Ελληνική Οικονομία
Πάμε όμως στα όσα
έγραψε η Eurobank στην ενδιαφέρουσα έκθεση της:
Η ελληνική
οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με ικανοποιητικό ρυθμό το
γ’ τρίμηνο 2024, υπεραποδίδοντας έναντι της Ευρωζώνης. Η
εγχώρια ζήτηση παραμένει ο βασικός μοχλός μεγέθυνσης της
οικονομίας (ιδιωτική κατανάλωση και συσσώρευση αποθεμάτων),
ενώ οι καθαρές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών βαίνουν
μειούμενες, σημειώνει η Eurobank στο νέο τεύχος του δελτίου
7 Ημέρες Οικονομία. Μάλιστα, όπως δείχνει η ανάλυση, με βάση
τα αποτελέσματα του γ’ τριμήνου 2024, το πραγματικό ΑΕΠ στην
Ελλάδα υπολείπεται κατά 15,9% από την κορυφή του β’ τριμήνου
2007.
Το πραγματικό
Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο
2024 αυξήθηκε κατά 0,3% σε σύγκριση με το β’ τρίμηνο 2024
(τριμηνιαίος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης) και κατά 2,4% σε
σχέση με το γ’ τρίμηνο του προηγούμενου έτους (ετήσιος
πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης). Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά
της ανάπτυξης ήταν παρόμοια με αυτά του β’ τριμήνου 2024.
Συγκεκριμένα, η ιδιωτική κατανάλωση και η μεταβολή των
αποθεμάτων είχαν την υψηλότερη θετική συμβολή στην ετήσια
αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, ενώ η συνεισφορά των καθαρών
εξαγωγών (=εξαγωγές μείον εισαγωγές) ήταν αρνητική. Η
δημόσια κατανάλωση παρέμεινε σε καθοδική τροχιά, ενώ ο
ρυθμός μεταβολής των επενδύσεων παγίων ήταν οριακά θετικός
σε ετήσια βάση. Το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο
2024 ξεπέρασε τα προ πανδημίας επίπεδα κατά 9,7% (4,7% στην
Ευρωζώνη), ενώ ήδη από το β’ τρίμηνο 2023 κινείται σε
υψηλότερα επίπεδα από το μονοπάτι αναπτυξιακής τάσης που
ακολουθούσε η Ελλάδα την 3ετία 2017-2019.
Στο 9μηνο
Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 ο ετήσιος πραγματικός ρυθμός
μεγέθυνσης στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 2,3% και ήταν ο 5ος
υψηλότερος στην Ευρωζώνη και ο 7ος υψηλότερος στην ΕΕ-27.
Στην πρώτη θέση ήταν η Μάλτα (6,1%) και ακολούθησαν (πλην
Ιρλανδίας και Λουξεμβούργου): Κροατία (3,9%), Κύπρος (3,7%),
Δανία (3,2%), Ισπανία (3,0%), Πολωνία (2,4%), Ελλάδα (2,3%),
Λιθουανία (2,2%), Σλοβακία (2,1%), Βουλγαρία (2,1%),
Πορτογαλία (1,6%), Σλοβενία (1,2%), Γαλλία (1,2%), Βέλγιο
(1,0%), Ρουμανία (0,8%), ΕΕ-27 (0,8%), Ουγγαρία (0,7%),
Τσεχία (0,7%), Ευρωζώνη (0,6%), Ολλανδία (0,6%), Ιταλία
(0,5%), Σουηδία (0,4%), Γερμανία (-0,2%), Λετονία (-0,3%),
Φινλανδία (-0,8%), Εσθονία (-1,0%) και Αυστρία (-1,2%).
Υπό το πρίσμα της
ζήτησης, δηλαδή της δαπάνης για την αγορά τελικών προϊόντων
και υπηρεσιών που παράγονται στην εγχώρια οικονομία, η
αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα το 9μηνο
Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 αντανακλά την ισχυρή αύξηση της
μεταβολής των αποθεμάτων -ο ακαθάριστος σχηματισμός
κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 25,4% και ο ακαθάριστος σχηματισμός
πάγιου κεφαλαίου κατά 2,2%- και την ενίσχυση της ιδιωτικής
κατανάλωσης (1,8%). Τα θετικά στοιχεία της εγχώριας αγοράς
εργασίας όπως η αύξηση των μισθών και της απασχόλησης
επιδρούν θετικά στην καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και
αντισταθμίζουν σε έναν βαθμό τις επιπτώσεις του πληθωρισμού.
Λαμβάνοντας υπόψιν τη μείωση του όγκου των πωλήσεων στο
λιανικό εμπόριο, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης δύναται
να αφορά τους τομείς των υπηρεσιών (καταλύματα, εστίαση,
διασκέδαση, ψυχαγωγία κ.α). Αντιθέτως, η δημόσια κατανάλωση
μειώθηκε κατά 4,2% και ο ρυθμός μεταβολής του συνόλου των
εξαγωγών κινήθηκε οριακά σε αρνητικό έδαφος καθότι η πτώση
των εξαγωγών αγαθών (-2,8%) αντιστάθμισε την αύξηση των
εξαγωγών υπηρεσιών (3,2%). Τέλος, οι εισαγωγές, ωθούμενες
από την εγχώρια ζήτηση, αυξήθηκαν με έντονο ρυθμό, τόσο στο
σκέλος των αγαθών (5,0%) όσο και των υπηρεσιών (7,3%).
Αποτέλεσμα ήταν η διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος.
Υπό το πρίσμα της
παραγωγής, δηλαδή των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που
παράγουν οι τομείς της οικονομίας, η αύξηση της ακαθάριστης
προστιθέμενης αξίας (ΑΠΑ) στην Ελλάδα κατά 1,9% το 9μηνο
Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 προήλθε από τη βιομηχανία και
τις υπηρεσίες (με ισόποση συνεισφορά δεδομένης της βαρύτητάς
τους στη συνολική ΑΠΑ). Αντιθέτως, λόγω των έκτακτων
αρνητικών διαταραχών στην κτηνοτροφία, των πυρκαγιών και των
υστερόχρονων επιδράσεων από την κακοκαιρία Daniel στη
Θεσσαλία τον Σεπτέμβριο του 23, η ΑΠΑ στον κλάδο της
γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας σημείωσε πτώση.
Εν κατακλείδι, ο
ετήσιος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης στην Ελλάδα το γ’
τρίμηνο 2024 και το 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024
διατηρήθηκε σε ικανοποιητικά επίπεδα (οριακά υψηλότερος από
την πρόβλεψη του Κρατικού Προϋπολογισμού 2025 για την
ανάπτυξη του 2024), υπεραποδίδοντας έναντι της Ευρωζώνης και
της ΕΕ-27. Από την πλευρά της ζήτησης, η μεταβολή των
αποθεμάτων (υλικά και προμήθειες, έργα σε εξέλιξη, έτοιμα
προϊόντα και εμπορεύματα για μεταπώληση) και η ιδιωτική
κατανάλωση αποτέλεσαν τις βασικές συνιστώσες της ανάπτυξης,
ενώ από την πλευρά της προσφοράς, η βιομηχανία και οι
υπηρεσίες είχαν την υψηλότερη συνεισφορά στην αύξηση της
παραγωγής. Στα αρνητικά στοιχεία των εθνικών λογαριασμών του
9μηνου Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 συγκαταλέγονται: πρώτον,
η μείωση των εξαγωγών (λόγω της συνιστώσας των αγαθών) και η
διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος, και δεύτερον, η ήπια
άνοδος των επενδύσεων παγίων. Ο ρυθμός αύξησης των
επενδύσεων παγίων διαμορφώθηκε στο 2,2%, ωστόσο δεν ήταν
ομοιόμορφος στις επί μέρους κατηγορίες κεφαλαιουχικών
αγαθών. Οι επενδύσεις στις κατοικίες, τα αγροτικά προϊόντα,
τον μεταφορικό εξοπλισμό και τον εξοπλισμό τεχνολογίας
πληροφορικής και επικοινωνίας σημείωσαν μείωση κατά -4,6%,
-7,5%, -1,3% και -1,8% αντίστοιχα, ενώ στις άλλες
κατασκευές, τον μηχανολογικό εξοπλισμό και οπλικά συστήματα
και τα άλλα προϊόντα, κατέγραψαν αύξηση κατά 5,6%, 8,1% και
1,7% αντίστοιχα.
|
Κενές θέσεις εργασίας
Έχει σχέση με το
προβληματικό παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Γενικά τον
λανθασμένο τρόπο που είναι δομημένη η ελληνική οικονομία.
Αναφερόμαστε στο πρόβλημα των κενών θέσεων εργασίας την ώρα
που η ανεργία αν και έχει μειωθεί φυσικά πάρα πολύ σε σχέση
με τα απίστευτα νούμερα στα χρόνια της κρίσης, παραμένει η
μεγαλύτερη της Ε.Ε.
Αύξηση λοιπόν 32,6%
σημειώθηκε το γ’ τρίμηνο εφέτος στον αριθμό των κενών
θέσεων εργασίας στο σύνολο της οικονομίας, εκτός
από τον πρωτογενή τομέα και τις δραστηριότητες των
νοικοκυριών, σε σύγκριση με το γ’ τρίμηνο του 2023 (48.813
και 36.801 θέσεις, αντίστοιχα), έναντι αύξησης 51,3% κατά
την αντίστοιχη σύγκριση το 2023 προς το 2022.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ,
κενή θέση εργασίας θεωρείται μία νεοδημιουργηθείσα θέση, μία
ήδη κενή θέση ή μία θέση που πρόκειται να εκκενωθεί σύντομα,
για την οποία ο εργοδότης έχει προβεί πρόσφατα σε δραστικές
ενέργειες για να βρεθεί κατάλληλος υποψήφιος, εκτός της
επιχείρησης, και η οποία είναι διαθέσιμη είτε άμεσα είτε στο
άμεσο /εγγύς μέλλον. Σημειώνεται, ότι οι κενές θέσεις
εργασίας αφορούν μόνο στους μισθωτούς.
Δεν θεωρούνται κενές θέσεις εργασίας αυτές
που θα καλυφθούν από:
– Μαθητευομένους
χωρίς αμοιβή, είτε από εργοδότες είτε από οποιονδήποτε φορέα
κοινωνικής ασφάλισης.
– Εργολάβους, οι
οποίοι δεν βρίσκονται στη μισθολογική κατάσταση.
– Προσωπικό που
επαναπροσλαμβάνεται ή επιστρέφει από άδεια με αποδοχές ή
χωρίς αποδοχές.
– Εσωτερικές
μετακινήσεις στην επιχείρηση του ήδη υπάρχοντος προσωπικού.
Κενές θέσεις
εργασίας στο άμεσο μέλλον είναι οι αυτές της πλήρους ή
μερικής απασχόλησης, οι οποίες θα πρέπει να καλυφθούν σε
διάστημα όχι μεγαλύτερο των τριών μηνών.
|
Ελληνική οικονομία: Αρνητική εικόνα & Το 80%
Και έχοντας πιάσει
την οικονομία πάμε μια ακόμη έκθεση – ανάλυση – έρευνα (όπως
θέλει τη χαρακτηρίζει κανείς), που πάντα βλέπει να υπάρχουνε
κάποια παράδοξα στη χώρα μας, με την απαισιοδοξία στο peak…
Η Ελληνική
οικονομία από μαύρο πρόβατο έχει αναδειχθεί στον πιο καλό
μαθητή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αυτό υποστηρίζουν
συγκεκριμένα διεθνή ΜΜΕ, όπως οι Financial Times, που μας
κατατάσσουν στα «success stories» των χωρών της περιφέρειας
της Ευρωζώνης που εφάρμοσαν μνημονιακές «συμφωνίες διάσωσης»
Εύσημα στην Ελλάδα
απέδωσε για δεύτερη συνεχή χρονιά ο Εconomist,
αναδεικνύοντάς την στην πρώτη πεντάδα των χωρών με τις
καλύτερες επιδόσεις στην οικονομία. Πέρυσι είχαμε την
πρωτιά, την οποία χάσαμε φέτος από την Ισπανία.
Παράλληλα η
κυβέρνηση αυτοσυγχαίρεται για την αναβάθμιση της
πιστοληπτικής ικανότητας της από την Scope, αν και είμαστε
ακόμα ένα σκαλί κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
Την ίδια στιγμή
όμως οι Έλληνες πολίτες εμφανίζονται δυσαρεστημένοι όχι μόνο
με την προσωπική τους οικονομική κατάσταση, αλλά και με την
πορεία της χώρας.
πηγή: Prorata
Xαστούκι οι
δημοσκοπήσεις
Στην τελευταία
δημοσκόπηση της Prorata για το Attica TV το 76% των
ερωτηθέντων αξιολογεί αρνητικά το κυβερνητικό έργο και το
69% εκτιμά ότι η χώρα κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση. Τα
συναισθήματα που κυριαρχούν για την πολιτική και την
οικονομία της χώρας είναι η απογοήτευση, η απελπισία και ο
θυμός (44%, 29%, 25%). Για ένα στα τρία νοικοκυριά τα
χρήματα φτάνουν μόνο για τα αναγκαία και σχεδόν ένα στα
τέσσερα δεν μπορεί να καλύψει ούτε τις βασικές ανάγκες.
Σε
αντίστοιχη δημοσκόπηση της Αlco (Alpha) το 90% δηλώνει ότι
δεν είναι ικανοποιημένο από τις επιδόσεις της κυβέρνησης
στην αντιμετώπισης της ακρίβειας. Ο ένας στους τρεις
πιστεύει ότι το 2025 τα πράγματα θα πάνε χειρότερα και δύο
στους δέκα απαντούν ότι «τα πράγματα θα πάνε το ίδιο κακά με
το 2024». Όσο για τον πιο πετυχημένο υπουργό; Είναι με
ποσοστά αυτοδυναμίας ο «κανένας» (52%).
Στο ίδιο μοτίβο
κινούνται πάνω κάτω όλες οι δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως
της δημοσιότητας, ενώ μια από τα ίδια δείχνουν και οι
δείκτες καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
To 76% των Ελλήνων
έχει αρνητική γνώμη για την κατάταση της οικονομίας – το
υψηλότερο στην ΕΕ μαζί με την Ιταλία
Κυριαρχεί η
απογοήτευση
Τι έχουμε πάθει;
Έχουμε πέσει στη μαρμίτα με την απογοήτευση; Γιατί η
βελτίωση των οικονομικών δεικτών δεν αντανακλάται στην
καθημερινότητα των πολιτών;
Μια εξήγηση είναι η
«χρόνια κόπωση» όχι μόνο από την απώλεια αγοραστικής δύναμης
αλλά και την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου σε μια σειρά
τομείς: Υγεία, περιβάλλον, μετακινήσεις (δεν ξεχνιούνται τα
Τέμπη), εκπαίδευση, ακόμα και σε επίπεδο εμπιστοσύνης στους
θεσμούς και τη λειτουργία της δημοκρατίας.
Η Ελλάδα έχει το
υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού στην ΕΕ που θεωρεί ότι η
οικονομική κατάσταση της χώρας είναι άσχημη
Ο σκεπτικισμός των
Ελλήνων για το προς τα πού βαδίζει η οικονομία της χώρας δεν
είναι παγκοσμίως μοναδικό φαινόμενο. Σε διεθνή έρευνα που
διεξήγαγε το Pew Research Center σε 34 κράτη, κατά μέσο όρο
σχεδόν τα δύο τρίτα των ενηλίκων (64%) αξιολογούν αρνητικά
την οικονομική κατάσταση της χώρας τους.
Η έρευνα αποδίδει
την παραπάνω τάση στο γεγονός ότι το 2024 ήταν μια χρονιά
αργής οικονομικής ανάπτυξης για τις περισσότερες χώρες και
αναταράξεων στο παγκόσμο εμπόριο. Όμως ακόμα και ανάμεσα
στις χώρες που αξιολογούν αρνητικά την οικονομία τους
υπάρχουν διαφορές.
Αρνητική εικόνα για
την οικονομία έχουν 8 στους 10 Έλληνες
Ανάμεσα στις χώρες
της ΕΕ που συμμετείχαν στην έρευνα η Ελλάδα έχει το
υψηλότερο ποσοστό πληθυσμού που θεωρεί ότι η οικονομική
κατάσταση της χώρας είναι άσχημη, με 76% – ισοβαθμώντας με
την Ιταλία. Ακολουθεί από κοντά η Γαλλία, με 75%.
Αντίστοιχα, μόλις το 24% θεωρεί ότι η ελληνική οικονομία
βρίσκεται σε καλό σημείο – το χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ,
μαζί με την Ιταλία και τη Γαλλία. Οι μόνες χώρες που οι
θετικές απαντήσεις υπερβαίνουν τις αρνητικές είναι η
Ολλανδία, η Πολωνία και η Σουηδία, με 65%, 53% και 52%
αντίστοιχα να εκτιμούν ότι η εθνική τους οικονομία ευημερεί.
Τα υψηλότερα
ποσοστά απογοήτευσης των πολιτών παγκοσμίως εντοπίζονται στη
Νιγηρία όπου οι 9 στους 10 (89%) αξιολογούν ως κακή την
οικονομική κατάσταση της χώρας. Τα ποσοστά φτώχειας στη
μεγαλύτερη σε πληθυσμό χώρα της Αφρικής αγγίζουν πλέον το
56% – πάνω από 129 εκατ. άνθρωποι, και ένα στα τρία παιδιά
κυριολεκτικά πεινάει.
Ακολουθεί με
παρόμοια ποσοστά η Αργεντινή (87%), του ακροδεξιού
«αναρχοκαπιταλιστή» Χαβιέρ Μιλέι, ο οποιος εξώθησε τη μισή
χώρα στη φτώχεια, εφαρμόζοντας πολιτικές εξοντωτικής
λιτότητας.
|