| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

 

00:01 - 16/11/22

 

 

Έχουμε πει πως μόνο εύκολο δε θα είναι αυτό!!

 

Σε ένα θέμα που έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές, έχοντας εκφράσει την ανησυχία μας. Στην παραγωγή υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, τουλάχιστον 2,5% θα κληθεί να επιστρέψει η ελληνική οικονομία από το 2024. Με βάση όλα τα ρεπορτάζ και τις επίσημες αναφορές. Η ΕΕ επιβεβαιώνει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομία θα επιτυγχάνει για τα επόμενα 37 χρόνια μέσο πρωτογενές πλεόνασμα 2,6% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι σε βάθος 37 ετών η δημοσιονομική προσαρμογή θα είναι κατά 30 δισ. ευρώ σε τρέχουσες αξίες!

 

Και όπως σε ανύποπτο χρόνο έχουμε γράψει και θα το επαναλάβουμε. Ειλικρινά δεν ξέρουμε πόσο εφικτό είναι αυτό να επιτευχθεί, μια υποχρέωση της χώρας που όλα δείχνουνε πως θα πυροδοτήσει εξελίξεις κατά τα επόμενα χρόνια ….

 
 

 

Τι εννοούμε;

 

Τι εννοούμε όταν λέμε πως θα πυροδοτήσει εξελίξεις; Μα πολύ απλά ότι η χώρα θα κληθεί να πάρει νέα μέτρα, πιθανόν με αύξηση κάποιων φόρων, οι οποίοι μειώνονται τα τελευταία χρόνια (πχ ΕΝΦΙΑ, φορολογία κ.α.). Ξέρουμε πως επίσημα η πολιτεία (ΥΠΟΙΚ, κυβέρνηση) θα πούνε πως θα επιτύχουμε το στόχο του 2,6% πρωτογενούς πλεονάσματος, αφού η χώρα θα επιτύχει υψηλή ανάπτυξη κτλ ….. Αυτά όμως τα έχουμε ακούσει πάρα πολλές φορές και δε βλέπουμε πως η χώρα θα μπορέσει να επιτύχει, σταθερά τόσο σχετικά υψηλά πλεονάσματα. Και ξέρετε τι σημαίνει νέα μέτρα. Μουρμούρα …. Αναστάτωση στην οικονομία – κοινωνία. Ακόμη και πιθανή πολιτική κρίση / πολιτικές κρίσεις …. Μπορεί αυτά να ακούγονται λίγο υπερβολικά. Και μακάρι να κάνουμε λάθος. Αλλά αν και δεν είναι της παρούσης, θα μας θυμηθείτε πως μετά το 2024 τα ζόρια στην προσπάθεια επίτευξης υψηλών πλεονασμάτων, θα αρχίσουνε και πάλι…

 

 

 

Μάλιστα

 

Τώρα εν μέσω ενός πληθωρισμού ρεκόρ, ο οποίος στοιχειώνει τα ελληνικά νοικοκυριά, αλλά και επιχειρήσεις. Με αφορμή το καλάθι του νοικοκυριού και τα όσα αναφέρονταν σε ένα τελευταίο δημοσίευμα, μόνο ένα τεράστιο ΜΑΛΙΣΤΑ!! μπορούμε να πούμε για το ότι τα ελληνικά νοικοκυριά, με ελληνικούς μισθούς καλούνται να πληρώσουνε τις ίδιες τιμές με χώρες όπως Γερμανία, Ιρλανδία, Γαλλία, όπου οι μισθοί είναι πολύ μεγαλύτεροι. ..

 

 

Το μέτρο για το «καλάθι του νοικοκυριού» διανύει τη δεύτερη εβδομάδα εφαρμογής του και όπως όλα δείχνουν από τις αιμοληψίες φαίνεται να λειτουργεί. Ωστόσο για τα νοικοκυριά μπορεί να αποτελεί μια καλή προσπάθεια για να συγκρατηθούν κάποιες τιμές ή και να μειωθούν στα ράφια των σουπερμάρκετ, δεν αρκεί όμως για να αντιμετωπίσει το γενικευμένο πρόβλημα της ακρίβειας.


Με τις τιμές σε ενέργεια, τρόφιμα και άλλα βασικά είδη να τραβούν την ανηφόρα τους τελευταίους μήνες, η αγοραστική δυνατότητα των Ελλήνων συρρικνώνεται με τους οικονομικά ασθενέστερους να αισθάνονται πιο βαρύ το εβδομαδιαίο καλάθι τους.

 

Αν και η Ελλάδα δεν βρίσκεται αναμεσά στις ακριβότερες χώρες της ΕΕ σε επίπεδο τιμών, αυτό δεν αναιρεί τη δυσκολία των ελληνικών νοικοκυριών καθώς καλούνται να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες τους με λιγότερα χρήματα απ’ ό,τι άλλοι Ευρωπαίοι.

 

Μια σύγκριση το αποδεικνύει. Στο ίδιο καλάθι 19 προϊόντων της Numbeo (σε μέσες τιμές), ανάμεσά τους γάλα, τυριά, κρέας, φρούτα, ψωμί κ.τ.λ., ο Ελληνας καλείται να πληρώσει 54,3 ευρω με κατώτατο μισθό τα 755 ευρώ τον μήνα, όταν ο Γερμανός πληρώνει 59,59 ευρώ (με κατώτατο μισθό τα 1.621 ευρώ), ενώ ο Ισπανός με κατώτατο μισθό 1.126 ευρώ για το ίδιο καλάθι πληρώνει 50,87 ευρώ και ο Πορτογάλος με 823 ευρώ κατώτατο μισθό πληρώνει 43,26 ευρώ.

 

Αν μάλιστα κανείς παρατηρήσει μεμονωμένα τα προϊόντα θα δει και σημαντικές διαφορές. Ενδεικτικά, ενώ η μέση τιμή για ένα λίτρο γάλα είναι στην Ελλάδα στα 1,33 ευρώ, στη Γερμανία είναι στα 0,98 ευρώ, στην Ισπανία στα 0,83 ευρώ, ενώ στη Γαλλία στο 1,03 ευρώ και στην Ολλανδία στο 1,01 ευρώ. Ανάλογη εικόνα και στο ρύζι όπου η μέση τιμή στην Ελλάδα είναι στο 1,85, στη Γερμανία στο 1,99, στην Ισπανία στο 1,17 και στην Πορτογαλία στο 1,03 ευρώ το κιλό.

 

Πως επηρεάζονται οι τιμές

 

Φυσικά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η ακρίβεια είναι διεθνές πρόβλημα. Ωστόσο, όπως φαίνεται, στην Ελλάδα η διάρθρωση της οικονομίας και της αγοράς κάνει δυσκολότερη την αντιμετώπιση του προβλήματος. Ενας σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τις τιμές είναι η μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο), αλλά και των πρώτων υλών από ζωοτροφές και λιπάσματα έως σιτηρά, γάλα, καφέ, πλαστικά και υλικά συσκευασίας, ακόμα και τελικών προϊόντων. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται και από το μεγάλο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, το οποίο εκτοξεύτηκε κατά 70,4% τον Σεπτέμβριο σε ετήσια βάση, φτάνοντας τα 3,6 δισ. ευρώ. Ομως αυτό δεν είναι η μοναδική αιτία που οι τιμές στην Ελλάδα σε βασικά αγαθά είναι τόσο σε απόλυτα μεγέθη υψηλές όσο και σε σχέση με την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.

 

Οι φόροι

 

Μια άλλη παράμετρος είναι οι αυξημένοι φόροι (ΦΠΑ και ΕΦΚ) που επιβαρύνουν τις τιμές των προϊόντων. Είναι ενδεικτικό ότι στην Ελλάδα σε βασικά είδη διατροφής ο ΦΠΑ είναι στο 13%, όταν σε άλλες χώρες είναι σε μονοψήφιο νούμερο, όπως για παράδειγμα στην Ισπανία 10% και 4% για ορισμένα είδη, στη Γερμανία 7%, στη Βουλγαρία 9%, στο Λουξεμβούργο 8%, στην Ολλανδία 9%, στην Εσθονία 9%, στη Γαλλία 5,5 και 10% και στην Ιταλία 5% και 10%. Το όποιο αίτημα τίθεται στην Ελλάδα είτε από την πλευρά των επιχειρήσεων είτε από την πλευρά τον εργαζομένων πέφτει στο κενό, με την κυβέρνηση να κλείνει το θέμα πριν καν ανοίξει τη συζήτηση.

 

Τρίτος παράγοντας είναι η μεγάλη ψαλίδα ιδιαίτερα ανάμεσα στις τιμές όταν τα προϊόντα ξεκινούν από τον παραγωγό μέχρι τη στιγμή που φτάνουν στο καλάθι του καταναλωτή. Στη διαδρομή αυτή, ανεξάρτητα από τα υψηλά κόστη παραγωγής, συσκευασίας και μεταφορικών σε σχέση με το παρελθόν, συνεχίζουν να υφίστανται, όπως λένε οι παραγωγοί, και τα «κρυφά» κόστη των μεσαζόντων.

 

Στην περίπτωση των εισαγόμενων προϊόντων και δη των τυποποιημένων οι διαφορές των τιμών, σε σχέση με άλλες χώρες, εξηγούνται από την απόσταση καθώς σε αρκετές από τις ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν εργοστάσια παραγωγής των πολυεθνικών εταιρειών, κάτι που επιβαρύνει με μεταφορικά, ενώ και το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί μια μικρή αγορά με περιορισμένα περιθώρια κέρδους από μεγάλο αριθμό πωλήσεων ωθεί τις τιμές προς τα πάνω. Τέλος, ένας ακόμα παράγοντας είναι ότι ακόμα στην Ελλάδα μόλις τα 2,5 με 3 προϊόντα στο καλάθι των καταναλωτών είναι ιδιωτικής ετικέτας, γεγονός το οποίο δεν δημιουργεί την ανάλογη πίεση στις μεγάλες εταιρείες να μειώσουν τις τιμές τους, κάτι που συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. 

 
 

 

Μπράβο μας

 

Να συγχωρούμε τώρα τη χώρα μας για το ακόλουθο «κατόρθωμα» εν μέσω ενός τρελού πληθωρισμού και της προσπάθειας που θεωρητικά κάνουμε να τιθασεύουμε την τρελή κούρσα των τιμών. Όπως λοιπόν έγραφε σε τελευταίο του άρθρο στον Ο.Τ. ο Χ. Κολώνας, η Ελλάδα δεν είναι μόνο από τις ακριβότερες χώρες της Ε.Ε. στη βενζίνη αλλά και στις περιόδους κατά τις οποίες οι τιμές ανεβαίνουν ευρωπαϊκά, καταφέρνει να σπάει και το ρεκόρ στο ύψος των αυξήσεων.

 

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ευρ. Επιτροπής στη χώρα μας στο διάστημα 31 Οκτωβρίου – 7 Νοεμβρίου, οπότε και εκδηλώθηκε μία παράξενη… ευρωπαϊκή κούρσα ανόδου των τιμών της βενζίνης, καταγράφηκαν οι μεγαλύτερες αυξήσεις. Πιο συγκεκριμένα η μέση αύξηση ήταν 0,057 ευρώ ανά λίτρο σε σχέση με τις 31 Οκτωβρίου, όταν στο σύνολο της Ε.Ε. των 27 χωρών η μέση αύξηση ήταν 0,013 ευρώ ανά λίτρο.

 

Αμέσως μετά την Ελλάδα ακολούθησαν η Ουγγαρία με τη βενζίνη να αυξάνεται κατά 0,05 ευρώ ανά λίτρο, η Δανία ( + 0,041 ευρώ), η Σουηδία (+ 0,035 ευρώ), το Λουξεμβούργο (+ 0,032 ευρώ), η Κύπρος (+ 0,022 ευρώ) κ.ο.κ.

 

Έτσι, στην Ελλάδα η μέση τιμή της αμόλυβδης στις 7 Νοεμβρίου εκτινάχτηκε στα 2,094 ευρώ ανά λίτρο, ενώ σύμφωνα με νεότερα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών Υγρών Καυσίμων στις 10 Νοεμβρίου ανέβηκε κι άλλο, στα 2,115 ευρώ ανά λίτρο. Και σε σχέση με τις 31 Οκτωβρίου (2,037 ευρώ ανά λίτρο) η μέση αύξηση είναι 0,078 ευρώ ανά λίτρο.

 

 

 

Πολύ ενδιαφέροντα

 

Πάμε τώρα να κλείσουμ με ένα διαφορετικό θέμα και μερικά στατιστικά τα οποία δεν κρύβουμε πως βρήκαμε αρκετά ενδιαφέροντα:

 

Στο χαμηλότερο λοιπόν σημείο, διαχρονικά, βρίσκεται το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα, καθώς, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat, το 2021 διαμορφώθηκε σε 73,3%, ακόμη χαμηλότερα από το 73,9% στο οποίο είχε «κλειδώσει» από το 2018 κι έπειτα. Με τη διαδικασία διαχείρισης απαιτήσεων –στο πλαίσιο της εκκαθάρισης των κόκκινων δανείων– να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη τα τελευταία χρόνια, είναι σαφές ότι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης θα συνεχίσει να μειώνεται.

 

Στο απόγειό της, το 2005, η ιδιοκατοίκηση είχε φθάσει στο 84,6% του πληθυσμού. Ηταν η περίοδος κατά την οποία η αγορά στεγαστικής πίστης βρισκόταν στο ζενίθ της, η πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση ήταν πολύ εύκολη σχεδόν για το σύνολο των νοικοκυριών και ταυτόχρονα οι τιμές πώλησης κατέγραφαν διαδοχικές αυξήσεις. Ακολούθησε ασφαλώς η κρίση χρέους, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των κατοικιών που αγοράστηκε τη δεκαετία του 2000 να βρεθεί στα χέρια των τραπεζών τα χρόνια που ακολούθησαν, ή να πουληθεί από τους ιδιοκτήτες, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η αντίστοιχη δανειακή οφειλή. Το αποτέλεσμα της παραπάνω διαδικασίας είναι να καταγράφεται μια σταθερή υποχώρηση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης. Συγκεκριμένα, ήδη από το 2010 το σχετικό ποσοστό είχε υποχωρήσει στο 77,2%, για να μειωθεί περαιτέρω σε 75,8% το 2013, σε 74% το 2014 και σε 73,9% από το 2016 και μέχρι το 2020.

 

Μελέτη του Δ. Εμμανουήλ, που πραγματοποιήθηκε το 2013, κατέγραψε πως το 37,8% των ιδιοκτητών απέκτησε την κατοικία του μέσω κληρονομιάς ή γονικής παροχής, το 30,3% μέσω δανεισμού και το 17,5% χωρίς δανεισμό. Οταν όμως καταγράφονται και άλλες μορφές οικογενειακής υποστήριξης, όπως η χρηματική συνεισφορά, το ποσοστό των περιπτώσεων όπου η οικογένεια συνέβαλε στην απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας φθάνει στο 56,4% του συνόλου. Η συνεισφορά αυτή από την οικογένεια κατέστη πολύ δυσχερέστερη, καθώς το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα, κατά το διάστημα από το 2008 έως το 2016, συρρικνώθηκε κατά 33%.

 

Κάπως έτσι, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά νέων ανθρώπων ηλικίας 18-34 ετών που μένουν μαζί με τους γονείς τους. Μάλιστα, σύμφωνα με σχετική ανάλυση του Eteron (ινστιτούτο για την έρευνα και την κοινωνική αλλαγή), το ποσοστό αυτό παραμένει υψηλό όταν επικεντρωνόμαστε στις ηλικίες 25-34 ετών, τη στιγμή που σε άλλες χώρες της Ευρώπης περιορίζεται αισθητά, κάτι που σηματοδοτεί μια σημαντική αναβολή στην ομαλή στεγαστική πορεία των νέων ανθρώπων στην Ελλάδα. Η αναβολή αυτή έχει γίνει ακόμη πιο έντονη από το 2014 και έπειτα, με το ποσοστό για τις ηλικίες 18-34 να φθάνει το 66,7% το 2017 και το 69,4% το 2019, από 58,4% που ήταν το 2008. Αντίστοιχα, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης των νέων ηλικίας από 25-34 ετών έχει συρρικνωθεί από σχεδόν 25% που ήταν το 2005 σε μόλις 11% το 2018 (Eurostat). Σύμφωνα με το Eteron, αυτή η καθυστέρηση πρόσβασης σε ιδιοκατοίκηση οφείλεται στις δυσχερέστερες συνθήκες στην αγορά εργασίας, στην αύξηση των τιμών των κατοικιών και την έλλειψη πολιτικών πρόνοιας τα χρόνια που προηγήθηκαν.

 
 
 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2022 Greek Finance Forum