Φοροδιαφυγή
Αναφερθήκαμε
τις τελευταίες ημέρες στη φοροδιαφυγή, με αφορμή τις
δηλώσεις Στουρνάρα. Πάμε να δούμε τα όσα ενδιαφέροντα έγραψε
η Καθημερινή σε πρόσφατο δημοσίευμα της:
H χώρα
«μετράει» περίπου 9 εκατομμύρια φορολογουμένους οι οποίοι
συμπληρώνουν κάθε χρόνο 6,5 εκατομμύρια δηλώσεις. Αυτά τα 9
εκατομμύρια «μοιράζονται» εισοδήματα περίπου 85 δισ. ευρώ
(συμπεριλαμβανομένων των τεκμηρίων) και σηκώνουν φορολογικά
βάρη περίπου 8,2 δισ. ευρώ. Ομως
τα βάρη δεν μοιράζονται αναλογικά.
Οι
800.000 –τόσοι είναι όλοι– που εμφανίζουν ατομικό εισόδημα
άνω των 20.000 ευρώ τον χρόνο –και μιλάμε για φορολογητέο
εισόδημα και όχι καθαρό– είναι
αυτοί που πληρώνουν το 65% του συνόλου των φόρων.
Δηλαδή, στην Ελλάδα, οι
9 στους 10 πληρώνουν το ένα τρίτο των φόρων και ο ένας στους
10 πληρώνει τα δύο τρίτα.
Η εκτεταμένη
φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, η μη τιμαριθμοποίηση της
φορολογικής κλίμακας σε συνθήκες ακραίας αύξησης των τιμών
για τα δεδομένα της Ευρωζώνης αλλά και μια ελληνική
«ιδιαιτερότητα» (η εφαρμογή πολύ υψηλού συντελεστή στη
φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και μάλιστα από πολύ
χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα)
αποτυπώνονται πολύ έντονα στις φορολογικές δηλώσεις.
Αναδεικνύουν δε την ανάγκη του να υλοποιηθεί ο στόχος που
θέτει για την Ελλάδα όσο ο ΟΟΣΑ όσο και η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή: τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Το να
περιορίζονται τα δηλωθέντα εισοδήματα στα 80-85 δισ. ευρώ
όταν το ΑΕΠ της χώρας φτάνει πλέον στα 205 δισ. ευρώ και οι
ετήσιες δαπάνες που καταγράφονται στις έρευνες οικογενειακών
προϋπολογισμών ξεπερνούν τα 130 δισ. ευρώ δεν υπακούει στη
λογική και αναδεικνύει την έκταση της φοροδιαφυγής.
Προφανώς, το γεγονός ότι 67,7% των φορολογουμένων εμφανίζουν
ατομικό εισόδημα κάτω των 10.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να
πληρώνουν μόνο το 5% του συνόλου των φόρων, δεν οφείλεται
μόνο στη φοροδιαφυγή αλλά και σε άλλους παράγοντες: στην
υψηλή ανεργία, στη φτώχεια η οποία ξεπερνάει στην Ελλάδα το
25%, στην πολύ διαδεδομένη μερική απασχόληση ειδικά μετά την
είσοδο της χώρας στα μνημόνια κ.λπ.
Ωστόσο, ένας
από τους σοβαρούς λόγους που λειτουργούν αποτρεπτικά στο να
εμφανιστεί περισσότερη φορολογητέα ύλη και να
ανακατανεμηθούν τα φορολογικά βάρη είναι οι φορολογικοί
συντελεστές. Οταν ο αυτοαπασχολούμενος, ο επιτηδευματίας ή
ακόμη και ο μισθωτός γνωρίζουν ότι αν το δηλωθέν εισόδημά
τους ξεπεράσει τις 20.000 ευρώ, αυτομάτως θα ενεργοποιηθεί ο
συντελεστής του 28% (που σημαίνει ότι μαζί με τις
ασφαλιστικές εισφορές θα παρακρατηθεί από το Δημόσιο πάνω
από το 40% του όποιου πρόσθετου εισοδήματος), το κίνητρο για
την απόκρυψη εισοδημάτων γίνεται ιδιαίτερα ισχυρό. Δεν είναι
τυχαίο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αυτοαπασχολούμενων
περιορίζεται στο να εμφανίσει ετήσια εισοδήματα έως 10.000
ευρώ. Αυτό συμβαίνει διότι μέχρι αυτό το επίπεδο εφαρμόζεται
ο συντελεστής του 9%. Ούτε είναι τυχαίο ότι οι 9 στους 10
εισοδηματίες δεν ξεπερνούν τις 12.000 ευρώ τον χρόνο. Μέχρι
αυτό το όριο εφαρμόζεται ο συντελεστής του 15% και αμέσως
μετά εκτινάσσεται στο 35% ή και ακόμη υψηλότερα.
Η κατανομή
των φορολογουμένων με βάση το εισόδημα αλλά και τον φόρο που
πληρώνουν, αναδεικνύει και την έκταση του προβλήματος. Τα
τελευταία αναλυτικά στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα
προέρχονται από τις δηλώσεις του 2021 και αφορούν το 2020,
έτος με ιδιαιτερότητες λόγω της πανδημίας (αναστολή
συμβάσεων εργασίας, λειτουργίας επιχειρήσεων κ.λπ.). Ετσι,
αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα ευρήματα από τις
φετινές φορολογικές δηλώσεις, χωρίς όμως και εντυπωσιακές
αλλαγές.
Στο εισόδημα
των μισθωτών και των συνταξιούχων εκτιμάται ότι έχει
στηριχτεί και πάλι η αύξηση της φορολογητέας ύλης, ενώ τα
«μερίδια» μεταξύ των εισοδηματικών κλιμακίων δεν αλλάζουν
σημαντικά από χρόνο σε χρόνο εκτός και αν υπάρξει κάποια
ριζική μεταβολή στο φορολογικό σύστημα (σ.σ. όπως η μείωση
του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων που οδήγησε το
2021 σε τετραπλασιασμό των δηλωθέντων εισοδημάτων από
μερίσματα).
Η
συντριπτική πλειοψηφία των αυτοαπασχολουμένων εμφανίζει
ετήσια εισοδήματα έως 10.000 ευρώ.
Τι δείχνουν
επομένως οι κατανομές:
1. Στο
σύνολο των 8,9 εκατομμυρίων φορολογουμένων ατομικό εισόδημα
έως 10.000 ευρώ δηλώνει το 67,7% του συνόλου, δηλαδή έξι
εκατομμύρια φορολογούμενοι. Αυτοί μοιράζονται το 28% του
συνολικού εισοδήματος (ήτοι 24 δισ. ευρώ) και πληρώνουν το
4,93% του συνολικού φόρου, δηλαδή 400 εκατ. ευρώ.
2. Από
10.000 έως 20.000 ευρώ δηλώνει περίπου ο ένας στους
τέσσερις. Είναι 2,07 εκατομμύρια φυσικά πρόσωπα με
αθροιστικό εισόδημα 30 δισ. ευρώ (δηλαδή το 35% του
συνόλου), οι οποίοι πληρώνουν και το 30% του συνολικού φόρου
εισοδήματος φυσικών προσώπων (περίπου 2,4 δισ. ευρώ).
3. Από
20.000 έως 50.000 ευρώ δηλώνουν όχι περισσότεροι από 734.000
φορολογούμενοι οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 8,23% του
συνολικού αριθμού φορολογουμένων, με τη διαφορά όμως ότι
μοιράζονται το 23,28% των δηλωθέντων εισοδημάτων ή περίπου
20 δισ. ευρώ.
Αυτή η ομάδα
είναι και ο μεγαλύτερος «αιμοδότης» του φορολογικού
συστήματος καθώς καταβάλλουν το 40% του συνόλου των
φορολογικών εσόδων της χώρας από τη φορολογία εισοδήματος
φυσικών προσώπων. Σε αυτή την ομάδα εξαντλείται μάλιστα και
η φορολογική αυστηρότητα καθώς ενεργοποιείται μέχρι και ο
ανώτατος συντελεστής του 44%.
4. Στα
εισοδήματα από 50.000 ευρώ και άνω, οι κρατήσεις για φόρους
και εισφορές φτάνουν πλέον ακόμη και στο 60%. Γι’ αυτό και
εντοπίζονται λιγότεροι από 70.000 πολίτες, οι οποίοι όμως
πληρώνουν το 25% των φόρων. Το ένα τέταρτο των φόρων δηλαδή
καταβάλλεται από τον 1 στους 100 (και κάτι λιγότερο)
|
Ελληνική
Οικονομία
Είχαμε
εκφράσει τον προβληματισμό μας για την πορεία του ΑΕΠ κατά
το πρώτο τρίμηνο του 2023. Ενδιαφέρουσα ήτανε η τελευταία
έκθεση των οικονομολόγων της Εθνικής Τράπεζας, που βλέπουνε
σημαντική βελτίωση των ρυθμών ανάπτυξης την υπόλοιπη χρονιά.
Ρυθμό
ανάπτυξης 2,5% για το β’ τρίμηνο του έτους και περίπου 3% ή
ακόμη και σε πιο υψηλή επίπεδο για το β’ εξάμηνο, αναμένει
η Εθνική Τράπεζα, σε έκθεσή της για την ελληνική οικονομία,
τονίζοντας ότι αν και συρρικνώθηκε κατά 0,1% στο α’ τρίμηνο
σε σύγκριση με το προηγούμενο, σε ετήσια βάση συνέχισε να
υπεραποδίδει έναντι της ευρωζώνης σε ετήσια βάση με την
ανάπτυξη να φθάνει στο 2,1% έναντι 1% για το σύνολο της
ζώνης του ευρώ.
Παράλληλα οι
αναλυτές της Εθνικής Τράπεζας υπογραμμίζουν ότι η επίδοση
αναμένεται να υποστηριχθεί από την πιο ευνοϊκή βάση
σύγκρισης με το 2ο και ειδικά με το 3ο τρίμηνο του 2022,
κατά τη διάρκεια των οποίων είχαν κορυφωθεί οι πιέσεις από
το ενεργειακό κόστος με ταυτόχρονη εξασθένιση του
οικονομικού κλίματος. Επιπρόσθετα, η επενδυτική
δαπάνη εκτιμάται ότι θα ενισχυθεί εν μέσω αυξανόμενης
στήριξης από την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων στο πλαίσιο
του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Οι βασικές
εστίες αβεβαιότητας, αναφορικά με το ανωτέρω βασικό σενάριο,
σχετίζονται με μια πιθανή αποδυνάμωση του οικονομικού
κλίματος και των εξαγωγών – σε περίπτωση που οι οικονομικές
συνθήκες στην Ευρωζώνη επιδεινωθούν σημαντικά, εξαιτίας των
ετεροχρονισμένων επιπτώσεων από την άσκηση πιο περιοριστικής
νομισματικής πολιτικής – καθώς και στην περίπτωση
επανεμφάνισης της ενεργειακής αβεβαιότητας λόγω γεωπολιτικών
εντάσεων.
Η οικονομική
δραστηριότητα, σύμφωνα με τους διαθέσιμους δείκτες για το 2ο
τρίμηνο του 2023, παρέχει σαφείς ενδείξεις επιτάχυνσης τόσο
σε τριμηνιαία όσο και σε ετήσια βάση. Ειδικότερα οι πλέον
αξιοσημείωτες τάσεις είναι οι ακόλουθες:
Ο δείκτης
οικονομικού κλίματος ενισχύθηκε στο 108,4 το δίμηνο Απριλίου
- Μαΐου από 106,8 το 1ο τρίμηνο του 2023, διευρύνοντας τη
θετική του απόκλιση από το μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Οι πληθωριστικές πιέσεις υποχώρησαν στο 2ο τρίμηνο, με την
ετήσια μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) στο 2,9%
το δίμηνο Απριλίου - Μαΐου από 5,9% το 1ο τρίμηνο,
αμβλύνοντας τις πιέσεις στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα.
Η αύξηση της
απασχόλησης ανήλθε στο 1,6% ετησίως τον Απρίλιο, από 1,4%
ετησίως το 1ο τρίμηνο, ενώ η ισχυρότατη ροή προσλήψεων σε
θέσεις μισθωτής εργασίας που καταγράφεται στο σύστημα Εργάνη
για το πρώτο 4μηνο του 2023 προοιωνίζει επιτάχυνση του
ρυθμού αύξησης της απασχόλησης πλησίον του 2% τους επόμενους
μήνες, με τις ανοδικές μισθολογικές προσαρμογές να
συνεχίζονται.
Οι αφίξεις
από το εξωτερικό στο Διεθνές Αεροδρόμιο Αθηνών υπερέβησαν
κατά 7%, το δίμηνο Απριλίου-Μαΐου του 2023, την επίδοση της
αντίστοιχης περιόδου του 2019, όταν σημειώθηκε ρεκόρ αφίξεων
και εισπράξεων.
Πιο
αναλυτικά στην έκθεση της ΕΤΕ σημειώνεται ότι η ελληνική
οικονομία παρέμεινε σε αναπτυξιακή τροχιά κατά το 1ο τρίμηνο
του 2023, με το ΑΕΠ να ενισχύεται κατά 2,1% σε ετήσια βάση,
παρά την επιδείνωση στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Ο
ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης υπερέβη το μέσο όρο της
Ευρωζώνης (ο οποίος ανήλθε στο 1,0% ετησίως) για 8ο συνεχές
τρίμηνο, με ευρεία στήριξη από όλα σχεδόν τα συστατικά της
τελικής δαπάνης που απαρτίζουν το ΑΕΠ.
Η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης της Ελλάδας,
σε σχέση με την ισχυρότατη αύξηση ύψους 4,8% ετησίως το 4ο
τρίμηνο του 2022 (-0,1% εποχικά προσαρμοσμένη μεταβολή σε
σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο), αντανακλά κυρίως:
Την εξάλειψη
των έκτακτων ευνοϊκών επιδράσεων στην ετήσια μεταβολή του
ΑΕΠ που επενέργησαν στη διάρκεια του 2022 – λόγω της άρσης
των περιοριστικών μέτρων κατά της πανδημίας – οι οποίες
είχαν δώσει σημαντική πρόσθετη, αλλά προσωρινή, ώθηση στην
ετήσια μεταβολή της εγχώριας δαπάνης.
Την αρνητική
επίδραση της τάξης των 2,0 ποσοστιαίων μονάδων ετησίως το 1ο
τρίμηνο του 2023 από την αναστροφή των έκτακτων θετικών
επιδράσεων που σχετίζονται με την ταχεία συσσώρευση
αποθεμάτων (συμπεριλαμβανομένων και λοιπών στατιστικών
προσαρμογών), που είχε σημειωθεί κατά το 2022 (με αύξηση στο
ιστορικό υψηλό του 6,2% του ΑΕΠ το 4ο τρίμηνο του 2022).
Αυτή η έντονα θετική επίδραση κατά το 2022 οφειλόταν κυρίως
στην προληπτική συσσώρευση αποθεμάτων ενεργειακών πρώτων
υλών, εν μέσω υψηλής αβεβαιότητας, καθώς και στην προσπάθεια
των επιχειρήσεων για αναπλήρωση μη ενεργειακών αποθεμάτων
που είχαν συρρικνωθεί λόγω υψηλής ζήτησης. Η εξέλιξη αυτή
θεωρείται, εν πολλοίς, προσωρινή και δεν αναμένεται να
επαναληφθεί τα επόμενα τρίμηνα, τουλάχιστον με την ένταση
που παρατηρήθηκε κατά το 1ο τρίμηνο του 2023.
Την άσκηση
πιο περιοριστικής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής
μετά από μια διετία έντονα επεκτατικής στάσης – ώστε να
αντισταθμιστούν οι πιέσεις λόγω της πανδημίας και της
ενεργειακής κρίσης, οι οποίες έχουν πλέον υποχωρήσει – σε
μια περίοδο που η ακαμψία του δομικού πληθωρισμού οδηγεί την
ΕΚΤ σε συνεχιζόμενες αυξήσεις επιτοκίων.
Η ιδιωτική
κατανάλωση – η βασική συνιστώσα της εγχώριας ζήτησης –
σημείωσε ισχυρή αύξηση 2,9% ετησίως (+1,4% σε εποχικά
προσαρμοσμένη τριμηνιαία βάση) με ώθηση από τις ευνοϊκές
συνθήκες στην αγορά εργασίας και την υποχώρηση των τιμών
ενέργειας. Οι εισοδηματικές εξελίξεις στήριξαν την ανωτέρω
τάση, με την αύξηση της συνολικής αμοιβής των εργαζομένων
στην οικονομία, σε αποπληθωρισμένους όρους, να ανέρχεται στο
1,3% ετησίως κατά το 1ο τρίμηνο του 2023 (+6,3% ετησίως σε
τρέχουσες τιμές), μετά από ετήσια μείωση 1,8% το 2022,
αντανακλώντας την εκτιμώμενη άνοδο των ονομαστικών μισθών
(κατά σχεδόν 5% ετησίως) καθώς και της απασχόλησης (κατά
1,4% ετησίως) το 1ο τρίμηνο του 2023 (εκτιμήσεις βάσει
στοιχείων εθνικών λογαριασμών που συναρτώνται και από την
εποχική διάρθρωση της απασχόλησης).
Συνεχίστηκε,
επίσης, η αύξηση στα μη μισθολογικά εισοδήματα των
νοικοκυριών καθώς και στην κερδοφορία των επιχειρήσεων, με
τη συνδυαστική αξία του ακαθάριστου λειτουργικού
πλεονάσματος και του μεικτού εισοδήματος να αυξάνεται κατά
9,3% ετησίως το 1ο τρίμηνο του 2023, με ήπια επιβράδυνση σε
σχέση με ετήσια αύξηση 14,7% το 2022.
Η ισχυρή
εμπιστοσύνη και οι ελκυστικές αποδόσεις συνέτειναν
στην αύξηση των επενδύσεων σε πάγιο κεφάλαιο κατά 8,2%
ετησίως το 1ο τρίμηνο του 2023, με το ποσοστό τους στο ΑΕΠ
να ανέρχεται σε 14,5% – κοντά στο υψηλό 12 ετών (ήτοι 14,7%
του ΑΕΠ) που σημειώθηκε το 4ο τρίμηνο του 2022. Κινητήρια
δύναμη αποτέλεσε η ισχυρή κατασκευαστική δραστηριότητα (+19%
ετησίως) – με ώθηση από τις κατασκευές κατοικιών που
σημείωσαν ετήσια άνοδο 48% – η οποία ερμηνεύει περίπου τα
2/3 της αύξησης των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου το 1ο
τρίμηνο του 2023, με το υπόλοιπο να οφείλεται, κατά κύριο
λόγο, σε νέες επενδύσεις σε μεταφορικό εξοπλισμό.
Η μεγαλύτερη
θετική έκπληξη προήλθε από τις καθαρές εξαγωγές, οι οποίες
συνεισέφεραν μία ποσοστιαία μονάδα στον ετήσιο ρυθμό αύξησης
του ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο του 2023, έναντι μέσης αρνητικής
επίδρασης 2,8 ποσοστιαίων μονάδων κατά το 2022. Είναι
αξιοσημείωτο ότι, εκτός από την, εν πολλοίς, αναμενόμενη
αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών κατά 6,2% ετησίως – λόγω των
ισχυρών επιδόσεων του τουρισμού – οι εξαγωγές αγαθών
αυξήθηκαν κατά 10,6% σε σταθερές τιμές, υπερβαίνοντας και
τις πιο αισιόδοξες προσδοκίες, και ανήλθαν σε ιστορικό υψηλό
€10 δισ., σε σταθερές τιμές (20,6% ως ποσοστό στο ΑΕΠ).
Η εν λόγω
επίδοση υπογραμμίζει την αντοχή της εξαγωγικής
δραστηριότητας των ελληνικών επιχειρήσεων σε ένα λιγότερο
ευνοϊκό περιβάλλον, σε σύγκριση με την προηγούμενη διετία,
καθώς και την αυξανόμενη διαφοροποίηση των εξαγωγικών αγορών
για τα ελληνικά προϊόντα αλλά και της γενικότερης σύνθεσης
των ελληνικών εξαγωγών.
Παράλληλα,
οι συνολικές εισαγωγές επιβραδύνθηκαν στο +5,6% ετησίως (σε
σταθερές τιμές) το 1ο τρίμηνο του 2023, με την αρνητική τους
επίδραση στην ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ να περιορίζεται στις
2,4 ποσοστιαίες μονάδες έναντι 4,6 ποσοστιαίων μονάδων το
2022. Οι ανωτέρω τάσεις σε εξαγωγές και εισαγωγές είναι
συμβατές με την πρόβλεψή μας για σημαντική μείωση του
ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατά το 2023. |
Σωστές
επισημάνσεις
Έχοντας
αρκετές φορές αναφερθεί στο ζήτημα του δημογραφικού, έχοντας
φτάσει στο να το χαρακτηρίζουμε ακόμη και ως το μεγαλύτερο
πρόβλημα που ήδη αντιμετωπίζει και έχει να αντιμετωπίσει
ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια η χώρα μας – ελληνική
οικονομία. Πολύ σωστές θα χαρακτηρίζαμε τις επισημάνσεις του
κ. Καραμουζη για το πρόβλημα. Βέβαια πιστεύουμε πως παρά την
εγχώρια μιζέρια, το πρόβλημα έχει σχέση με τα σύγχρονα
πρότυπα ζωής του δυτικού κόσμου, αν και σίγουρα υπάρχουνε
περιθώρια βελτίωσης των απογοητευτικών στατιστικών της χώρας
μας.
Ειδικότερα
λοιπόν:
Δυο κρίσιμες
οικονομικές προϋποθέσεις για την επιτυχή αντιμετώπιση του
δημογραφικού προβλήματος επισημαίνει ο Πρόεδρος του
SMERemediumCap και της Grant Thornton Νίκος Καραμούζης σε
άρθρο του. Ειδικότερα, επισημαίνει την ανάγκη αφενός να
επικρατήσει στη χώρα οικονομική αισιοδοξία και ισχυρή
αναπτυξιακή προοπτική, ώστε οι εργαζόμενοι να αισθάνονται
μεγαλύτερη σιγουριά για τα μελλοντικά εισοδήματα και την
απασχόλησή τους. Αφετέρου, επειδή θα ανεβεί το κόστος
εργασίας τα επόμενα χρόνια, η δεύτερη κρίσιμη προϋπόθεση
είναι να υποκατασταθεί σημαντικό τμήμα των αναγκών σε
εργατικό δυναμικό από μεγάλες και μικρές εγχώριες και ξένες
επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου και τεχνολογίας, ώστε να
αυξηθεί σημαντικά η παραγωγικότητα. Ο Ν. Καραμούζης
υποστηρίζει ότι χρειαζόμαστε να υλοποιήσουμε πολιτικές
επιδότησης της απασχόλησης και όχι στήριξης της ανεργίας,
αλλά και ότι ο κεντρικός πυλώνας αντιμετώπισης του
δημογραφικού προβλήματος είναι η υλοποίηση μιας ρηξικέλευθης
οικογενειακής, κοινωνικής πολιτικής, με δέσμη κινήτρων και
μέτρων στήριξης της ελληνικής οικογένειας, με στόχο να
ενθαρρύνουμε τις γεννήσεις. Όπως αναφέρει ο Ν. Καραμούζης,
από το 2010 και παρά τη βελτίωση του προσδόκιμου ζωής, ο
πληθυσμός της Ελλάδος μειώνεται σταθερά κάθε χρόνο, περίπου
κατά 40.000. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί σε βάθος χρόνου, θα
καταλήξουμε με πληθυσμό 7,5 εκατομμύρια το 2050, έναντι 10,6
εκατομμύρια σήμερα, ενώ η Τουρκία το 2050 θα έχει πληθυσμό
140 εκατομμύρια, μια πολλαπλώς πολύ επικίνδυνη εξέλιξη. |