| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

 

00:01 - 16/04/24

 

Μισθοί

Επανειλημμένως έχουμε σχολιάσει και κάτι άλλο. Πως με τέτοιους μισθούς, βιώσιμη ανάπτυξη δε γίνεται. Όχι γιατί θέλουμε ανάπτυξη μέσω κατανάλωσης, το ακριβώς αντίθετο. Αλλά γιατί όπως έχει αποδειχθεί και από τα επίσημα στοιχεία, οι μισθοί για το κόστος ζωής της χώρας μας είναι τραγικά χαμηλοί, κάτι το οποίο κρύβει κινδύνους, για παράδειγμα για ένα νέο κύκλο οικονομικής αθέτησης υποχρεώσεων, από τις τράπεζες μέχρι το δημόσιο.

Πάμε όμως να δούμε τα όσα έγραφε η Καθημερινή σε δημοσίευμα της:

Εγχείρημα με αυξημένο βαθμό δυσκολίας η προσπάθεια επιστροφής του μέσου μισθού στην Ελλάδα στα προ κρίσης επίπεδα –δηλαδή στα 1.500 ευρώ– καθώς τα δομικά προβλήματα της χώρας που παραμένουν σε όξυνση αλλά και η διεθνής οικονομική συγκυρία, δεν βοηθούν. Ο μέσος μισθός θα εξακολουθήσει να κινείται ανοδικά και το επόμενο διάστημα εξαιτίας και της «πίεσης» που δημιουργεί η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού. Αυτό που προβληματίζει, έχει να κάνει με την… ταχύτητα της αύξησης.

Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, για να φτάσουμε στα 1.500 ευρώ μέσα στο 2027, όπως προβλέπει η επίσημη δέσμευση της κυβέρνησης, απαιτείται ετήσια αύξηση του μέσου μισθού κατά περίπου 6% το οποίο θεωρείται ως ιδιαίτερα υψηλό για όσους πιστεύουν ότι οι αυξήσεις των μισθών πρέπει να «συμβαδίζουν» με το άθροισμα του πληθωρισμού και της παραγωγικότητας της εργασίας ώστε να μη «φιτιλιάζουν» τον πληθωρισμό. Όμως η αύξηση της παραγωγικότητας τροφοδοτείται από τις επενδύσεις και οι επενδύσεις υλοποιούνται κυρίως από τις μεγαλύτερου μεγέθους επιχειρήσεις οι οποίες έχουν και μεγαλύτερα περιθώρια για να τις χρηματοδοτήσουν.  Έτσι, φτάνουμε σε ακόμη ένα δομικό πρόβλημα της χώρας –αναδείχτηκε και από τον ίδιο τον υπουργό Οικονομικών– που είναι η πολύ μεγάλη έλλειψη εταιρειών που να απασχολούν πάνω από 100-150 άτομα προσωπικό στην Ελλάδα.

Τo 2023 έκλεισε με τον μέσο μεικτό μισθό να διαμορφώνεται στα 1.257 ευρώ, ποσό κατά περίπου 200 ευρώ υψηλότερο συγκριτικά με το 2019 και κατά περίπου 200 ευρώ χαμηλότερο σε σχέση με τα επίπεδα του 2009. Αυτά τα επιπλέον 250 ευρώ που μας χωρίζουν από τον στόχο των 1.500 ευρώ, όταν θα αποτυπωθούν, δεν είναι δεδομένο ότι θα μας «ξεκολλήσουν» από την προτελευταία θέση της Ευρώπης όσον αφορά τους μισθούς (και ειδικά στους μισθούς αναλογικά με την αγοραστική δύναμη). Θα εξασφαλιστεί πάντως η επιστροφή του μέσου μισθού στα προ κρίσης επίπεδα ώστε να αρχίσουν να καταγράφονται νέα «ιστορικά υψηλά». Ποια είναι τα βασικά εμπόδια σε αυτή την προσπάθεια;

1. Οι πολύ αυξημένες κρατήσεις που εξακολουθούν να επιβάλλονται στις μεικτές αποδοχές. Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ, μεταφράζεται σε επιπλέον κόστος 1.000 ευρώ ετησίως. Για να δοθεί αντίστοιχα μια αύξηση 6% σε έναν εργαζόμενο με μεικτές αποδοχές 1.500 ευρώ (ο οποίος σήμερα παίρνει 1.148 ευρώ καθαρά), η συνολική αθροιστική επιβάρυνση για τον εργοδότη θα φτάσει στα 1.541 ευρώ ανά εργαζόμενο και αυτό για να ανέβουν τα καθαρά του υπαλλήλου κατά λιγότερα από 60 ευρώ τον μήνα. Ακόμη και αυτοί που θέλουν να επιβραβεύσουν τους υπαλλήλους τους καταφεύγουν σε άλλες λύσεις, οι οποίες όμως δεν αποτυπώνονται στα επίσημα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη» (κουπόνια σίτισης, εταιρικό αυτοκίνητο, «μαύρα» κ.λπ.).

2. Οι πολύ περιορισμένες κινήσεις για υπογραφή συλλογικών, επιχειρησιακών ή κλαδικών συμβάσεων εργασίας. Η «κουλτούρα» που αναπτύχθηκε μέσα στη μνημονιακή περίοδο για υπογραφή ατομικών συμβάσεων παραμένει κυρίαρχη και φαίνεται ότι θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να δοθεί και πάλι χώρος στις διαπραγματεύσεις. Προς το παρόν, σημαντικό «κομμάτι» από την αύξηση του κατώτατου μισθού οφείλεται στον κατώτατο μισθό και στην αύξησή του από τα 650 ευρώ στα 830 ευρώ. Οφείλεται δηλαδή σε «διοικητικά μέτρα» και όχι τόσο στη «δυναμική» της αγοράς.

3. Οι ελάχιστες μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Τα επίσημα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη» δείχνουν και την έλλειψη αλλά και τον πολύ αργό ρυθμό μεταβολής στον αριθμό των μεγάλων εργοδοτών. Το 2023 προστέθηκαν 3.363 εργοδότες στα μητρώα του e-ΕΦΚΑ. Από αυτούς, 2.505 κατατάχθηκαν στην κατώτερη κατηγορία με 1 έως 10 άτομα προσωπικό και 783 στην κατηγορία των 11 έως 50 ατόμων. Στην άλλη άκρη της κατάταξης, οι μεταβολές είναι μηδαμινές. Αυξήθηκαν κατά 8 οι επιχειρήσεις με 1.500 έως 2.000 άτομα προσωπικό, μειώθηκαν κατά 5 οι επιχειρήσεις με 2.000 έως 3.000 άτομα προσωπικό και εμφανίστηκαν άλλοι δύο εργοδότες με πάνω από 3.000 άτομα προσωπικό. To ουσιαστικό είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει μεγάλους εργοδότες. Στους 146 φτάνουν αυτοί που απασχολούν πάνω από 1.000 άτομα προσωπικό. Απλώς ήταν 8 λιγότεροι στο τέλος του 2022. Γιατί έχει τόση σημασία ο αριθμός των μεγάλων επιχειρήσεων; Διότι προσφέρουν υψηλότερους μισθούς.

 
 

Μόλις 250 επιχειρήσεις απασχολούν πάνω από 250 εργαζομένους

Προσωπικά πάντως δεν είμαστε και τόσο αισιόδοξοι για ουσιαστικές αυξήσεις των αποδοχών. Ο βασικός λόγος είναι πως με εξαίρεση ένα πολύ μικρό αριθμό επιχειρήσεων, πολλές από τις οποίες μάλιστα απασχολούνε εργαζομένους χαμηλών αποδοχών (αλυσίδες λιανικής, super market), οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι εξαιρετικά μικρές. Εξαιρετικά μικρές και σε κλάδους χαμηλής παραγωγικότητας όπως η εστίαση κτλ. …

Όπως σχολιάζονταν και στο δημοσίευμα της “Κ”, αν μελετήσει κανείς την απογραφή επιχειρήσεων σε Ελλάδα και Ευρώπη, εκ πρώτης όψεως θα διαπιστώσει ότι οι διαφορές δεν είναι μεγάλες. Σε σύνολο 880.349 επαγγελματικών ΑΦΜ στην Ελλάδα, οι 539.403, δηλαδή το 61,27%, δεν απασχολούν κανέναν εργαζόμενο.

Αντίστοιχο όμως είναι το ποσοστό και στην Ευρωζώνη (62,84%) και στην Ευρωπαïκή Ενωση (63,59%). Επίσης, άλλοι 252.000 επαγγελματίες (περίπου το 28,6% του συνόλου) απασχολούν ένα έως τέσσερα άτομα, με το ποσοστό στην Ε.Ε. να είναι στο 25,8% και στην Ευρωζώνη στο 26,19%.

Πού πραγματικά εντοπίζεται λοιπόν η διαφορά; Στο ανώτερο κλιμάκιο της κατάταξης. Οι επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 10 άτομα προσωπικό, και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, είναι περίπου το 5% του συνόλου. Στη χώρα μας είναι περίπου 42.715, στην Ευρώπη περίπου 1.650.000 (με βάση την απογραφή επιχειρήσεων του 2021). Πού εντοπίζεται η διαφορά; Στο ότι η Ελλάδα, στην πραγματικότητα έχει ελάχιστες μεγάλες επιχειρήσεις με προσωπικό πάνω από 250 άτομα.

Για την ακρίβεια, μόλις 250. Ενδεικτικό ότι ενώ στην Ευρώπη το 68% των εργαζομένων απασχολείται στις μεγαλύτερες εταιρείες των χωρών-μελών, στην Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 51,6%. Και επειδή οι μεγάλες εταιρείες είναι αυτές που προσφέρουν τους υψηλότερους μισθούς , η έλλειψη πολλών επιχειρήσεων που να απασχολούν πάνω από 150 άτομα λειτουργεί ως εμπόδιο και για την προσπάθεια αύξησης των μισθών. 

 

 

Συντάξεις και ασφαλιστικό

Εξασφαλισμένη θεωρείται η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού μας συστήματος έως το μακρινό 2070, σύμφωνα με τη νέα αναλογιστική μελέτη που έχει εκπονήσει η Εθνική Αναλογιστική Αρχή και έχει ήδη κατατεθεί στην αρμόδια επιτροπή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Υπάρχει βέβαια μια πολύ σημαντική και άκρως υποχρεωτική προϋπόθεση: να μην αλλάξει τίποτα όσον αφορά τις λεγόμενες «παραμετρικές αλλαγές», ήτοι όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, ύψος και τρόπος υπολογισμού των παροχών κ.λπ. Και βέβαια, μια εξίσου απογοητευτική διαπίστωση, ότι έχουμε ένα βιώσιμο σύστημα, ανεπαρκές όμως ως προς τη μία και μοναδική υποχρέωση: να εξασφαλίζει σε ασφαλισμένους και συνταξιούχους ένα επαρκές εισόδημα διαβίωσης.

Η μελέτη, σύμφωνα με πληροφορίες της Καθημερινής, παρουσιάζει ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα, σε μια γηρασμένη κοινωνία, με μικρότερο πληθυσμό, ιδιαίτερα μειωμένες δαπάνες αλλά και σημαντικά χαμηλότερες συντάξεις. Οι ειδικοί μάλιστα εκτιμούν πως η σταδιακή μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, κάτω και από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, οδηγεί ουσιαστικά σε συντάξεις ακόμη και κάτω από τα 900 με 850 ευρώ μεικτά.

Ετσι, ακόμη και με τις πλέον δυσοίωνες δημογραφικές και οικονομικές μελλοντικές προοπτικές, το διανεμητικό συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδας δεν χρειάζεται και νέες περικοπές συντάξεων προκειμένου να εξασφαλισθεί η μακροχρόνια χρηματοοικονομική του βιωσιμότητα.

Ανάγκη αποταμίευσης

Απαιτούνται βέβαια, και μάλιστα σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, σημαντικές παρεμβάσεις τόσο από την πλευρά της πολιτείας, όσο και από τους ίδιους τους ασφαλισμένους. Κι αυτό, όχι μόνο για να συνεχιστεί μεσοπρόθεσμα ο λειτουργικός και διοικητικός σχεδιασμός βελτίωσης των υπηρεσιών και η έγκαιρη εξυπηρέτηση των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων, αλλά και μακροπρόθεσμα ο σχεδιασμός πολιτικών για να εξασφαλιστεί η επάρκεια των μελλοντικών συνταξιοδοτικών παροχών. Σε αυτό το επίπεδο, η προσωπική ευθύνη των ασφαλισμένων, η συνειδητή αποταμίευση προκειμένου να μη φθάσει κάποιος στα όρια της εξαθλίωσης μεγαλώνοντας, εκτιμάται ότι θα διαδραματίσει στο μέλλον σημαντικό ρόλο. Αρκεί φυσικά, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί στην κοινωνική ασφάλιση, και η πολιτεία να έχει τα αντανακλαστικά να αναδιαμορφώνει τους κανόνες, με βάση τις εξελίξεις στην πραγματική οικονομία.

Το δημογραφικό πρόβλημα

Η «Κ» παρουσίασε τις βασικές παραδοχές που ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στις οποίες στηρίζεται η μελέτη, που θα παρουσιαστεί επίσημα εντός του Μαΐου. Και όπως σε ολόκληρη την Ευρώπη, έτσι και στην Ελλάδα, το δημογραφικό αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα.

Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, στην Ελλάδα, την τελευταία πενταετία (2019-2023), ο αριθμός των γεννήσεων υπολείπονταν κατά μέσον όρο, ετησίως, του αριθμού των θανάτων κατά 52.000 άτομα. Για τον λόγο αυτόν η Eurostat αναθεώρησε τις εκτιμήσεις της για τον πληθυσμό της Ελλάδας, προβλέποντας ότι ο πληθυσμός της θα μειωθεί σε 7,8 εκατ. κατοίκους μέχρι το 2070 από 8,6 εκατ. άτομα που προέβλεπε στις δημογραφικές προβολές του 2019. Αυτή την παραδοχή – εκτίμηση λαμβάνει υπόψη και η Εθνική Αναλογιστική Αρχή.

Οπως επίσης, δέχεται ότι το εργατικό δυναμικό της χώρας θα μειωθεί από 4,606 εκατ. άτομα το 2022, σε 3,111 εκατ. άτομα το 2070, όταν στις αντίστοιχες δημογραφικές προβολές του 2019 προέβλεπε ότι το εργατικό δυναμικό της χώρας μας το 2070 θα είναι 3,57 εκατ. άτομα. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις δυσμενέστερες δημογραφικές προοπτικές της Eurostat για τη χώρα μας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντίστοιχα αναθεώρησε προς το δυσμενέστερο τη μακροπρόθεσμη μέση αύξηση του ΑΕΠ για τη χώρα μας την περίοδο 2023-2070 σε 1,1% από 1,2% που προέβλεπε στις μελέτες της το 2021.

Οσο για τα επιπλέον δημογραφικά στοιχεία, φαίνεται πως ο δείκτης εξάρτησης των ηλικιωμένων θα διπλασιαστεί μέχρι το 2070, το ποσοστό των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών θα αντιστοιχεί το 2030 στο 26,1% του πληθυσμού και θα φτάσει το 2070 στο 33%. Μάλιστα, από αυτούς, οι μισοί θα είναι άνω των 80 ετών.

Το όριο συνταξιοδότησης

Η ηλικία συνταξιοδότησης, ή για την ακρίβεια η ηλικία εξόδου από την αγορά εργασίας, για το 2022 εκτιμάται στα 63,8 έτη. Θα αυξηθεί στα 64,6 το 2030 και θα φτάσει τα 67,5 το 2070. Ενδιάμεσα βέβαια, θα πρέπει η χώρα μας όπως και όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, να αναπροσαρμόσει το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης με βάση τον δείκτη για το προσδόκιμο ζωής. Το οποίο, βάσει των στοιχείων της Ε.Ε. από 84,2 για τις γυναίκες και 78,8 για τους άνδρες το 2022, θα ανέβει στο 86,8 και 82,2, αντίστοιχα, το 2040 και θα εκτιναχθεί στο 90,4 για τις γυναίκες και το 86,5 για τους άνδρες, το 2070.

Τέλος, το εργατικό δυναμικό από 4,6 εκατ. άτομα το 2022, εκτιμάται ότι θα μειωθεί σε 4,3 εκατ. το 2030 και θα περιοριστεί δραματικά, σε 3,11 εκατ. άτομα, το 2070.

Μικρότερες δαπάνες

Οπως εκτιμά, μιλώντας στην «Κ» ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης αλλά και ο δρ του Παντείου και αναλογιστής Βασίλης Μπέτσης, με αυτά τα δεδομένα, το επίπεδο των συνταξιοδοτικών δαπανών στην Ελλάδα θα μειωθεί από το 15,6% κοντά στο 11,4% του ΑΕΠ, δηλαδή κάτω από τον μέσο όρο (12% του ΑΕΠ) των χωρών της Ε.Ε.-27. Βέβαια, οι κ. Ρομπόλης και Μπέτσης ξεκαθαρίζουν ότι η εν αναμονή μελέτη μπορεί να χαρακτηρίζει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα ως χρηματοοικονομικά βιώσιμο, παραβλέπει όμως την παράμετρο της κοινωνικής αποτελεσματικότητας, δηλαδή την επάρκεια των συντάξεων. Και αυτό, γιατί βάσει των μετρήσεων, η μέση σύνταξη θα μειωθεί το 2070 σε 850 ευρώ έναντι 950 ευρώ σήμερα.

 
 

Τεράστια βάρη στους νέους

Και όπως πάντα όλες τις αμαρτίες και τα λάθη του παρελθόντος τα πληρώνουνε οι νεότερες γενιές …  Κάπως έτσι λοιπόν. Ένα τρομακτικό «φόρο» της τάξης του 108% του εισοδήματός τους θα πρέπει να πληρώνουν οι νέοι του 2060 προκειμένου το ασφαλιστικό σύστημα, εκτός από το να είναι βιώσιμο, να είναι και ικανό να εγγυηθεί ότι το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων θα είναι τουλάχιστον ίδιο με αυτό που είχαν ως εργαζόμενοι. Καθώς βέβαια κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, η δημογραφική γήρανση θα επιφέρει τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο, τόσο των ατόμων της παραγωγικής ηλικίας όσο και των ηλικιωμένων. Εκτός εάν η κοινωνία προετοιμαστεί κατάλληλα. Την εκτίμηση αυτή κάνει ο καθηγητής Οικονομικών του ΑΠΘ Νίκος Χ. Βαρσακέλης, σε άρθρο του για τη διαΝΕΟσις.

Στο μέλλον η παραγωγική γενιά πρέπει να πληρώνει ένα ποσό που αντιστοιχεί στο 25% του μέσου εισοδήματος από την εργασία, προκειμένου να καλύπτονται οι ανάγκες των ηλικιωμένων. Πρόκειται για έναν «φόρο», που καταβάλλεται από τη μια με τις ασφαλιστικές εισφορές και από την άλλη μέσω των φόρων που εισπράττει το κράτος και μεταβιβάζει στους ηλικιωμένους, ενισχύοντας τα ταμεία. Σύμφωνα με τα σενάρια για το δημογραφικό, το 2060 ο «φόρος» αυτός θα ανέλθει στο 45%, κατά μέσον όρο, στις αναπτυγμένες χώρες. Δηλαδή, η παραγωγική γενιά θα πρέπει να φορολογείται με 45% για να διατηρηθεί το επίπεδο κατανάλωσης της γενιάς των ηλικιωμένων. Η χώρα μας βέβαια, κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως, καθώς για το 2060 ο φόρος προβλέπεται σε 108%.

 
 
 
 
 
 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2023 Greek Finance Forum