Επαγγελματικές, Επιστημονικές, Τεχνικές, Διοικητικές και Υποστηρικτικές δραστηριότητες, ο δείκτης μισθών και ημερομισθίων έδειξε αύξηση της τάξης του 13,3%, κατά 10,4% στις Κατασκευές, κατά 8,1% σε Ορυχεία και λατομεία, Μεταποίηση, Παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, Παροχή νερού, και κατά 7,3% σε Χονδρικό και Λιανικό εμπόριο, Επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών.

Ακόμη όμως κι έτσι, ο στόχος της κυβέρνησης για μισθολογικές αυξήσεις τέτοιες που θα οδηγήσουν το 2027 σε μέσο μισθό της τάξης των 1.500 ευρώ μεικτά δεν φαίνεται εύκολος. Είναι χαρακτηριστική, και ενδεικτική των διλημμάτων που θα κληθεί να διαχειριστεί το οικονομικό επιτελείο, η πρόσφατη αναφορά του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων από τη χώρα μας, παρότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι 1,7 εκατ. μισθωτοί (σε σύνολο 2.296.845) που αμείβονται με μισθό υψηλότερο από τον κατώτατο των 830 ευρώ μεικτά έλαβαν το 2023 αυξήσεις που κυμαίνονται κατά μέσον όρο 4%-5%, δηλαδή ελάχιστα πάνω από τον ετήσιο πληθωρισμό 3,5%. Με αποτέλεσμα, η Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία του 2023, να πέσει ακόμη χαμηλότερα στην κατάταξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Μοχλός για την ενίσχυση αμοιβών οι συλλογικές συμβάσεις

Ισως ένα από τα ισχυρότερα θεσμικά εργαλεία για την αύξηση και προστασία των αμοιβών είναι οι συλλογικές συμβάσεις, γεγονός που αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά και η κυβέρνηση, η οποία κυρώνοντας την κοινοτική οδηγία για αξιοπρεπείς μισθούς όρισε ρητώς πως έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους θα εκπονηθεί πρόγραμμα δράσης που θα συμβάλει στην αποτελεσματική προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η Ε.Ε. άλλωστε έχει ξεκαθαρίσει πως τα κράτη-μέλη στα οποία οι συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν καλύπτουν το 80% των εργαζομένων έχουν υποχρέωση να εφαρμόσουν σχέδιο δράσης που θα τις προωθεί. Πρόκειται για μια νομική υποχρέωση των κρατών-μελών, όπως η χώρα μας, όπου οι συλλογικές διαπραγματεύσεις καλύπτουν ίσως και λιγότερο από το 25% με 30% των εργαζομένων, με μεγάλη όμως πίστωση χρόνου, καθώς η οδηγία προβλέπει πως οι χώρες-μέλη θα πρέπει ανά διετία να υποβάλλουν έκθεση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Είναι χαρακτηριστικό πως, με βάση τα δημοσιευμένα στοιχεία του ΟΟΣΑ και του Eurofound, στην Ελλάδα η πυκνότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων και των εργοδοτών είναι χαμηλή (περί το 20% για τους εργαζομένους και υπολειπόμενο του 20% για τους εργοδότες για το έτος 2023, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ) και είναι επίσης χαμηλή η κάλυψη με συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ) – περί το 30%, ίσως και πολύ χαμηλότερα για το έτος 2023, με βάση στοιχεία του Eurofound.

Η πολυετής δημοσιονομική κρίση και οι συνέπειες αυτής είχαν άλλωστε ως αποτέλεσμα τη δραματική αποδυνάμωση των συλλογικών συμβάσεων στην Ελλάδα, γεγονός που επιβάλλει πλέον σημαντικές παρεμβάσεις τόσο σε μια σειρά από θεσμικά ζητήματα, όπως είναι η μετενέργεια και η επεκτασιμότητα, όσο και σε θέματα όπως η λειτουργία του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ).

Οπως επισημαίνει μιλώντας στην «Κ» ο γνωστός δικηγόρος Γιάννης Καρούζος, που ειδικεύεται σε εργασιακά θέματα, σήμερα οι συλλογικές συμβάσεις στην Ελλάδα καλύπτουν περίπου το 25% των εργαζομένων και τούτο οφείλεται όχι μόνο στις δομικές μεταβολές του νομικού πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων με το οποίο αντιμετωπίστηκε η οικονομική κρίση 2010-2018 και στη –σχεδόν– διακοπή της λειτουργίας οικονομικών δραστηριοτήτων για την αντιμετώπιση της πανδημίας της COVID-19, αλλά και στα εξής:

α) Τη δομή των ελληνικών επιχειρήσεων, με το 99,1% αυτών να είναι πολύ μικρές ή μικρομεσαίες, απασχολώντας όμως το 85% των εργαζομένων στη χώρα. Οι δε εργοδότες και εργαζόμενοι αυτών δεν συμμετέχουν σε εργοδοτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις αντιστοίχως.

β) Την αποχώρηση επιχειρήσεων από τις εργοδοτικές οργανώσεις για την αποφυγή της δέσμευσής τους από κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις.

γ) Την πολυετή έλλειψη κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων και την εκτεταμένη διαμόρφωση των αμοιβών εργασίας με ατομικές συμβάσεις εργασίας σύμφωνα με τη μισθολογική πολιτική των επιχειρήσεων.

δ) Την αδυναμία επέκτασης των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων, διότι δεν πληρούται η προϋπόθεση κάλυψης του 51% των εργαζομένων στον κλάδο ή στο επάγγελμα.

ε) Την έλλειψη διαπραγματευτικής πρωτοβουλίας από τους κοινωνικούς εταίρους.

στ) Την αποσταθεροποίηση της διαπραγματευτικής ισορροπίας μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.

Σύμφωνα με τον κ. Καρούζο, με βάση την εμπειρία της λειτουργίας του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων και συλλογικών διαπραγματεύσεων, επτά είναι οι παρεμβάσεις που ενδεχομένως να αποτελέσουν και το βασικό περιεχόμενο του σχεδίου δράσης μέσω του οποίου θα δημιουργηθεί θετικό περιβάλλον ενθάρρυνσης της αποτελεσματικότητας των συλλογικών διαπραγματεύσεων:

1. Η νομοθετική διασφάλιση της σταθερότητας ισχύος των όρων των συλλογικών συμβάσεων για τα εξής:

α) Τη διατήρηση ως όρων ατομικής σύμβασης εργασίας, όλων των όρων ΣΣΕ, ακόμη και μετά τη λήξη της διάρκειας ισχύος της και τη μετενέργεια αυτής, με δυνατότητα τροποποίησης των όρων μόνο με συμφωνία εργοδότη – εργαζομένου εάν δεν συναφθεί νέα ΣΣΕ.

β) Την επαναφορά της διάρκειας της μετενέργειας των 6 μηνών για τους όρους της ΣΣΕ που έληξε, αντί των 3 μηνών.

2. Η νομοθετική ανάκληση – κατάργηση της αναστολής της συνδικαλιστικής ιδιότητας και της ικανότητας συλλογικής διαπραγμάτευσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων που δεν έχουν εγγραφεί στο μητρώο – ΓΕΜΗΣΟΕ, όπως ισχύει για τις εργοδοτικές οργανώσεις, και ο περιορισμός των απαιτούμενων στοιχείων εγγραφής στα μητρώα εργαζομένων και εργοδοτών (ΓΕΜΗΣΟΕ και ΓΕΜΗΟΕ) μόνον στα στοιχεία που προσδιορίζουν τη νομική ταυτότητα και τη νόμιμη εκπροσώπησή τους.

3. Η ανάπτυξη πρακτικής των κοινωνικών εταίρων να αιτούνται από κοινού την επέκταση των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων και να προτείνουν ειδικούς όρους για τους εργαζομένους σε επιχειρήσεις ιδίως με οικονομικά προβλήματα, εάν στη συλλογική σύμβαση δεν περιέλαβαν σχετικούς όρους.

4. Ο νομοθετικός επανακαθορισμός του ποσοτικού κριτηρίου επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας σε ρεαλιστικό ποσοστό, διότι το 51% δεν ανταποκρίνεται στην υπάρχουσα κατάσταση πυκνότητας των οργανώσεων των κοινωνικών εταίρων.

5. Η δημιουργία βάσεων δεδομένων για την ευχερή και επίκαιρη πληροφόρηση των κοινωνικών εταίρων, ιδίως για:

α) Τους μισθούς πλήρους απασχόλησης κατά κλάδο της οικονομίας, τις μέσες καταβαλλόμενες αποδοχές και τις αποδοχές ανά επάγγελμα/ειδικότητα εργαζομένων.

β) Τις συλλογικές συμβάσεις και το επίπεδο των αμοιβών των εργαζομένων σε αυτές.

γ) Την απασχόληση και την κατανομή της στους κλάδους της οικονομίας και ανά γεωγραφική περιοχή της χώρας.

δ) Την εξέλιξη του πληθωρισμού, της απασχόλησης, της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και λοιπών παραγόντων της ελληνικής οικονομίας.

6. Η δημιουργία και διάδοση εύληπτων πληροφοριών για το περιεχόμενο και την εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων καθώς και οδηγίες για τη διαδικασία συλλογικών διαπραγματεύσεων και επίλυσης συλλογικών διαφορών με συμφιλίωση, μεσολάβηση ή διαιτησία.

7. Η αξιοποίηση του ΟΜΕΔ, που διοικείται αμιγώς από τους κοινωνικούς εταίρους, ως του κατάλληλου φορέα για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

 
                       

Αγορά Ακινήτων

 

Ενδιαφέρουσα και η έκθεση του ΙΟΒΕ για την αγορά ακινήτων. Οι τιμές των κατοικιών έχουν επανέλθει στα επίπεδα που παρατηρούνταν πριν από την οικονομική κρίση, αλλά το ίδιο δεν ισχύει για τις επενδύσεις στον κλάδο. Αυτές εξακολουθούν να είναι αισθητά χαμηλότερες από τα επίπεδα του 2007, με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με τη μειωμένη χορήγηση στεγαστικών δανείων, να παραμένει περιορισμένη η προσφορά ακινήτων. Αυτός ο περιορισμός κρατά το κόστος στέγασης σε υψηλά επίπεδα.

 

Όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην ενδιάμεση έκθεσή της για το 2024, η έλλειψη ποιοτικών χώρων έχει ενισχύσει την κατασκευαστική δραστηριότητα. Ωστόσο, οι ρυθμοί ανάπτυξης παραμένουν ανεπαρκείς για να αποσυμπιεστεί η αυξημένη ζήτηση, ιδίως στον τομέα των κατοικιών. Η τράπεζα προβλέπει ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να αυξάνονται έως ότου επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, αν και οι αυξήσεις αναμένεται να είναι ηπιότερες σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια.

 

Επενδύσεις και στεγαστικά δάνεια

 

Η μελέτη του ΙΟΒΕ για τον κατασκευαστικό τομέα αναδεικνύει τη μεγάλη πτώση στις επενδύσεις σε κατοικίες, οι οποίες το 2022 έφτασαν μόλις τα 3,3 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μείωση 87% σε σχέση με τα 25,2 δισ. ευρώ του 2007. Ενώ το 2023 και το 2024 το ποσοστό των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ ξεπέρασε το 2%, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταλαμβάνει την τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.

 

Η πτώση των επενδύσεων συνδέεται άμεσα με τη δραματική μείωση των στεγαστικών δανείων. Το 2023 χορηγήθηκαν λιγότερα από 14.000 στεγαστικά δάνεια, συγκριτικά με 115.000 το 2008. Πολλά από τα δάνεια του 2023 αφορούσαν δικαιούχους του προγράμματος «Το σπίτι μου», ενώ η ζήτηση για δάνεια εκτός προγραμμάτων παραμένει χαμηλή.

 

Κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι τράπεζες περιόρισαν δραστικά τη χορήγηση καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων λόγω της περιορισμένης ρευστότητας. Παρά τις πρόσφατες βελτιώσεις, η πιστωτική επέκταση παραμένει αρνητική, καθώς οι αποπληρωμές δανείων υπερβαίνουν τις νέες χορηγήσεις.

 

Ελλιπής οικοδομική δραστηριότητα

 

Η καταγραφή των κατοικιών από την τελευταία απογραφή δείχνει ότι μεταξύ 2011 και 2021 προστέθηκαν μόλις 26.000 νέες κατοικίες ετησίως πανελλαδικά και 4.500 στην Αττική. Αντίθετα, τη δεκαετία 2001-2010 προστέθηκαν 91.500 κατοικίες ετησίως, εκ των οποίων οι 30.500 στην Αττική.

 

Το 2024, οι επενδύσεις σε κατοικίες παρουσίασαν μείωση 4,6% σε ετήσια βάση και παραμένουν σε χαμηλό επίπεδο (2,3% του ΑΕΠ). Παράλληλα, η τραπεζική χρηματοδότηση εξακολουθεί να είναι περιορισμένη, ενώ το συνολικό κόστος κατασκευής νέων κτιρίων αυξήθηκε κατά 3,8% σε ετήσια βάση, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.

 

Παράγοντες που επηρεάζουν την αγορά

 

Η «χρυσή βίζα» και οι βραχυχρόνιες μισθώσεις έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση της ζήτησης, αλλά δεν αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα. Από το 2018 έως το 2024, εκδόθηκαν περίπου 20.000 άδειες στο πλαίσιο του προγράμματος «χρυσή βίζα», με τις 2/3 να αφορούν Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις, που εμφανίστηκαν δυναμικά μετά το 2017, αφορούν περίπου 200.000 καταλύματα, με τα περισσότερα να βρίσκονται εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων.

 

Επιπλέον, οι κατοικίες που δεν κατασκευάστηκαν λόγω της κατάρρευσης των επενδύσεων τη δεκαετία 2011-2021 ανέρχονται σε περισσότερες από 650.000. Η οδηγία της Ε.Ε. για την υποχρεωτική ενεργειακή αναβάθμιση των ακινήτων ενδέχεται να δημιουργήσει νέες πιέσεις στην προσφορά, καθώς οι ιδιοκτήτες μπορεί να αποθαρρυνθούν από το κόστος αυτών των διαδικασιών.

 

Αναγκαία στρατηγική

 

Η Τράπεζα της Ελλάδος υπογραμμίζει ότι οι προσωρινές λύσεις, όπως οι περιορισμοί στη ζήτηση για επενδυτική κατοικία μέσω της «χρυσής βίζας» και της βραχυχρόνιας μίσθωσης, δεν αρκούν για τη μείωση του κόστους στέγασης. Η αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτεί ενίσχυση της προσφοράς προσιτών και ποιοτικών κατοικιών. Παρά τις βελτιώσεις στις διαδικασίες μεταβιβάσεων, είναι απαραίτητος ένας μακροπρόθεσμος εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός για την επίλυση του πολυδιάστατου αυτού ζητήματος.

                                    

Μητσοτάκης εναντίον Μασκ

 

Όπως τουλάχιστον σχολίασε ο Βηματοδότης. Ουδείς περίμενε, στο πρώτο Υπουργικό Συμβούλιο της νέας χρονιάς, ο Πρωθυπουργός στην αρχή της ομιλίας του να επιτεθεί (χωρίς να τον κατονομάσει) στον Ιλον Μασκ. Ηταν, κατά τους συνεργάτες του, ένα καμπανάκι εγρήγορσης για τις τεκτονικές αλλαγές που προδιαθέτουν οι απειλές του Μασκ και για τον νέο λαϊκισμό που αρχίζει να προβάλλεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Είναι η πρώτη φορά που ο Πρωθυπουργός επικρίνει εμμέσως πλην σαφώς τις επιλογές και την πολιτική Μασκ, προτού ακόμα ορκιστεί ο Ντόναλντ Τραμπ πρόεδρος και ο Μασκ υπουργός του.

 

Ο Πρωθυπουργός «φωτογράφισε» τον Μασκ επισημαίνοντας: «Βρισκόμαστε σε ένα τοπίο το οποίο δεν το σκιάζουν μόνο διακηρύξεις και, θα έλεγα, σχετικά πρωτοφανείς εξαγγελίες, προαναγγέλλοντας και γεωστρατηγικές μεταβολές, αλλαγές στις ζώνες επιρροής. Μπροστά μας διαμορφώνεται και ένα πρωτόγνωρο σκηνικό όπου παγκόσμιοι οικονομικοί παράγοντες διεκδικούν τον ρόλο διαμορφωτή της κοινής γνώμης σε πολλές χώρες, ένα φαινόμενο το οποίο και με τη συνδρομή της ακόρεστης κατανάλωσης fake news πολιορκεί, θα έλεγα, τον δυτικό πολιτισμό του ορθού λόγου και της δημοκρατίας».

 

Δεν έμεινε όμως ασχολίαστη η επίθεση (έστω και εμμέσως) του Πρωθυπουργού στον Μασκ. Οι υπουργοί, μετά το Υπουργικό, άλλοι θυμήθηκαν τις προνομιακές σχέσεις που έχει ο ιδιοκτήτης της Telsa με την Τουρκία και προσωπικά με τον Ερντογάν, άλλοι την ευθυγράμμισή του με το ακροδεξιό κόμμα στη Γερμανία, θυμήθηκαν ότι αποκάλεσε «κοριτσάκι μου» τον πρώην πρωθυπουργό του Καναδά, ότι επιδιώκει να ανατρέψει τον βρετανό πρωθυπουργό και κυρίως ότι συμφωνεί με τον Τραμπ για να αγοράσουν τη Γροιλανδία και τον Παναμά.

 

Ακόμα και για την Ελλάδα έκανε παρέμβαση ο Μασκ αναφερόμενος στο Δημογραφικό, ενώ έσπευσε να αγκαλιάσει τον ιδιόρρυθμο κύπριο ευρωβουλευτή και influencer Φειδία. Αφήστε που οι υπουργοί θυμήθηκαν και τον Βελόπουλο που θέλει να καλέσει τον Μασκ στη… Βουλή.

 

 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2025 Greek Finance Forum