
Ας ξεκινήσουμε με τα κάπως ευχάριστα (τουλάχιστον για τη
χώρα μας)
Με την κρίση του φυσικού αερίου (η οποία οδηγεί σε κρίση
ηλεκτρικής ενέργειας) να στοιχειώνει την Ευρώπη και κυρίως
την κεντρική Ευρώπη και τη Γερμανία. Ενδιαφέρον έχουνε τα
όσα ανέφερε σε τελευταία της έκθεση η UBS, εμφανίζοντας τη
χώρα μας να βρίσκεται σε αρκετά ευνοϊκή θέση, στο εφιαλτικό
σενάριο της πλήρους διακοπής του ρωσικού αερίου.
Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία του 2020 που εξετάζει η UBS,
η Ουγγαρία έχει τη μεγαλύτερη εξάρτηση από το εισαγόμενο
φυσικό αέριο από τη Ρωσία, με το ρωσικό αέριο να αντιστοιχεί
στο 27% της εσωτερικής κατανάλωσης ενέργειας. Ακολουθεί η
Τσεχία, όπου το 18% των ενεργειακών αναγκών καλύπτεται από
τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου.
Στις υπόλοιπες χώρες που εξετάστηκαν, η έκθεση είναι
μικρότερη: Ρουμανία, Πολωνία και Ελλάδα καλύπτουν μόνο το
7-9% των ενεργειακών αναγκών τους από το ρωσικό αέριο. «Επομένως,
αυτές οι οικονομίες έχουν μεγαλύτερη ικανότητα να
αντικαταστήσουν το ρωσικό φυσικό αέριο», σημειώνουν οι
αναλυτές της UBS, με χαρακτηριστικό πως η Πολωνία έχει
σταματήσει να λαμβάνει άμεσα ρωσικό αέριο από τα τέλη του
Απριλίου.
Άλλωστε, Πολωνία και Ελλάδα είναι οι δύο χώρες που έχουν
πλωτά terminals LNG και έχουν ήδη λάβει υγροποιημένο φυσικό
αέριο από τις ΗΠΑ και το Κατάρ.
Η UBS επισημαίνει την υψηλή εξάρτηση από τους στερεούς
υδρογονάνθρακες στο ενεργειακό μείγμα της Πολωνίας και της
Τσεχίας (30-40%), με δεδομένο τον ρόλο του άνθρακα.
Η Τσεχία και η Ουγγαρία έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο
πυρηνικής ενέργειας (16-19%), ενώ η Ελλάδα καλύπτει πάνω από
το 50% των ενεργειακών αναγκών της από προϊόντα πετρελαίου.
Η χώρα όπου οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν τον
σημαντικότερο ρόλο είναι η Ρουμανία (19%).
Σε ό,τι αφορά την έκθεση των επιμέρους τομέων, τα νοικοκυριά
έχουν τον μικρότερο ρόλο στην κατανάλωση φυσικού αερίου (σε
σχέση με τη συνολική χρήση) στην Ελλάδα (30%) και τον
μεγαλύτερο στην Ουγγαρία (σχεδόν 50%).
Ο εμπορικός τομέας και οι δημόσιες υπηρεσίες αποτελούν
επίσης σημαντικό καταναλωτή αερίου: Το 20% του συνολικού
αερίου που καταναλώνεται στην Τσεχία καταλήγει σε αυτούς
τους τομείς, ενώ η μικρότερη έκθεση εντοπίζεται στην Ελλάδα
και την Πολωνία, γύρω στο 10%.
Ανάμεσα στις βιομηχανίες, τα χημικά και πετροχημικά
χρησιμοποιούν το περισσότερο φυσικό αέριο σε ποσοστό επί της
συνολικής κατανάλωσης που εκτείνεται από το 7% στην Τσεχία
έως το 28% στην Ελλάδα.

Υψηλή κατανάλωση αερίου εμφανίζουν επίσης οι τομείς των μη
μεταλλικών ορυχείων, των τροφίμων, ποτών και καπνού και της
παραγωγής σιδήρου και χάλυβα.
Όπως σημειώνει η UBS, η βιομηχανία ευθύνεται για το 23,5%
της προστιθέμενης αξίας που δημιουργείται στις 4 χώρες της
Κεντρικής Ευρώπης και για το 16,5% στην Ελλάδα.
Καθώς η Ελλάδα εισάγει όλο το φυσικό αέριο που καταναλώνει,
η UBS υπολογίζει το μερίδιο του εισαγόμενου αερίου στο
συνολικό ενεργειακό μείγμα στο 22%.
Το μερίδιο του ρωσικού αερίου στις συνολικές εισαγωγές
διαμορφώνεται περίπου στο 40%, την ώρα που στην Ε.Ε.
συνολικά ανέρχεται στο 45% και στη Γερμανία στο 65%.
Οι αναλυτές της UBS υπολογίζουν πως η Ελλάδα καλύπτει
περίπου το 8% των ενεργειακών αναγκών της με το ρωσικό
φυσικό αέριο, περίπου όπως η Ρουμανία και η Πολωνία, κάτι
που σημαίνει ότι οι χώρες αυτές μπορούν ευκολότερα να το
υποκαταστήσουν.
Άλλωστε, μελέτη του ΔΝΤ που επιχειρεί να ποσοτικοποιήσει τις
πιθανές επιπτώσεις από το κλείσιμο της στρόφιγγας από τη
Ρωσία, δείχνει ότι αυτές είναι μεγαλύτερες στην Ουγγαρία και
την Τσεχία αλλά πολύ μικρότερες σε Πολωνία, Ρουμανία και
Ελλάδα, με τη χώρα μας να εμφανίζει μόνο έμμεση έκθεση, μέσω
του πλήγματος στους εμπορικούς εταίρους της. |